Κεφάλαιο 2
Ο ρόλος της γραφειοκρατίας στην κατάρρευση -
ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος.
Η ύπαρξη ενός θεωρητικά τεκμηριωμένου
προγράμματος οικοδόμησης του σοσιαλισμού είναι υψίστης σημασίας για την τύχη
κάθε σοσιαλιστικού εγχειρήματος, δεδομένου ότι η κομμουνιστική αταξική κοινωνία
δεν αναφύεται αυθόρμητα ούτε ανακύπτει αίφνης αλλά διαμορφώνεται ως συνέπεια
σκοποκατευθυνόμενων μετασχηματισμών. Η απουσία ή η ασάφεια ενός τέτοιου
προγράμματος συνεπάγεται την εμπλοκή και το σταδιακό πισωγύρισμα των
σοσιαλιστικών αλλαγών.
Η ανάγκη ανεύρεσης συγκεκριμένων τρόπων -
μεθόδων οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας έγινε εμφανής σχεδόν αμέσως μετά
τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο πολεμικός κομμουνισμός, η ΝΕΠ, το
συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα της σταλινικής περιόδου, οι μετέπειτα
μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ’60 αποτέλεσαν στιγμές της αναζήτησης του
δρόμου προς των κομμουνισμό. Χαρακτηριστικό δε στοιχείο τους ήταν η
παλινδρόμηση μεταξύ, αφενός, της προσπάθειας να επισπευσθεί η υλοποίηση του
τελικού σκοπού με τη χρήση διοικητικών μέτρων και, αφετέρου, της υποχώρησης σε
πιο νηφάλιες πολιτικές λύσεις, οι οποίες όμως συνοδεύονταν από τάσεις υπέρμετρης
υποχώρησης, υποχώρησης από τον τελικό σκοπό συνολικά.
Άποψή μας είναι ότι η στρατηγική του
Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής ΄Ενωσης αναφορικά με την οικοδόμηση του
σοσιαλισμού ήταν επαρκής, ως επί το πλείστον, για την εγκαθίδρυση των σοσιαλιστικών
κοινωνικών σχέσεων στη βάση της εκμηχανισμένης παραγωγής, δηλαδή, στη βάση του
κεκτημένου από την κεφαλαιοκρατία επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Η εμβέλεια αυτής της στρατηγικής σταματά όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60
ολοκληρώνεται, σε γενικά πλαίσια, η εκτατική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων
της ΕΣΣΔ και εξαντλούνται οι δυνατότητες κοινωνικοποίησης της παραγωγής μέσω
της απλής εκμηχάνισής της. Μια περαιτέρω ανάπτυξη - εμβάθυνση των σοσιαλιστικών
μετασχηματισμών απαιτούσε τη διαδικασία υπέρβασης της κληρονομημένης από το
ιστορικό παρελθόν υλικής βάσης - του ανώριμου κοινωνικού χαρακτήρα της
εργασίας, στην κατεύθυνση της πλήρους, ουσιαστικής κοινωνικοποίησης της παραγωγής.
Όταν λοιπόν ανέκυψε (στη δεκαετία του ’60) η
αναγκαιότητα εισόδου στο στάδιο που αργότερα ονομάσθηκε εντατική ανάπτυξη του
σοσιαλισμού, τότε αποκαλύφθηκε η τεράστια ανεπάρκεια στόχων και στρατηγικής. Η
ανεπάρκεια αυτή επιχειρούταν να καλυφθεί από ηχηρά ιδεολογικά συνθήματα και σχήματα,
όπως ήταν οι δηλώσεις του Ν.Χρουστσόφ περί ταχείας, σε 20 χρόνια, ελεύσεως του
κομμουνισμού ή, αργότερα, στη δεκαετία του ’70, το μπρεζνιεφικό ιδεολόγημα περί
ανεπτυγμένου σοσιαλισμού. Όμως, «… η
κοινωνία που χάνει, είτε που έχει ήδη χάσει την απώτερη προοπτική της ανάπτυξής
της, είναι μια κοινωνία σε αποσύνθεση»1.
Εκείνη την περίοδο στη Σοβιετική Ένωση
δέσποζαν δύο σχολές πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, οι «πλανομέρνικοι» και οι
« τοβάρνικοι». Οι
πρώτοι έδιναν έμφαση στο σχεδιοποιημένο χαρακτήρα της σοσιαλιστικής οικονομίας,
ενώ οι δεύτεροι στο ρόλο των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων. Όπως εύστοχα επισημαίνει
ο Μ.Δαφέρμος «Οι «πλανομέρνικοι»
ξεκινούσαν από το μοντέλο του «καθαρού
σοσιαλισμού»,
απελευθερωμένο από τα προβλήματα και τις αντιφάσεις της σκληρής πραγματικότητας»2. Οι δε «τοβάρνικοι» «…ξεκινώντας
από μια πραγματική πλευρά του σοσιαλισμού (την ύπαρξη εμπορευματικών σχέσεων)
τη αποσπούσαν από τις υπόλοιπες πλευρές με τις οποίες βρισκόταν σε αλληλοσχέση
(π.χ. κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, οικονομικός σχεδιασμός κλπ)»3. Έτσι, οι «τοβάρνικοι» κατέληγαν σε μιαν απολογητική στάση απέναντι στις
εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις, χωρίς να διακρίνουν δυνατότητες και προοπτικές
υπέρβασής τους.
Ενδεικτικό στοιχείο της απουσίας επαρκούς
σοσιαλιστικής στρατηγικής ήταν η σταδιακή ολίσθηση προς τους αξιακούς δείκτες
αποτίμησης του παραγωγικού έργου και προς τις σχέσεις της αγοράς ως πιθανή λύση
στα προβλήματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Πρέπει να επισημάνουμε ότι η
πολιτική της διεύρυνσης των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων στην ΕΣΣΔ, οι
οποίες μέχρι τότε περιορίζονταν με διοικητικά κυρίως μέτρα, συνδεόταν με την
προσπάθεια αντιμετώπισης του υπέρμετρου συγκεντρωτισμού και της γραφειοκρατικής
δυσκαμψίας που διέκριναν τη σοβιετική οικονομία .Είχε αρχίσει να γίνεται σαφές
ότι ήταν αδύνατο από ένα κέντρο να διευθύνεται και να ρυθμίζεται μέχρι
λεπτομέρειας η λειτουργία των διαρκώς αυξανόμενων παραγωγικών δυνάμεων. Επίσης,
η πολιτική αυτή συνδεόταν με τη προσπάθεια αξιοποίησης των νόμων της αγοράς για
την πιστότερη αποτίμηση των αποτελεσμάτων της εργασιακής δραστηριότητας, για
την εντατικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και τη βελτίωση των παραγόμενων
προϊόντων. Επειδή, όμως, η συγκεκριμένη πολιτική εφαρμόσθηκε χωρίς την ύπαρξη
αποτελεσματικής στρατηγικής οδήγησε τελικά στην υπονόμευση της σοσιαλιστικής
οικονομίας, στην επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, στον περιορισμό της
παραγωγής αγαθών πλατιάς κατανάλωσης, στην ενίσχυση αποξενωτικών τάσεων μεταξύ
των παραγωγικών μονάδων, στη διεύρυνση της σκιώδους οικονομίας. Χωρίς
συγκεκριμένη στρατηγική οικοδόμησης του κομμουνισμού οι επιλογές - αποφάσεις
και γενικά η πολιτική της σοβιετικής κομματικής και κρατικής ηγεσίας οδηγούσε
σε διαφορετικά από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, ανακυκλώνοντας έτσι τα
προβλήματα και τα αδιέξοδα .
