Μέρος δεύτερο

Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας και οι αντιφάσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας στην ΕΣΣΔ

 

 

Εργάτης: είναι αδύνατο να ζήσουμε. Δεν υπάρχει δουλειά. Δεν παίρνουμε μισθό. Έκλεισαν τον παιδικό σταθμό. Αν η πεθερά μου δεν έπαιρνε σύνταξη θα είχαμε πεθάνει απ’ την πείνα. Επί σοσιαλισμού τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα.

Διανοούμενος: Μα δεν υπήρξε κανένας σοσιαλισμός.

Εργάτης: Αφού είστε τόσο έξυπνος, τότε φέρτε μου πίσω αυτό που «δεν υπήρξε».

                     Ρώσικο ανέκδοτο της δεκαετίας του ’90.

 

Κεφάλαιο 1

Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στη σοβιετική κοινωνία.

 

 

·     Οι σχέσεις παραγωγής στην ΕΣΣΔ. Η θεμελιώδης αντίφαση του σοσιαλισμού.

 

  Έχοντας ήδη αναφερθεί σε ορισμένες από τις πλέον αντιπροσωπευτικές θεωρίες που προσδίδουν στη γραφειοκρατία ένα καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του σοβιετικού καθεστώτος θα προσπαθήσουμε τώρα να διερευνήσουμε τα αίτια του γραφειοκρατικού φαινομένου εξετάζοντας τις σχέσεις παραγωγής που διαμορφώθηκαν στην ΕΣΣΔ στη συνάφειά τους με τις παραγωγικές δυνάμεις.

  Θεωρούμε μεθοδολογικά ορθό να εξετάσουμε το γραφειοκρατικό φαινόμενο στα πλαίσια της συνάρτησής του με την ουσιώδη και καθοριστική σχέση της κοινωνικής ολότητας: τη διαλεκτική συνάφεια παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής, διότι έτσι θα μπορέσουμε να εντοπίσουμε τα αντικειμενικά και νομοτελειακά αίτια που το γέννησαν και το αναπαρήγαγαν. Επίσης, θα μπορέσουμε, κατ’ αυτό τον τρόπο, να αποφύγουμε την αναγωγή των καταβολών της γραφειοκρατίας, ενός κοινωνικού μορφώματος που ανήκει στο εποικοδόμημα, στις επιδιώξεις, στις ενέργειες και γενικά στην πολιτική δραστηριότητα του ίδιου του εποικοδομήματος. Και δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι είναι η τυπική γραφειοκρατική κοσμοαντίληψη αυτή η οποία θεωρεί το κράτος - το πολιτικό εποικοδόμημα αυθύπαρκτη οντότητα και που ερμηνεύει τα σημαντικότερα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής ως απόρροια των επιλογών και ενεργειών (ορθών ή λανθασμένων) της κρατικής εξουσίας (της κυβέρνησης, του κυβερνώντος κόμματος, των ιδεολογικών μηχανισμών, των αρχών ασφαλείας κλπ). Θεωρούμε, λοιπόν, μεθοδολογικό σφάλμα να αναζητούμε τα αίτια ύπαρξης ενός αποξενωμένου από την κοινωνία μορφώματος, της γραφειοκρατίας, καθώς και αυτού του γεγονότος της αποξένωσής του στις ενέργειες της ίδιας της γραφειοκρατίας, των πολιτικών εκπροσώπων και ηγετών της.

  Αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα των μηχανισμών του εποικοδομήματος, των διοικητικών, ιδεολογικών και κατασταλτικών δομών του κράτους, να παρεμβαίνουν ρυθμιστικά στις κοινωνικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων και των οικονομικών, φρονούμε ότι τα όρια και η δυναμική αυτής της παρέμβασης προκαθορίζονται από ένα φάσμα δυνατοτήτων που διαμορφώνει η οικονομική βάση της κοινωνίας. Πέραν αυτού του φάσματος κάθε εγχείρημα πολιτικής παρέμβασης καθίσταται ουτοπικό. Όσον αφορά το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ, διάφορα πολιτικά γεγονότα καθώς και ενέργειες των ηγετών της χώρας αυτής συνέβαλαν, αναμφίβολα, στην ενίσχυσή του, κάτι στο οποίο δίνουν ιδιαίτερη έμφαση αρκετοί συγγραφείς. Το ζητούμενο όμως είναι να διερευνήσουμε τα αντικειμενικά αίτια του φαινομένου, αυτά που γεννούν και αναπαράγουν τη γραφειοκρατία ανεξαρτήτως της βούλησης, των επιλογών και της δραστηριότητας της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας και που χωρίς την εξάλειψή τους είναι ουτοπική η επιθυμία εξάλειψης της γραφειοκρατίας.

  Περνώντας, τώρα, στην πραγμάτευση των σχέσεων παραγωγής στην ΕΣΣΔ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, όταν εξετάζουμε τις σχέσεις παραγωγής ως διαδικασία, αναφερόμαστε στην κατανομή μεταξύ των παραγωγών και στην ιδιοποίηση από αυτούς των μέσων παραγωγής, της εργασιακής δύναμης και των παραγόμενων προϊόντων. Από τη σκοπιά δε της ολοκλήρωσης αυτής της διαδικασίας, από τη σκοπιά του αποτελέσματος της ιδιοποίησης, οι σχέσεις παραγωγής προβάλλουν ως σχέσεις ιδιοκτησίας .Στα πλαίσια αυτών των σχέσεων καθοριστικός είναι ο ρόλος των σχέσεων ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

  Στη Σοβιετική Ένωση η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στηρίχθηκε στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, υπό την μορφή της συγκέντρωσής τους στα χέρια του σοβιετικού κράτους. Η κοινωνικοποίηση, δηλαδή, πήρε την μορφή της κρατικοποίησης. Έτσι, λοιπόν, το κράτος στην ΕΣΣΔ, ως εκπρόσωπος όλης της κοινωνίας, ανέλαβε εξ ονόματός της να συνενώσει τις παραγωγικές δυνάμεις. Με την κρατικοποίηση όμως των μέσων παραγωγής και την σχεδιοποιημένη ανάπτυξη των τελευταίων το κράτος αγκαλιάζει ολόκληρη την κοινωνία: όλοι οι πολίτες ως εργαζόμενοι γίνονται κρατικοί υπάλληλοι. Υπό αυτή τους την ιδιότητα αποκτούν την ίδια ιδιοκτησιακή σχέση με τα μέσα παραγωγής και το παραγόμενο προϊόν: όλοι λαμβάνουν μισθό ως υπάλληλοι του κράτους (στο βαθμό δηλαδή που εργάζονται στο κράτος και για το κράτος), ενώ τα μέσα παραγωγής (παρηγμένα και μη - όπως η γη) παραμένουν πάντα κοινά - κρατικά. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι σχέσεις παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση παίρνουν τη μορφή σχέσεων μεταξύ τμημάτων και βαθμίδων του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος συνενώνει και διευθύνει όλο το σύστημα της κοινωνικής παραγωγής.

  Οι σχέσεις μεταξύ των παραγωγών, ως οικονομικές σχέσεις, καθίστανται ταυτόχρονα ενδοκρατικές -διοικητικές σχέσεις, σε όλο το φάσμα των διοικητικών δραστηριοτήτων: α) συνεργασία, ενίοτε εν είδει διαπραγμάτευσης, για τον προσδιορισμό των στόχων (ποιοτικών, ποσοτικών) παραγωγής και την κατάρτιση κεντρικού και επιμέρους πλάνων, β) κατάρτιση σχεδίου παραγωγικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των επιχειρήσεων, γ) κατανομή των παραγωγικών δυνάμεων, δ) διεκπεραίωση εντολών-κατευθύνσεων, ε)διοικητικός έλεγχος και μέτρα για την εκπλήρωση των στόχων, στ) καταμερισμός του παραγόμενου προϊόντος.