Παρουσιάζει
ενδιαφέρον να αναφερθούμε και στην αντίληψη περί θεμελιώδους νόμου του
σοσιαλισμού, η οποία κυριαρχούσε επί δεκαετίες στη Σοβιετική Ένωση και κάθε
άλλο παρά ανταποκρινόταν στις ανάγκες εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών.
Ο Ι.Β.Στάλιν στη γνωστή και σημαντική εργασία του Τα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ αναφερόμενος στο
βασικό νόμο του σοσιαλισμού λεει τα εξής: «Τα
ουσιαστικά χαρακτηριστικά και οι απαιτήσεις του βασικού οικονομικού νόμου του
σοσιαλισμού θα μπορούσαν π.χ. να διατυπωθούν με τον εξής τρόπο: Εξασφάλιση της
ανώτατης ικανοποίησης των διαρκώς αναπτυσσόμενων υλικών και εκπολιτιστικών
αναγκών ολόκληρης της κοινωνίας μέσω της αδιάκοπης ανάπτυξης και τελειοποίησης
της σοσιαλιστικής παραγωγής πάνω στη βάση της πιο υψηλής τεχνολογίας.»[P1]4. Τα
συνέδρια του ΚΚΣΕ, μετά πλέον το θάνατο του Ι.Στάλιν, επιβεβαιώνουν την εν λόγω
αντίληψη. Στα ντοκουμέντα του 21ου συνεδρίου αναφέρεται ότι «Νόμο ανάπτυξης της σοβιετικής κοινωνίας αποτελεί η
αδιάλειπτη αύξηση της ευημερίας του λαού …»5 .Η ίδια αντίληψη συναντάται και
στις ακαδημαϊκές εκδόσεις. Στην τετράτομη σοβιετική εγκυκλοπαίδεια πολιτικής
οικονομίας ο βασικός νόμος του σοσιαλισμού ορίζεται «ως ο νόμος κίνησης της σοσιαλιστικής οικονομίας,
περιεχόμενο του οποίου αποτελεί η κατοχύρωση της μέγιστης ευημερίας και της
πολύπλευρης ανάπτυξης όλων των μελών της κοινωνίας …»6.
Όπως
φαίνεται στα προηγούμενα παραθέματα ο βασικός νόμος ανά-πτυξης του σοσιαλισμού
εστιαζόταν στο επίπεδο των ανθρώπινων αναγκών και της ικανοποίησής τους . Αυτό
σημαίνει ότι η αύξηση των αναγκών αποτελεί την κινητήρια δύναμη ανάπτυξης των
παραγωγικών δυνάμεων. Για τις σχέσεις παραγωγής δεν γίνεται καν λόγος. Αυτές
εκλαμβάνονται, σιωπηρά, ως δεδομένες και πάγιες. Έχουμε να κάνουμε με ένα
γραμμικό - μη αντιφατικό σχήμα του βασικού νόμου ανάπτυξης της σοσιαλιστικής
κοινωνίας. Εννοιολογικά η εξεταζόμενη αντίληψη σημαίνει πως οι ανάγκες, το «είναι» της
ανθρώπινης κοινωνίας ή, αλλιώς, οι προϋποθέσεις διατήρησης της κοινωνίας
υποκαθιστούν την «ουσία», την ουσιώδη αντίφαση της κοινωνίας, τη
διαλεκτική σχέση παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής, που είναι στην
πραγματικότητα η κινητήρια δύναμη της κοινωνικής προόδου. Έτσι, από το
θεμελιώδη νόμο εξέλιξης του σοσιαλισμού απαλείφονται οι ουσιώδεις αντιφάσεις
της πρώιμης κομμουνιστικής κοινωνίας.
Συναφής με την εν λόγω κατανόηση του
θεμελιώδους νόμου του σοσιαλισμού ήταν και ο τρόπος σχεδιοποίησης της
παραγωγικής διαδικασίας. Ο τρόπος αυτός χαρακτηριζόταν, κυρίως, από τον
ποσοτικό υπολογισμό των παραγωγικών και καταναλωτικών αναγκών και από τον
αντίστοιχο ποσοτικό προσδιορισμό των στόχων παραγωγής με βάση τα κεκτημένα επίπεδα
ανάπτυξης του προηγούμενου πενταετούς σχεδίου. Με άλλα λόγια, η σχεδιοποίηση
της σοσιαλιστικής οικονομίας στην πρώην ΕΣΣΔ στερούταν, εν πολλοίς,
προγραμματικού - στρατηγικού χαρακτήρα. Απουσίαζε,
δηλαδή, η υπαγωγή του οικονομικού σχεδιασμού σε ένα πρόγραμμα σκόπιμης
ανάπτυξης των ουσιωδών σχέσεων της κομμουνιστικής κοινωνίας7. Αποκαλυπτική της παραπάνω
αδυναμίας του οικονομικού σχεδιασμού στην ΕΣΣΔ είναι η επισήμανση του Μ.Μαξίμοφ
ότι στα επίσημα κομματικά έγγραφα η αυτοματοποίηση της παραγωγής, η δημιουργία
δηλαδή της αντίστοιχης του κομμουνισμού υλικής βάσης, εξεταζόταν ως κάτι
ισοβαρές με τη χημικοποίηση, τον εξηλεκτρισμό ή ακόμη και με τα
εγγειοβελτιωτικά έργα8.
Ας σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι η παραπάνω
αντίληψη περί θεμελιώδους νόμου του σοσιαλισμού ήταν ασύμβατη με τη μαρξική
θεώρηση των ουσιωδών αντιφάσεων της κοινωνίας, της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης
παραγωγικών δυνάμεων –σχέσεων παραγωγής, ως καθοριστικού παράγοντα της
ιστορικής εξέλιξης. Αν αναλογιστούμε τώρα ότι η ανάπτυξη του σοσιαλισμού στην
ΕΣΣΔ, το πέρασμα στο στάδιο της λεγόμενης εντατικής ανάπτυξης, αφορούσε
πρωτίστως την επίλυση - άρση των αντιφάσεων της σοσιαλιστικής - πρώιμης
κομμουνιστικής κοινωνίας τότε με βάση και τις προηγούμενες επισημάνσεις μας
σχετικά με το θεμελιώδη νόμο του σοσιαλισμού γίνεται εμφανέστερη η τεράστια
ανεπάρκεια σοσιαλιστικής στρατηγικής στην πρώην ΕΣΣΔ.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι στην ΕΣΣΔ δεν έγιναν
απόπειρες ανάπτυξης της θεωρίας για τον κομμουνισμό. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο
το ενδιαφέρον για τη διαλεκτική λογική στο Κεφάλαιο
του Κ.Μαρξ που παρατηρείται στη δεκαετία του ’60. Η μελέτη της μεθόδου «ανάβασης απ’ το αφηρημένο στο συγκεκριμένο» στο κορυφαίο αυτό έργο του Κ.Μαρξ αποσκοπούσε, σε
τελευταία ανάλυση, στην επίλυση θεωρητικών προβλημάτων μελέτης των αντιφάσεων
του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Μερικά μάλιστα ερευνητικά εγχειρήματα στην παραπάνω
κατεύθυνση υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχή, άνοιξαν νέους δρόμους θεωρητικής
αναζήτησης και αποτελούν μεγάλη συμβολή των σοβιετικών μαρξιστών στην ανάπτυξη
του μαρξισμού9.
Κανένα όμως επίτευγμα στον τομέα της μαρξιστικής θεωρίας δεν επηρέασε την
επίσημη πολιτική και «στρατηγική».