  Υπό το πρίσμα των παραπάνω ιδιοτήτων του το σοσιαλιστικό κράτος δεν προβάλλει πλέον μόνο ως σχηματισμός του εποικοδομήματος αλλά και ως το υποκείμενο της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και, συνεπώς, ως αναπόσπαστο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι το νέο αυτό ρόλο του κράτους, ο οποίος συνιστά υπέρβαση (διαδικασία υπέρβασης) του κράτους εν γένει, υπογραμμίζει ο ίδιος ο Β.Ι Λένιν, εισάγοντας στο πρόγραμμα του Ρ.Κ.Κ. (μπ.), (σ’ αυτό το οποίο υιοθετήθηκε από το 8ο συνέδριο του κόμματος) την θέση ότι με την κοινωνικοποίηση των απαλλοτριωμένων απ’ τους καπιταλιστές μέσων παραγωγής «η κρατική εξουσία, παύει να είναι παρασιτικός μηχανισμός, που στέκεται πάνω από το προτσές της παραγωγής· η Σοβιετική εξουσία αρχίζει να μετατρέπεται σε οργάνωση που εκπληρώνει άμεσα τις λειτουργίες διεύθυνσης της οικονομίας της χώρας…»1.

  Γιατί όμως είναι το κράτος αυτό που στην πρώιμη κομμουνιστική κοινωνία συγκεντρώνει στα χέρια του τα μέσα παραγωγής και όχι η ίδια η κοινωνία στην αμεσότητά της; Γιατί οι σχέσεις παραγωγής (σχέσεις ιδιοκτησίας) υφίστανται ως ενδοκρατικές σχέσεις, ως σχέσεις κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και όχι ως άμεση σχέση των άμεσων παραγωγών; Τα ερωτήματα αυτά είναι θεμελιώδους σημασίας για την κατανόηση της κοινωνικής φύσης της ΕΣΣΔ. Προτρέχοντας θα απαντούσαμε επιγραμματικά ως εξής: γιατί ακριβώς η κοινωνία παραμένει διηρημένη σε μια πληθώρα άμεσων παραγωγών και, επομένως, η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής έχει, εν πολλοίς όχι όμως απόλυτα, τυπικό, νομικοπολιτικό χαρακτήρα.. Αλλά ας εξετάσουμε διεξοδικότερα αυτή τη διαίρεση επιστρέφοντας και πάλι στον κοινωνικό χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων.

  Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, με την εκμηχάνιση της παραγωγής ο κοινωνικός της χαρακτήρας καθίσταται τεχνική αναγκαιότητα και συνεπώς γίνεται εφικτή η κοινωνικοποίησή της. Μόνο στο συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης των μέσων παραγωγής η κοινωνία αποκτά τη δυνατότητα συλλογικής ιδιοποίησης, χρήσης και διαχείρισης των παραγωγικών δυνάμεων. Όμως η εκμηχανισμένη παραγωγή δεν αποτελεί ακόμη την ώριμη βαθμίδα ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας. Σύμφωνα με την διαπίστωση του σοβιετικού φιλοσόφου Β.Α.Βαζιούλιν «η καθεαυτό εκμηχανισμένη η παραγωγή (σε διάκριση με την αυτοματοποιημένη παραγωγή) δεν αποτελεί ούτε μπορεί ν’ αποτελέσει, στην κλίμακα της ξεχωριστής χώρας και πολύ περισσότερο της ανθρώπινης κοινωνίας συνολικά, μια εσωτερικά ενιαία διαδικασία παραγωγής …Στη βαθμίδα της εκμηχανισμένης παραγωγής ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής έχει ήδη καταστεί τεχνική αναγκαιότητα, αλλά για ξεχωριστές μηχανές ή συγκρότημα μηχανών, οι οποίες δεν είναι συνενωμένες στο επίπεδο χώρας (και πόσο μάλλον της ανθρωπότητας) σ’ ένα ενιαίο σύστημα μηχανών.»2. Η απουσία μιας εσωτερικά-τεχνολογικά ενιαίας διαδικασίας παραγωγής στην κλίμακα χωρών ή και όλης της ανθρωπότητας συνεπάγεται τη διατήρηση στην εκβιομηχανισμένη σοσιαλιστική κοινωνία ξεχωριστών - μεμονωμένων παραγωγικών διαδικασιών, τμημάτων παραγωγής, κλάδων κλπ. Η παραγωγική διαδικασία συντελείται σε άμεσα αυτόνομες και μόνο έμμεσα συνδεδεμένες μονάδες3. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άμεσοι παραγωγοί, ότι δηλαδή είναι προσκολλημένοι σε ξεχωριστά μέσα παραγωγής, ότι η εργασία τους θέτει σε κίνηση ξεχωριστές - άμεσα μη συνδεόμενες μεταξύ τους παραγωγικές δυνάμεις (συγκροτήματα παραγωγικών δυνάμεων) και όχι τα κοινωνικοποιημένα - κρατικοποιημένα μέσα παραγωγής στο σύνολό τους.