Το πολιτικό εποικοδόμημα της ΕΣΣΔ (το σύνολο
των πολιτικών και ιδεολογικών θεσμών αυτής της χώρας) είχε απολέσει, αρκετά
χρόνια πριν την κατάρρευση του σοσιαλιστικού καθεστώτος, την ικανότητα
εκπόνησης των στόχων της σοσιαλιστικής πορείας της χώρας. Αυτό σήμαινε μιαν
αντίφαση: η κομματική ηγεσία και συνάμα πολιτική εξουσία, η οποία λόγω της
θέσης της στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας ήταν επιφορτισμένη με την
σκοποθεσία - με την εκπόνηση στρατηγικής της οικοδόμησης του σοσιαλισμού,
αδυνατούσε να αντεπεξέλθει σ’ αυτό το καθήκον.
Η εγγενής του κάθε γραφειοκρατικού μηχανισμού
παραμορφωτική θεώρηση του κόσμου καθώς, επίσης, η εργαλειακή και χειραγωγική,
εν πολλοίς, αντιμετώπιση της επιστημονικής θεωρίας στερούσε και από τη
σοβιετική εξουσία τη δυνατότητα κατάρτισης επιστημονικά τεκμηριωμένης
στρατηγικής. Όπως επισημαίνει ο Λ.Κόφλερ: «Όπου η
θεωρία δεν έχει τη δύναμη να διεισδύει κριτικά στην πραγματική
κατηγορηματικότητα, η οποία γνωρίζει άνοδο στη γραφειοκρατική σκέψη, εκεί η
ενότητα θεωρίας και πράξης καταντά επιφανειακή και θετικιστική συμφωνία μεταξύ
μιας πραγματικότητας, που δεν έχει αναλυθεί κριτικά, αλλά γίνεται “θεωρητικά”
δεκτή με την τέτοια φαινομενική ύπαρξή της και μιας θεωρίας που αντικαθρεφτίζει
άκριτα αυτήν την πραγματικότητα. Στην περίπτωση αυτή ο πρακτικισμός συνίσταται
λιγότερο στο ότι υποτιμά τη σημασία της θεωρίας για την πράξη, όσο στο ότι
πρακτικά η θεωρία δεν έχει καμία σημασία για την πράξη.»10. Αυτή, λοιπόν, η
αδυναμία του πολιτικού εποικοδομήματος το καθιστούσε ολοένα και πιο ευάλωτο
απέναντι στις αντιθέσεις της σοβιετικής κοινωνίας τις οποίες προσπαθούσε να ελέγξει.
Καταφύγαμε
στις παραπάνω επισημάνσεις με στόχο να ερμηνεύσου-με τη στάση και το ρόλο του
σοβιετικού κρατικού μηχανισμού (τμήμα του οποίου αποτελούσε εν πολλοίς και το
ΚΚΣΕ) στην ανατροπή -κατάρρευση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Είναι αρκετά
διαδεδομένη η αντίληψη ότι εμπνευστής και πρωταγωνιστής της αστικής
αντεπανάστασης ήταν η σοβιετική γραφειοκρατία. Ο Κ.Κάππος, για παράδειγμα,
ισχυρίζεται ότι «…τα
ανώτερα κομματικά και κρατικά στελέχη μαζί με τους διευθυντές των επιχειρήσεων,
που αποτελούσαν …τη διευθύνουσα τάξη, ήταν ο φορέας της αντεπανάστασης» και, επίσης, ότι «Τα
στελέχη των κομμουνιστικών κομμάτων των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού είχαν
περάσει σε τάξη συντηρητική - τη διευθύνουσα - και επεδίωκαν η διευθύνουσα τάξη
να πάρει και την κυριότητα των μέσων παραγωγής, που σήμαινε επιστροφή στον
καπιταλισμό»11.
Αναφορικά, λοιπόν, με το ρόλο της σοβιετικής γραφειοκρατίας στην ανατροπή του
σοσιαλιστικού καθεστώτος θα θέλαμε να διατυπώσουμε ορισμένες παρατηρήσεις.
Η γραφειοκρατία, και η σοβιετική εδώ δεν
αποτελεί εξαίρεση, είναι ένα φύσει συντηρητικό κοινωνικό στρώμα το οποίο
λειτουργεί ως φύλακας της ασφάλειας και σταθερότητας του κυρίαρχου καθεστώτος.
Η νοοτροπία στην οποία διαπαιδαγωγείται η γραφειοκρατία, στα πλαίσια των
ιεραρχικών σχέσεων της διοίκησης, είναι αυτή της υπακοής των κατώτερων αξιωματούχων
στους ανώτερους και της προσήλωσης στους κανόνες - νόμους του μηχανισμού εξουσίας
.Μέσω αυτών των κανόνων και των ιεραρχικών σχέσεων διασφαλίζεται η σταθερότητα
του κρατικού εποικοδομήματος. Γι’ αυτό και η γραφειοκρατία είναι συνήθως
απρόθυμη να υποστηρίξει ριζικές αλλαγές του καθεστώτος φοβούμενη πιθανή
εξασθένιση της κρατικής εξουσίας και υπονόμευση της θέσης της.
Αυτό το οποίο συνήθως επιθυμεί η
γραφειοκρατία είναι μικρές, προσεκτικές και ελεγχόμενες μεταρρυθμίσεις που
τροποποιούν σε περιορισμένα πλαίσια την υπάρχουσα κατάσταση. Ως μια τέτοια
περιορισμένη και ελεγχόμενη μεταρρύθμιση είχε δρομολογηθεί αρχικά και η πολιτική
της περεστρόικα. Ο Γ.Κ.Λιγκατσόφ, που κάποτε υπήρξε το δεύτερο στην ιεραρχία, μετά
το Μ.Γκορμπατσόφ, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΣΕ, εκφράζει με χαρακτηριστικό τρόπο αυτή
τη γραφειοκρατική νοοτροπία δηλώνοντας: «Ο πειραματισμός
σε τοπικό επίπεδο, χωρίς βιαστικές, “ριζικές τροποποιήσεις” του όλου οικονομικού
συστήματος, ήταν, κατά τη γνώμη μου, μια σημαντικότατη υπόθεση, η προϋπόθεση των
μελλοντικών επιτυχιών» 12.
Δε θα πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι
η γραφειοκρατία στη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν ενιαία .Στο σοβιετικό
γραφειοκρατικό μηχανισμό υπήρχαν δύο τάσεις: «Η
“συντηρητική”… πλευρά (πρόκειται για τους υπέρμαχους του “απαράτ”, του
αποστεωμένου γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού σταλινικού ή μπρεζνιεφικού τύπου)» και «Η
“ανανεωτική”…, τεχνοκρατική πλευρά του marketing και του management». Η πρώτη τάση πρόβαλλε «ως ιδεολόγημα και άλλοθι ένα δογματικά, γραμμικά
και σχηματικά κατανοημένο αριστερίστικο “μαρξισμό”», ενώ η δεύτερη ανήγαγε «την αγορά σε πανάκεια (βλέποντάς τη φετιχιστικά
και εξωιστορικά) και είναι πρόθυμα “ανοιχτή” σε κάθε “νέο” ιδεολόγημα και
πρότυπο του αναπτυγμένου καπιταλισμού.»13 .
Είναι αναγκαίο εδώ να υπογραμμίσουμε ότι
ένα σημαντικό τμήμα της σοβιετικής γραφειοκρατίας υπεράσπιζε το σοσιαλιστικό
καθεστώς αφού, άλλωστε, στα πλαίσια του εν λόγω καθεστώτος αποκτούσαν νόημα
ύπαρξης οι διοικητικές θέσεις, οι αρμοδιότητες αλλά και τα προνόμια που αυτό το
τμήμα κατείχε. Υπεράσπιζε, όμως, το σοσιαλιστικό καθεστώς όπως αυτό είχε ήδη
διαμορφωθεί στην προηγούμενη περίοδο της σοβιετικής ιστορίας, όπου είχε
σχηματισθεί μια φοβερά συγκεντροποιημένη οικονομία και ένα δύσκαμπτο
-γραφειοκρατικό σύστημα σχεδιοποίησης και διεύθυνσής της. Υπεράσπιζε, λοιπόν,
το σοσιαλιστικό καθεστώς ως κάτι δεδομένο και στατικό, δηλαδή, ως αμετάβλητο.
Αν ανατρέξουμε στα επίσημα κείμενα του
ΚΚΣΕ του χρονικού διαστήματος της περεστρόικα θα βρούμε αρκετές αναφορές στις
δυνάμεις του κρατικού μηχανισμού που αντιστέκονταν, αφενός, στην ανάπτυξη των
εμπορευματικών -χρηματικών σχέσεων και, αφετέρου, στην αλλαγή των μορφών
ιδιοκτησίας. Στην εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΣΕ κατά τη 19η Συνδιάσκεψη
του κόμματος (28 Ιουνίου - 1 Ιουλίου 1988) αναφέρεται ότι «Οι δυσκολίες που εμφανίσθηκαν έχουν δημιουργηθεί,
σε σημαντικό βαθμό, από…την επιδίωξη να διατηρηθούν οι συνήθεις διοικητικές
μέθοδες διεύθυνσης της οικονομίας και από την αντίσταση στο νέο ενός μέρους των
διοικητικών στελεχών…Πολύ συχνά εκ μέρους των υπουργείων και των δημόσιων
υπηρεσιών επιτρέπονται παρεκκλίσεις από το γράμμα και το πνεύμα του νόμου για
τις επιχειρήσεις …Αυτό ακριβώς καταμαρτυρεί η εμπειρία από την κατάρτι-ση των
σχεδίων των επιχειρήσεων για το τρέχον έτος, όταν υπό τη μορφή των κρατικών
παραγγελιών έχει στην πράξη διατηρηθεί το προηγούμενο σύστημα των υποχρεωτικών εντολών
επί του όγκου της παραγωγής. Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αποτέλεσμα της
αυθαιρεσίας των υπουργείων με την απουσία του απαραίτητου ελέγχου ή ακόμη και
με την ανοχή του ΓΚΟΣΠΛΑΝ και των μόνιμων οργάνων του Συμβουλίου Υπουργών της
ΕΣΣΔ»14. Σε άλλο μέρος της ίδιας εισήγησης κατακρίνονται
τα υπουργεία, διότι «…προσπάθησαν
να επιβάλλουν τέτοιους δείκτες που θα επέτρεπαν τη διατήρηση της δυνατότητας να
αναδιανέμουν πόρους, όπως και στο παρελθόν, από τις επιχειρήσεις που
λειτουργούν ικανοποιητικά προς όφελος των ελάχιστα αποδοτικών…»15.
Ενάμισι έτος μετά, στην Ολομέλεια της ΚΕ
του ΚΚΣΕ το Φεβρουάριο του 1990, ο Μ.Γκορμπατσόφ αναφερόμενος στην πορεία της
αγροτικής μεταρρύθμισης επισημαίνει: «Θα
πρέπει στο επίκεντρο να θέσουμε την αναδόμηση των σχέσεων παραγωγής στο χωριό.
Η υπόθεση αυτή προσκρούει στη στάση των στελεχών μας στο κέντρο και στις
περιφέρειες. Δεν πρόκειται πλέον περί ενός οικονομικού αλλά περί ενός πολιτικού
ζητήματος.»16. Στην εισήγηση
της ΚΕ του ΚΚΣΕ στο 28ο Συνέδριο του κόμματος λέγεται μεταξύ άλλων: «Μας είναι σαφής η στάση μέρους των διοικητικών
στελεχών, τα οποία είναι αφοσιωμένα στο παλιό και όχι μόνο δεν μπορούν με
κανένα τρόπο να ενταχθούν στις διαδικασίες της περεστρόικα αλλά πολιτικά και
ψυχολογικά δεν τις αποδέχονται…»17.
Τέλος, στην προγραμματική διακήρυξη που ενέκρινε το 28ο Συνέδριο
επισημαίνεται ότι «Έχει ενεργοποιηθεί
η συντηρητική - δογματική τάση, οι εκπρόσωποι της οποίας αντιλαμβάνονται την
πολιτική της ανανέωσης ως επιβουλή κατά των αρχών του σοσιαλισμού, και
κηρύσσουν την επιστροφή στο παρελθόν. Σ’ αυτούς πρόσκειται, αντικειμενικά,
εκείνο το μέρος του γραφειοκρατικού μηχανισμού που δε δύναται να αναδομηθεί …»18.
Βλέπουμε,
λοιπόν, ότι ως προς τις μεταρρυθμίσεις της περεστρόικα ο διοικητικός μηχανισμός
της ΕΣΣΔ όχι μόνο δεν ήταν ενιαίος αλλά ένα μέρος του μάλιστα αντιμετώπιζε
εχθρικά τις συντελούμενες αλλαγές. Αυτό το γεγονός καταρρίπτει την
απλουστευτική αντίληψη ότι δήθεν η σοβιετική γραφειοκρατία, ως ενιαίο κυρίαρχο
στρώμα, αποφάσισε και πραγματοποίησε την αντεπανάσταση. Η συγκεκριμένη αντίληψη
απορρέει από την εξίσου απλουστευτική άποψη ότι η σοβιετική γραφειοκρατία, το
διευθυντικό, δηλαδή, στρώμα της ΕΣΣΔ, αποτελούσε μιαν άρχουσα τάξη. Οι
εκπρόσωποι της άποψης αυτής σκέπτονται περίπου ως εξής: αφού οι διευθυντές ήταν
η άρχουσα τάξη, τότε θα έπρεπε να είχαν κοινά ταξικά συμφέροντα και ενιαία πολιτική
συμπεριφορά, άρα και η πολιτική της περεστρόικα, που οδήγησε τελικά στην
κατάρρευση - ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος, θα έπρεπε να αποτελεί την
κοινή επιλογή της τάξης αυτής, την έκφραση των συλλογικών της συμφερόντων.