  Η άμεση σχέση του ανθρώπου με τα μέσα της εργασίας συνεπάγεται και ένα συγκεκριμένο διαχωρισμό των ανθρώπων σε ξεχωριστά συγκροτήματα «εργαζόμενος - μηχανή». Συνεπώς, η σχέση του ανθρώπου με τα μέσα εργασίας κατά την οποία ο ίδιος αποτελεί έναν άμεσο - φυσικό συντελεστή της παραγωγής οδηγεί στο διαχωρισμό των εργαζομένων μέσα στην εργασιακή τους δραστηριότητα, στην πολυδιάσπαση, δηλαδή, της εργασίας σε ξεχωριστά και, σχετικώς, απομονωμένα μέρη.

  Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι ο κατακερματισμός της παραγωγικής διαδικασίας σε τεχνολογικά αυτόνομα συγκροτήματα παραγωγικών δυνάμεων συνεπάγεται και το γεγονός ότι η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ,ως κρατική ιδιοκτησία, έχει ,όπως προαναφέραμε, εν πολλοίς (όχι όμως απόλυτα), εξωτερικό, τυπικό-νομικό χαρακτήρα, μιας και η κοινωνία δεν ιδιοποιείται - χειρίζεται - διαχειρίζεται τις παραγωγικές δυνάμεις ως ένα ενιαίο σύνολο. Ούτε η ίδια η σοσιαλιστική κοινωνία, αφ’ εαυτής, συγκροτεί ως προς το χειρισμό και την ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής ένα ενιαίο σύνολο, παρά επιτυγχάνει και διασφαλίζει την ενότητά της μέσω του κράτους και της κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Από αυτό τον κατακερματισμό της παραγωγικής διαδικασίας σε τεχνολογικά αυτόνομες παραγωγικές μονάδες απορρέει και η διατήρηση στη σοσιαλιστική κοινωνία (νόμιμα ή παράνομα) των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων. Μάλιστα οι σχέσεις αυτές αναπτύσσονται όχι μόνο μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, ούτε μόνο μεταξύ του κρατικού και του συνεταιριστικού-κολχόζνικου τομέα, αλλά και μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων, πολλές φορές εκτός των πλαισίων του κεντρικού σχεδίου, εν είδει παραοικονομίας.

  Η αναπόφευκτη διατήρηση των εμπορευματικών -χρηματικών σχέσεων στη σοσιαλιστική-πρώιμη κομμουνιστική κοινωνία αποτελεί την άλλη όψη του ανώριμου, τυπικού χαρακτήρα της κοινωνικής - κομμουνιστικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Φρονούμε δε ότι ο βαθμός διατήρησης, νόμιμα ή παράνομα, των εμπορευματικών -χρηματικών σχέσεων στη σοσιαλιστική κοινωνία είναι αντιστρόφως ανάλογος του βαθμού ωρίμανσης της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Η προοπτική ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, στα πλαίσια της ολοκληρωμένης αυτοματοποίησης των παραγωγικών διαδικασιών, καθιστά εφικτή την εξάλειψη των εμπορευματικών -χρηματικών σχέσεων.