Απέναντι στον εγγενή συντηρητισμό της
γραφειοκρατίας, ο οποίος εκδηλώθηκε και στην περίοδο της περεστρόικα, η συνεπής
σοσιαλιστική στάση δε νομιμοποιούταν να ταυτιστεί με το απλουστευτικό αίτημα
της ριζικής, ολοκληρωτικής, καταστροφής του κρατικού –γραφειοκρατικού
μηχανισμού. Από τη στιγμή που η οικοδόμηση του κομμουνισμού δε γίνεται αυτόματα
αλλά απαιτεί μια μακροχρόνια διαδικασία αλλαγών, η διαφύλαξη των κεκτημένων του
πρώιμου σοσιαλιστικού σταδίου, της τυπικής δηλαδή κοινωνικοποίησης της
παραγωγής η οποία συνδέεται άμεσα με την ύπαρξη ενός κρατικού διαχειριστικού
μηχανισμού, είναι αναγκαία για την επιβίωση του σοσιαλισμού. Η τυπική
κοινωνικοποίηση της παραγωγής, η κοινωνικοποίηση μέσω του σοσιαλιστικού κράτους
αποτελεί, αναπόφευκτα, την αφετηρία και το υπόστρωμα της σταδιακής μετάβασης
στην ουσιαστική κοινωνικοποίηση. Εφόσον, λοιπόν, στη σοβιετική κοινωνία δεν
ήταν εφικτή μια αυτόματη υπέρβαση της τυπικής κοινωνικοποίησης, η διατήρηση
αρκετών πτυχών αυτού του πρώιμου σταδίου του κομμουνισμού, με τον ιδιαίτερο
ρόλο του κράτους στην παραγωγή, κρίνεται αναγκαία για τη διατήρηση του
σοσιαλιστικού καθεστώτος εν γένει. Θα πρέπει συνεπώς να θεωρήσουμε αυτό τον
ιδιαίτερο ρόλο του κράτους ως ένα απαραίτητο, μέχρις ορισμένου σημείου, και αναγκαίο
για το σοσιαλιστικό καθεστώς «κακό».
Παράλληλα, όμως, η κίνηση προς τον
κομμουνισμό απαιτούσε την υπέρβαση του συγκεκριμένου σταδίου ανάπτυξης της
σοβιετικής κοινωνίας .Απαιτούσε σημαντικές σκοποκατευθυνόμενες αλλαγές. Για
τους λόγους, ωστόσο, που αναφέραμε προηγουμένως το τμήμα της γραφειοκρατίας που
υπεράσπιζε το σοσιαλισμό αδυνατούσε να σχεδιάσει και να καθοδηγήσει μια
προοδευτική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ. Συνειδητοποιώντας, ως ένα βαθμό, τα προβλήματα που
αντιμετώπιζε η σοβιετική οικονομία και κοινωνία αναζητούσε απεγνωσμένα λύσεις
σε μικροδιορθώσεις του συστήματος χωρίς όμως να διαθέτει ένα στρατηγικό σχέδιο
οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Έτσι το τμήμα αυτό της γραφειοκρατίας, χωρίς να
έχει συνείδηση του πράγματος, βρέθηκε στην περίοδο της περεστρόικα να
υποστηρίζει θέσεις και πολιτικές που στην πράξη υπονόμευαν το σοσιαλιστικό
καθεστώς. Η αδυναμία της «αριστερής» γραφειοκρατίας να κατανοήσει τις
αντιφάσεις της σοβιετικής κοινωνίας που εκδηλώθηκαν με την περεστρόικα καθώς και
τις αντεπαναστατικές τάσεις που άρχισαν να γίνονται κυρίαρχες φαίνεται ξεκάθαρα
στα λόγια του πιο χαρακτηριστικού ίσως εκπροσώπου της, του Γ.Κ. Λιγκατσόφ, ο
οποίος διερωτάται: «Μα τι
συνέβη τέλος πάντων μ’ εμάς; …Ποιοι και γιατί άλλαξαν το πρωταρχικό πολιτικό
πρόγραμμα της περεστρόικα;» ενώ
παράλληλα διαπιστώνει: «Δυστυχώς,
όμως, είμαι υποχρεωμένος να πω και πάλι ότι συνέβη κάτι το τελείως ανεξήγητο
για μένα που αναποδογύρισε όλο το χάρτη της περεστρόικα .»19 .Όταν δε η αριστερή
φράξια της γραφειοκρατίας αντιλήφθηκε την πραγματική - αντεπαναστατική
κατεύθυνση των εξελίξεων, ήταν πλήρως ανίκανη να αντιδράσει αποτελεσματικά,
παρά την εξουσία που ακόμη διέθετε στα χέρια της, διότι, πρωτίστως, στερούταν
στόχων και το μόνο που μπορούσε να προτείνει ήταν είτε η διατήρηση - συντήρηση
του παρόντος είτε η επιστροφή στο παρελθόν. Η πλειονότητα όμως του λαού
αρνούταν πλέον να αποδεχτεί τέτοιες λύσεις.
Επικεφαλής της περεστρόικα ήταν ένα άλλο
μέρος της γραφειοκρατίας, το οποίο τασσόταν υπέρ της ριζικής αλλαγής του
καθεστώτος. Σαφώς ούτε κι αυτοί κατανοούσαν απόλυτα τι συνέβαινε και που
οδηγούσε η πολιτική τους. Αυτό όμως που τους διέκρινε ήταν η συμπάθεια προς το
δυτικό κόσμο και το αντίστοιχο κοινωνικό σύστημα. Γι’ αυτό, μια από τις
κεντρικές επιδιώξεις των δυνάμεων αυτών ήταν η καλυμμένη από τα ιδεολογήματα περί
οικουμενικών προβλημάτων και «Νέας
Σκέψης» άμβλυνση
των αντιθέσεων μεταξύ ΕΣΣΔ και Δύσης, η μονομερής υποχώρηση της ΕΣΣΔ σε όλα τα
μέτωπα αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, η αποδόμηση του σοσιαλιστικού
στρατοπέδου και η τελική πλήρης υποταγή της ΕΣΣΔ στη παγκόσμια ιμπεριαλιστική
κυριαρχία.
Το
τμήμα εκείνο της γραφειοκρατίας που επεδίωκε την ανατροπή του σοσιαλισμού είχε
με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέσει τις τύχες του με την Δύση και τον
καπιταλισμό .Αρκετοί εξ αυτών των γραφειοκρατών διατηρούσαν στενούς δεσμούς με
δυτικούς πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους αλλά και με την εγχώρια σκιώδη
οικονομία. Γι’ αυτό και δρούσαν περισσότερο αποφασιστικά, επεδίωκαν βαθύτερες
αλλαγές, χωρίς να ενδιαφέρονται πλέον για την τύχη του σοβιετικού πολιτικού
εποικοδομήματος, μέσω του οποίου είχαν οι ίδιοι κάποτε αναδειχθεί.
Μάλιστα, παρατηρείται το ενδιαφέρον
φαινόμενο: αρκετοί γραφειοκράτες - πολέμιοι του σοσιαλισμού στην περίοδο της
περεστρόικα να προέρχονται από οικογένειες με πλούσιες επαναστατικές
παραδόσεις. Οι εγγονοί κατέστρεφαν το καθεστώς για το οποίο αγωνίστηκαν και το
οποίο οικοδόμησαν κάποτε οι παππούδες τους. Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα
αυτών των ανθρώπων, ο Γιεγκόρ Γκαϊντάρ, πρωθυπουργός το 1992 της
αντεπαναστατικής ρωσικής κυβέρνησης, συμβολίζει το βαθύτατο εκφυλισμό της πάλαι
ποτέ ηρωικής και ένδοξης κομματικής ελίτ 20. Το τμήμα λοιπόν της γραφειοκρατίας που
συνειδητά και με αποφασιστικότητα αγωνιζόταν να καταστρέψει το σοβιετικό
πολιτικό εποικοδόμημα συνέδεε το μέλλον του όχι με τη σταδιοδρομία του
γραφειοκράτη αλλά με την προοπτική του ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής σε ένα άλλο
πλέον, καπιταλιστικό, κοινωνικό σύστημα.
Όπως είχε κάποτε προβλέψει
ο Λ.Τρότσκι, στην κρίσιμη στιγμή η γραφειοκρατία βρέθηκε διασπασμένη. Το
αντεπαναστατικό όμως τμήμα της είχε την πρωτοβουλία κινήσεων μέχρι και την
τελική ολοκληρωτική του επικράτηση. Αυτό συνέβη διότι πρώτα και κύρια οι
αντεπαναστατικές δυνάμεις εκφράζανε σημαντικές, αντικειμενικές, κοινωνικές
ανάγκες (ασχέτως, βέβαια, του κατά πόσο ήταν σε θέση να τις ικανοποιήσουν). Μια
από τις σημαντικότερες αφορούσε τη μεταρρύθμιση, τον περιορισμό και κοινωνικό
έλεγχο του τεράστιου γραφειοκρατικού μηχανισμού της ΕΣΣΔ, ο οποίος στεκόταν
εμπόδιο στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο.
Πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι αυτός ο
εξαιρετικά διογκωμένος μηχανισμός εμπόδιζε, συν τοις άλλοις, την ανάπτυξη -
εμβάθυνση της αυθεντικής κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων. Οι άκαμπτες
γραφειοκρατικές δομές οργάνωσης της παραγωγής περιόριζαν σημαντικά την ανάπτυξη
των οικονομικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των διαφόρων παραγωγικών μονάδων. Τα
υπουργεία στην ΕΣΣΔ, επιδιώκοντας το καθένα την οικονομική και πολιτική του
ισχυροποίηση, είχαν διαμορφώσει στα πλαίσια των κλάδων παραγωγής που διεύθυναν
έναν εσωτερικό καταμερισμό εργασίας που τους παρείχε μεγάλη αυτάρκεια και
αυτονομία. Αυτό οδηγούσε στην ύπαρξη πολλών παράλληλων, ομοιογενών παραγωγικών
δραστηριοτήτων, στον κατακερματισμό του παραγωγικού δυναμικού και στη σπατάλη
πόρων. Δημιουργούταν, κατά κάποιο τρόπο, ένα είδος φυσικής οικονομίας στο
εσωτερικό κάθε κλάδου21. Αυτά, λοιπόν, τα γραφειοκρατικά
οργανωτικά-διοικητικά πλαίσια εμπόδιζαν την άμεση αλληλοσύνδεση των παραγωγικών
μονάδων, την ανάπτυξη κοινών - μεικτών παραγωγικών σχημάτων και την πλήρη ένωσή
τους στη βάση των κριτηρίων της οικονομικής σκοπιμότητας και
αποτελεσματικότητας.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρούταν στο επίπεδο
των διακρατικών οικονομικών σχέσεων μεταξύ των χωρών του σοσιαλιστικού
στρατοπέδου. Οι κρατικοί -γραφειοκρατικοί μηχανισμοί οργάνωσης και διοίκησης
της εθνικής οικονομίας προσέδιδαν στο κάθε σοσιαλιστικό κράτος το χαρακτήρα ενός
κλειστού παραγωγικού συστήματος. Έτσι, δεν επέτρεπαν την άμεση παραγωγική
αλληλοσχέση, την παραγωγική συνένωση και ολοκλήρωση του παραγωγικού δυναμικού
των σοσιαλιστικών χωρών. Η οικονομική ολοκλήρωση των χωρών αυτών δεν υπερέβη
σημαντικά το επίπεδο του εξωτερικού εμπορίου - των εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ
αυτόνομων εθνικών οικονομικών συστημάτων. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι στον
κεφαλαιοκρατικό κόσμο, στα πλαίσια κυρίως των πολυεθνικών εταιριών, αναπτύχθηκε
ένας βαθύτερος καταμερισμός εργασίας που συνέδεσε σε μιαν ενιαία παραγωγική
αλυσίδα πληθώρα παραγωγικών μονάδων από διάφορες χώρες του κόσμου και
δημιούργησε έτσι οικονομικούς κολοσσούς με παραγωγικό δυναμικό ισχυρότερο του
αντίστοιχου των σοσιαλιστικών χωρών.
Για την οικονομική, λοιπόν ,και κοινωνική
πρόοδο της ΕΣΣΔ επιβα-λόταν η αποδόμηση - μεταρρύθμιση του γραφειοκρατικού
διοικητικού μηχανισμού, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι ήταν εφικτή η πλήρης
κατάργηση του. Όχι τυχαία, τα πυρά κατά του σοβιετικού κράτους και των θεσμών
του έβρισκαν σταδιακά απήχηση σε μεγάλες μάζες του πληθυσμού . Οι δυνάμεις,
όμως, που υποστήριζαν το σοσιαλισμό, είτε ανήκαν στον κρατικό μηχανισμό και στο
κόμμα είτε σε ανεξάρτητα πολιτικά σχήματα που εμφανίσθηκαν στην πορεία της
περεστρόικα, αδυνατούσαν στην πλειονότητά τους να κατανοήσουν ότι η
αντεπανάσταση, αφενός, στηριζόταν σε ενδογενείς κοινωνικές δυνάμεις και όχι
απλά σε μια ομάδα συνωμοτών ή πρακτόρων του ιμπεριαλισμού, αφετέρου, εξέφραζε
κοινωνικές ανάγκες που δεν ικανοποιούταν στα πλαίσια του προηγούμενου
οικονομικού συστήματος.
Στα αδιέξοδα που αντιμετώπιζε το
σοβιετικό καθεστώς στη δεκαετία του ’80 τη λύση δεν μπορούσε να δώσει πλέον η
γραφειοκρατία από μόνη της, στα πλαίσια των καθιερωμένων γραφειοκρατικών
συμπεριφορών και μεθόδων. Ο γραφειοκρατικός μηχανισμός ήταν ανίκανος από μόνος
του να οδηγήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία σε μια πορεία ανάπτυξης. Ταυτόχρονα,
λόγω της προσαρμογής του σε άλλες κοινωνικές σχέσεις και της εγγενούς
γραφειοκρατικής αδράνειας στις όποιες αλλαγές ήταν ακατάλληλος για την ευρεία
ανάπτυξη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων.
Η λύση μπορούσε να βρεθεί μέσα από
επιλογές - στοχοθεσίες και δραστηριότητες που δεν εγκλωβίζονταν στα
γραφειοκρατικά πλαίσια. Εδώ τα πράγματα ήταν πιο απλά για την αντεπανάσταση,
διότι επεδίωκε την με κάθε μέσο καταστροφή του σοβιετικού εποικοδομήματος και
στη δραστηριότητά της δε δεσμευόταν από την υπακοή σε σοσιαλιστικές
θεσμικότητες και νόμους. Η αντεπαναστατική φράξια της γραφειοκρατίας μπορούσε
με κάθε ευκολία να καταγγέλλει και να υπονομεύει το γραφειοκρατικό και «ολοκληρωτικό»
σοβιετικό καθεστώς .Ήταν μάλιστα πρωτοφανής η συκοφαντική εκστρατεία που
εξαπέλυσε η φράξια αυτή εναντίον του συνόλου των θεσμών του σοβιετικού κράτους
- εναντίον του κόμματος, του στρατού, των αρχών ασφαλείας, των υπουργείων και
των κεντρικών οργάνων διεύθυνσης της οικονομίας. Η εκστρατεία αυτή που γινόταν
μέσα από τα ίδια τα κρατικά και κομματικά μέσα ενημέρωσης, με την ανοχή και
υποστήριξη της ηγεσίας του κόμματος, εκπλήρωσε μια πολύ σημαντική αποστολή: την
ιδεολογική προετοιμασία του λαού για την αποδοχή και την υποστήριξη της
αντεπανάστασης.