  Εδώ θα ήταν σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής στην ΕΣΣΔ δεν είχε απόλυτα τυπικό χαρακτήρα. Διότι επρόκειτο για μια βιομηχανική κοινωνία και συνεπώς οι παραγωγικές δυνάμεις (η εκμηχανισμένη παραγωγή) αποτελούσαν ένα σύνολο τεχνολογικών συναφειών. Ως εκτούτου, για τη λειτουργία τους απαιτούταν ενιαίες κοινωνικές πράξεις - ένα φάσμα παραγωγικών δεσμών και αλληλεπιδράσεων. Η εκμηχανισμένη παραγωγή, λοιπόν, παρείχε τους όρους για μια συγκεκριμένου βαθμού και εύρους συλλογική - κοινωνική ιδιοποίηση και διαχείριση των παραγωγικών δυνάμεων.

  Αυτή η σχέση αντιστοιχίας - αναντιστοιχίας της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής με το επίπεδο ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής αποτελεί μιαν αντίφαση. Πρόκειται για την αντίφαση μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής κοινωνικοποίησης της παραγωγής, η οποία και αποτελεί τη θεμελιώδη αντίφαση της σοσιαλιστικής - πρώιμης κομμουνιστικής κοινωνίας. Κατά μιαν άλλη διατύπωση «…η βασική αντίφαση του σταδίου διαμόρφωσης του κομμουνισμού, η βασική αντίφαση του σοσιαλισμού είναι η αντίφαση μεταξύ της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και της ανωριμότητας (της ανεπαρκούς ωρίμανσης) του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής»4.

  Η εν λόγω αντίφαση δημιουργούσε και τροφοδοτούσε δύο τάσεις στη σοβιετική κοινωνία. Η μία ήταν αυτή της διεύρυνσης της κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και της ενίσχυσης του συγκεντρωτικού τρόπου διαχείρισής τους, μέσω του σχεδιασμού των παραγωγικών στόχων και αλληλεπιδράσεων από ένα κέντρο. Η άλλη τάση ήταν αυτή της ενίσχυσης της αυτονομίας των παραγωγικών μονάδων και της ανάπτυξης των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων μεταξύ τους. Οι υποστηρικτές της πρώτης τάσης έδιδαν έμφαση, υπερβάλλοντας βέβαια σημαντικά, στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής ενώ της δεύτερης στην ανωριμότητα αυτού5.

  Η πρώτη τάση οδηγούσε στην κρατικοποίηση των πάντων, ακόμη και των παραγωγικών δυνάμεων ο κοινωνικός χαρακτήρας των οποίων δεν ακόμη είχε αναπτυχθεί. Το αποτέλεσμα ήταν ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός της παραγωγής και ένας διογκωμένος διοικητικός μηχανισμός που στο πέρασμα του χρόνου δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να σχεδιοποιεί και να διευθύνει τη λειτουργία των συνεχώς αυξανόμενων παραγωγικών δυνάμεων. Η υπερβολική κρατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων στην ΕΣΣΔ σε αναντιστοιχία με το βαθμό ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής καθώς και ο υπέρμετρος συγκεντρωτισμός στη λήψη οικονομικών αποφάσεων και στην κατανομή των πόρων επέτειναν στο έπακρο τα γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά του σοβιετικού κράτους.

  Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι αυτός ο υπέρμετρος συγκε-ντρωτισμός των μέσων παραγωγής και της διαχείρισής τους υπήρξε, εν πολλοίς, απόρροια των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Επρόκειτο για το αποτέλεσμα μιας πολιτικής που αποσκοπούσε στην ταχύτατη εκβιομηχάνιση της χώρας ώστε να ενισχυθεί η αμυντική ικανότητά της αλλά πρωτίστως η υλική βάση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Για μια συγκεκριμένη, λοιπόν, ιστορική περίοδο (μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’40) το διοικητικό - συγκεντρωτικό σύστημα διαχείρισης της σοσιαλιστικής οικονομίας απεδείχθη κατάλληλο για τη μέγιστη δυνατή κινητοποίηση των δυνάμεων της κοινωνίας και την επίτευξη σε σύντομο χρονικό διάστημα σημαντικών οικονομικών και κοινωνικών στόχων. Μέσα σε λίγα χρόνια η Σοβιετική Ένωση είχε διανύσει ένα διάστημα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, το οποίο οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες διήνυσαν σε αρκετές δεκαετίες.

  Η δεύτερη τάση οδηγούσε στην αυτονόμηση των παραγωγικών μονάδων και στην ανάπτυξη των εμπορευματικών χρηματικών σχέσεων. Οι εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις είναι όπως είπαμε αναπόφευκτο στοιχείο των σχέσεων παραγωγής του σοσιαλισμού. Στις περιπτώσεις, μάλιστα, όπου δεν είναι ανεπτυγμένος ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής οι εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην ωρίμανση του κοινωνικού χαρακτήρα τους. Για την προώθηση όμως της οικοδόμησης του σοσιαλισμού οι εν λόγω σχέσεις θα πρέπει να υποτάσσονται στον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και να ακολουθούν φθίνουσα πορεία, στη βάση βέβαια της οικονομικής-τεχνολογικής και όχι της διοικητικής υπέρβασής τους. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή οι εμπορευματικές - χρηματικές σχέσεις γίνονται κυρίαρχες, τότε καταρρέει η σοσιαλιστική οικονομία και ακολουθεί η αστική παλινόρθωση.

 

·     Ο χαρακτήρας της εργασίας στην ΕΣΣΔ. Τα αίτια της γραφειοκρατίας.

 

  Ως άμεσοι παραγωγοί οι εργαζόμενοι της σοσιαλιστικής κοινωνίας χειρίζονται μεμονωμένα μέσα εργασίας, ατομικά εργαλεία, ξεχωριστές μηχανές και ως εκ τούτου αποτελούν άμεσους, φυσικούς, επί μέρους συνδετικούς κρίκους και συντελεστές της παραγωγικής διαδικασίας. Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο εργαζόμενος - άμεσος παραγωγός συμμετέχει στην εργασιακή δραστηριότητα κυρίως ως φυσική δύναμη: με τα μέλη του σώματός του θέτει σε λειτουργία μηχανές και χειροκίνητα εργαλεία, χρησιμεύει ως μέσο μετάδοσης κίνησης και ως φυσικός δεσμός μεταξύ αποσπασμένων παραγωγικών διαδικασιών. Όπως γίνεται κατανοητό ο άμεσος παραγωγός στην μηχανοποιημένη παραγωγική διαδικασία στερείται της δυνατότητας σφαιρικής γνώσης και ελέγχου των παραγωγικών δυνάμεων. Ως άμεσος παραγωγός γνωρίζει μόνο τους κανόνες λειτουργίας ξεχωριστών μηχανών, τους οποίους αποδέχεται (ή υποχρεώνεται να αποδεχτεί) ως κάτι δεδομένο και απαραβίαστο.

  Για την εποπτεία όμως και ακόμη περισσότερο για την διεύθυνση και τον σχεδιασμό ολόκληρων παραγωγικών διαδικασιών, στο επίπεδο τμήματος, εργοστασίου, κλάδου, κοινωνίας, απαιτείται η ικανότητα και η δυνατότητα συλλογής πληροφοριών για τα αντίστοιχα σύνολα των παραγωγικών δυνάμεων και κατανόησης των συναφειών που τις διέπουν. Συνεπώς, απαιτείται η υπέρβαση της αμεσότητας των συντελεστών της παραγωγής και η επιστημονική γνώση των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η εν λόγω γνώση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη σκόπιμη και συστηματική αλλαγή - βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας. Για τους παραπάνω λόγους κρίνεται αναγκαία και αναπόφευκτη η συγκρότηση ενός ξεχωριστού από τους άμεσους παραγωγούς, ιεραρχημένου διευθυντικού συστήματος συλλογής και διαχείρισης πληροφοριών για τις παραγωγικές δυνάμεις με στόχο τη σχεδιοποιημένη λειτουργία αυτών.