Για τους οπαδούς του σοσιαλισμού μέσα κι
έξω από το γραφειοκρατικό μηχανισμό τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα διότι,
αφενός μεν, έπρεπε να υπερασπίζονται το σοβιετικό κράτος και τη σοβιετική
νομιμότητα από τις επιθέσεις των αντιπάλων, αφετέρου δε, χρειαζόταν να
ανταποκριθούν στο καθήκον της σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης του κράτους και της
κοινωνίας. Για ποια όμως μεταρρύθμιση γινόταν λόγος; Επί αυτού του θέματος
υπήρχε τεράστια σύγχυση. Όσο πιο αριστερά στεκόταν μια πολιτική ομάδα τόσο
περισσότερο αναζητούσε τη διέξοδο στο ένδοξο παρελθόν, στην αναβίωση μεθόδων
και θεσμών της λενινιστικής ή σταλινικής εποχής. Αυτοί δε που προσπαθούσαν να
απομακρυνθούν από τον ιδεολογικό δογματισμό και τη «μαρξιστική»
ορθοδοξία κατέληγαν συνήθως σε σοσιαλδημοκρατικές θέσεις και αιτήματα που, παρά
την επιδίωξη του αντιθέτου, λίγο τους διαφοροποιούσαν από την επίσημη ιδεολογία
της περεστρόικα22. Οι
δυνάμεις που υποστήριζαν το σοσιαλισμό στερούταν στρατηγικής και χωρίς
στρατηγική ο σοσιαλισμός δεν είχε μέλλον, ήταν καταδικασμένος σε ήττα.
Επιστρέφοντας και πάλι στη
γραφειοκρατία θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα τμήμα της αντιστάθηκε στην
αστική αντεπανάσταση. Το έπραξε όμως με τους τυπικούς γραφειοκρατικούς τρόπους των
παρασκηνιακών ελιγμών και του μπλοκαρίσματος της εφαρμογής κάποιων
παλινορθωτικών μέτρων. Αυτή η αντίσταση συνεχίσθηκε, εν μέρει, και μετά τη διάλυση
της ΕΣΣΔ μέσα από τα τοπικά σοβιέτ γι’ αυτό και η νέα εξουσία αναγκάσθηκε να καταστρέψει
πλήρως το σοβιετικό σύστημα διακυβέρνησης. Επρόκειτο βέβαια για αντίσταση
οπισθοφυλακής, η οποία δεν είχε καμία ελπίδα να αναστρέψει την κατάσταση.
Ποτέ η αριστερή σοβιετική γραφειοκρατία δεν απείλησε
σημαντικά την αντεπανάσταση παρά το γεγονός ότι μέχρις ενός χρονικού σημείου διέθετε
αρκετές δυνάμεις για να συντρίψει τον αντίπαλο. Μια φορά μόνο επιχείρησε κάτι
τέτοιο και το εγχείρημά της κατέληξε σε φιάσκο, πράγμα που αποδεικνύει πόσο
ανίκανη ήταν να υπερασπίσει αποτελεσματικά το σοβιετικό καθεστώς. Αναφερόμαστε
στο περιβόητο «πραξικόπημα» του Αυγούστου του 1991, που υποτίθεται ότι επιχείρησε να
πραγματοποιήσει η Κρατική Επιτροπή Έκτακτης Κατάστασης. Οι δήθεν
πραξικοπηματίες ήταν ανώτατοι αξιωματούχοι του σοβιετικού κράτους και διέθεταν τεράστια
εξουσία στα χέρια τους. Οι προθέσεις τους ήταν αρκετά συγκεχυμένες. Το
πιθανότερο, ήθελαν να αποτρέψουν τη διάλυση της ΕΣΣΔ και της κεντρικής
σοβιετικής εξουσίας. Ο Α.Λουκιάνοφ, τελευταίος πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιέτ της
ΕΣΣΔ, εγκεκλεισμένος για ένα διάστημα στη φυλακή με την κατηγορία της συνεργασίας
με τους δήθεν πραξικοπηματίες περιγράφει το εγχείρημα των τελευταίων ως
απόπειρα «να σωθεί ο σοσιαλιστικός προσανατολισμός της κοινωνίας,
να προστατευθεί το σύνταγμα της ΕΣΣΔ, να διατηρηθεί η Σοβιετική Ένωση».Ο ίδιος δηλώνει την αφοσίωσή του στο σοσιαλισμό και στο
κομμουνιστικό κόμμα23. Το όλο εγχείρημα όμως της Κρατικής
Επιτροπής Έκτακτης Κατάστασης κόλλησε στο βάλτο της γραφειοκρατικής νομιμότητας,
έμεινε αποξενωμένο από τις λαϊκές μάζες και κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία
παρασύροντας στην καταστροφή το μεγαλύτερο μέρος του σοβιετικού εποικοδομήματος24.
Είναι δύσκολο λοιπόν να ισχυριστούμε ότι η σοβιετική
γραφειοκρατία από μόνη της και ως ενιαίο κοινωνικό στρώμα ανέτρεψε το
σοσιαλιστικό καθεστώς στην ΕΣΣΔ. Πιστεύουμε ότι η γραφειοκρατία από μόνη της
είναι φύσει ανίκανη για ανατροπές προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Το μόνο που
μπορεί να κάνει ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός είναι να διαχειρισθεί μια
κοινωνική πραγματικότητα ως δεδομένη. Τα μέλη της σοβιετικής γραφειοκρατίας διασπάστηκαν
τελικά σε αντίπαλες ομάδες ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες και τάσεις στις
οποίες ήταν προσαρμοσμένα ή προσπαθούσαν να προσαρμοστούν.
Η αντεπανάσταση είχε οπωσδήποτε την υποστήριξη ενός μέρους της γραφειοκρατίας. Οι αντεπαναστατικές όμως τάσεις και δυνάμεις διαμορφώνονταν, πρωτίστως, μέσα στους κόλπους της σοβιετικής κοινωνίας, πήγαζαν από αντικειμενικές κοινωνικές αντιθέσεις. Το αντεπαναστατικό τμήμα της γραφειοκρατίας δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί λόγο να ανατρέψει το σοσιαλισμό χωρίς την υποστήριξη ή έστω την ανοχή σημαντικού μέρους της κοινωνίας. Αν, λοιπόν, μπορούμε να κάνουμε λόγο περί αντεπαναστατικής γραφειοκρατίας θα πρέπει να μιλάμε για το τμήμα της γραφειοκρατίας που ήταν διαβρωμένο από τις αντεπαναστατικές δυνάμεις - πτυχές - τάσεις της σοβιετικής κοινωνικής πραγματικότητας, για το τμήμα εκείνο που αποδεχόταν και υπηρετούσε τις εν λόγω τάσεις.
1. Βαζιούλιν
Β.Α. «Ιστορία και κομμουνιστικό ιδανικό», Διαλεκτική,
τεύχος 2, Μάης- Ιούνης 1990 , σελ.62.
2. Δαφέρμος Μ.,« Σχεδιασμός και αγορά: Εξέλιξη των απόψεων στην ΕΣΣΔ» Διαλεκτική,
τεύχος 4, Νοέμβρης -Δεκέμβρης 1990 , σελ. 57.
3. Ό.π.
4. Στάλιν Ι.Β., Οικονομικά
προβλήματα του σοσιαλισμού , εκδ. Μνήμη, Αθήνα, 1977, σελ 35.
5. КПСС в резолюциях и решениях съездов, конференций и пленумов ЦК,т.7, М., Политиздат ,1971, с.468 (Το ΚΚΣΕ στα
ψηφίσματα και τις αποφάσεις των συνεδρίων, των συνδιασκέψεων και των ολομελειών
της ΚΕ , τ.7, Μόσχα , 1971, σελ.468).
6.Экономическая Энциклопедия. Политическая Экономия, т.3, М., Советская
Энциклопедия, 1979,
с. 192 (Οικονομική Εγκυκλοπαίδεια .Πολιτική
Οικονομία, τ.3, Μόσχα 1979, σελ.192).
7. Υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα ενός σοσιαλιστικού
σχεδιασμού με προγραμ- ματικό χαρακτήρα ο σοβιετικός ακαδημαϊκός Ν.Ν.Μωυσέγιεφ
επισημαίνει ότι «Σύμ- φωνα
με την προγραμματική μέθοδο τα σχέδια διαμορφώνονται όχι με βάση το κεκτημένο
επίπεδο (όπως, δυστυχώς, συμβαίνει συχνά σήμερα) αλλά με βάση το επιδιωκόμενο
τελικό αποτέλεσμα και τις προγραμματικές θέσεις του κόμματος.» Моисеев
Н.Н., Социализм и информатика, М.,Политиздат, 1988,
с.45 (Μωυσέγιεφ
Ν.Ν., Σοσιαλισμός και πληροφορική ,
Μόσχα, 1988 , σελ. 45)
8. Βλ. Максимов М., Как быть ? – История и реальность : уроки теории и практики , М., 1995 , с.238 ( Μαξίμοφ Μ., «Πώς να υπάρξουμε;», στο: Ιστορία και πραγματικότητα: μαθήματα θεωρίας και πρακτικής, Μόσχα, 1995
, σελ. 238 )
9. Ενδεικτικά ανφέρουμε το έργο
του Ε.Β.Ιλιένκοφ Η ανάβαση απ’ το αφηρημένο
στο συγκεκριμένο στο «Κεφάλαιο» του Κ.Μαρξ , και του Β.Α.Βαζιούλιν - το
πλέον σημαντικό έργο στο εν λόγω πεδίο έρευνας - Η λογική του «Κεφαλαίου
» του Κ.Μαρξ. Αξιόλογη ήταν επίσης η
συμβολή των Μ.Μ. Ροζεντάλ ,Λ.Α. Μανκόφσκι., Β.Ν.Τυπούχιν, Ζ. Ορούντζιεφ.
10. Κόφλερ Λ., Σταλινισμός και γραφειοκρατία , εκδ.Μαρξιστική συζήτηση, σελ.76
11. Κάππος Κ.,
Κριτική του σοβιετικού σχηματισμού ,εκδ.Αλφειός
, Αθήνα, 2000, σελ.36, 120
12. Λιγκατσόφ Γ.Κ.,Το αίνιγμα
Γκορμπατσόφ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1994, σελ.541.
13.Βλ.Δαφέρμος
Μ.,Πατέλης Δ., «Περεστρόικα: αντιφάσεις και δυνατότητες», Διαλεκτική,
τεύχος 1, Μάρτης -Απρίλης 1990, σελ.66.
14. Материалы ΧΙΧ Всесоюзной Конференции КПСС, М., Политиздат,1988 с.14 (Ντοκουμέντα
της 19ης Πανενωσιακής Συνδιάσκεψης του ΚΚΣΕ, Μόσχα, 1988, σελ.14
)
15. Ό.π.,σελ.16.
16. Материалы Пленума ЦК КПСС,5-7 февраля 1990 , М., Политиздат, 1990, с.13 (Ντοκουμέντα
της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΣΕ, 5-7 Φεβρουαρίου 1990, Μόσχα 1990, σελ.13.)
17. Материалы XXVIII Съезда КПСС , М., Политиздат,1990, с.7 (Ντοκουμέντα του
28ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, Μόσχα, 1990, σελ.7)
18. Ό.π. ,σελ.79.
19. Λιγκατσόφ
Γ.Κ., ό.π., σελ. 304 , 546
20. Βλ.Καγκαρλίτσκι
Μπόρις, Παλινόρθωση στη Ρωσία , εκδ.
Στάχυ, Αθήνα, 1996, σελ.30-31
21. Την ύπαρξη
αυτού του φαινομένου παραδεχόταν , έμμεσα ,και η ηγεσία του ΚΚΣΕ όταν δια
στόματος Λ.Μπρέζνιεφ δήλωνε: «…Δεν επιδιώκουν όλα τα υπουργεία και οι οργανισμοί την ενεργό
ανάπτυξη της εξειδίκευσης, την αναδιανομή των πόρων προς όφελος των διακλαδικών
παραγωγικών διαδικασιών, τη δημιουργία εξειδικευμένων εργοστασίων …Τέτοιου
είδους τάσεις οδηγούν σε μια σημαντική σπατάλη πόρων …Πολλοί οικονομικοί διοικητές
θέλουν να είναι εξασφαλισμένοι με όλα τα απαραίτητα μέσα από δικές τους πηγές.
Αυτή είναι, δήθεν, η πιο ασφαλής τακτική, μιας και οι “ξένοι” προμηθευτές
μπορεί να φανούν ασυνεπείς … Αυτή η νοοτροπία οφείλεται στο ότι σε πολλούς
τομείς παραβιάζεται συχνά η πειθαρχία ως προς την υλοποίηση των σχεδίων και των
συμφωνιών. Πρέπει, όμως, να καταπολεμήσουμε αυτό το φαινόμενο ενισχύοντας την
πειθαρχία και όχι ενθαρύνοντας την τάση που οδηγεί στη φυσική οικονομία και
στην περιχαράκωση των οργανισμών». Материалы XXV Съезда КПСС, М., Политиздат,1976, с.45-46 ( Ντοκουμέντα
του 25ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, Μόσχα , 1976, σελ. 45-46 ).
22. Βλέπε
σχετικά τις παρατηρήσεις του Β.Α.Βαζιούλιν για τα αριστερά κόμματα της Ρωσίας
στη συνέντευξή του στο περιοδικό Αριστερή
Ανασύνταξη ,τεύχος 4 -5, 1994, σελ.46-49.
23. Βλ.
Лукьянов А. , Переворот
мнимый и
настоящий , М.,
Манускрипт, 1993, с.
9 (Λουκιάνοφ Α. ,Το πλασματικό και το
πραγματικό πραξικόπημα , Μόσχα, 1993, σελ.9)
24. Ο
Β.Α.Κριουτσκόφ, πρώην επικεφαλής της KGB και ένας από τους πρωτεργάτες
του υποτιθέμενου πραξικοπήματος , αναφερόμενος στη στάση του κόμματος στα γεγονότα
του Αυγούστου λέει τα εξής: «Έπρεπε να δράσουν γρήγορα και αποφασιστικά. Οι κομματικές
επιτροπές όμως και οι κομμουνιστές περίμεναν οδηγίες Είχαν συνηθήσει: χωρίς
διαταγή ούτε βήμα.» Гласность (Γκλάσνοστ), 22.04.1993,
σελ.5. Ένα άλλο μέλος της Κρατικής Επιτροπής Έκτατης Κατάστασης, ο Γκ.Γιανάεφ,
μετά την αποτυχία του «πραξικοπήματος» δηλώνει από τη φυλακή: «Αντί να πάμε στο λαό και να του πούμε την αλήθεια για τα
αίτια που οδήγησαν τη χώρα σ’ αυτή την κατάσταση και για το ποιος είναι
υπεύθυνος, εμείς περιοριστήκαμε στη λήψη κάποιων αποφάσεων χωρίς να κάνουμε
τίποτε για την υλοποίησή τους. Ο λαϊκός παράγων δεν είχε αξιοποιηθεί.», Советская Россия (Σοβέτσκαγια Ροσσίγια),
26.11.1992, σελ.3.