  Με βάση τα προλεχθέντα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η μηχα-νοποιημένη σοσιαλιστική παραγωγή δεν επιτρέπει ακόμη την άρση της διάκρισης-αντίθεσης μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής, διοικητικής και εκτελεστικής εργασίας, την άρση του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας εν γένει6. Μάλιστα η οικονομική και τεχνολογική πρόοδος της Σοβιετικής Ένωσης, αφενός, περιόρισε τον υποδουλωτικό καταμερισμό εργασίας, αφετέρου, κατά κάποιο τρόπο τον διεύρυνε. Η εκμηχάνιση της χώρας μείωσε τη χειρωνακτική εργασία και τα χειροκίνητα μέσα παραγωγής, τα οποία χαρακτηρίζουν κατ’ εξοχήν προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, χωρίς όμως να τα εξαλείψει ολοκληρωτικά. Παράλληλα, οδήγησε στην ανάπτυξη αυτοματοποιημένων γραμμών παραγωγής και ηλεκτρονικών συστημάτων διαχείρισης και μετάδοσης πληροφοριών, δηλαδή μέσων παραγωγής που αντιστοιχούν στην ανεπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, ενώ κυρίαρχη παραγωγική βάση παρέμεινε η μηχανοποιημένη παραγωγή.

  Εξαιτίας λοιπόν της διατήρησης του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας η διεύθυνση - σχεδιοποίηση της παραγωγής στη σοβιετική κοινωνία επαφιόταν, κατ’ανάγκη, στο έργο ενός κρατικού διαχειριστικού μηχανισμού, ο οποίος δεν ταυτιζόταν με τους άμεσους παραγωγούς. Εκτός αυτού, οι τελευταίοι, ακριβώς επειδή ήταν άμεσοι παραγωγοί, υλικοί δηλαδή συντελεστές της παραγωγής, αποτελούσαν οι ίδιοι αντικείμενο σχεδιασμού και διεύθυνσης. Με άλλα λόγια, στη σοσιαλιστική κοινωνία που οικοδομήθηκε στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» η σχεδιοποίηση και η κοινωνική διεύθυνση της παραγωγής συνεπαγόταν αναπόφευκτα τον χωρισμό των εργαζομένων σε αυτούς που κατά κύριο λόγο ασχολούνταν με τη διαχείριση των παραγωγικών δυνάμεων και σε αυτούς που, ως άμεση παραγωγική δύναμη, υπέκειντο σε διεύθυνση. Αυτή ακριβώς η σχέση διεύθυνσης ανθρώπου από άνθρωπο συνιστά και την ουσία του φαινομένου της γραφειοκρατίας στο σοσιαλισμό - πρώιμο κομμουνισμό. Όπως επισημαίνουν οι Α.Μπουζγκάλιν και Α.Κολγκάνοφ «ο γραφειοκρατισμός αποτελεί φυσικό φαινόμενο εκεί όπου αντικειμενικά έχει εμφανισθεί η αναγκαιότητα για μια συνειδητή κοινωνική οργάνωση της οικονομικής ζωής και για τη διαχείριση της παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα ενώ η δυνατότητα μιας τέτοιας διαχείρισης δε μπορεί να υλοποιηθεί από του ίδιους τους εργαζόμενους.»7. Το σοσιαλιστικό κράτος, στο βαθμό που παραμένει μηχανισμός διεύθυνσης ανθρώπων και όχι μόνο πραγμάτων - παραγωγικών δυνάμεων, δεν ταυτίζεται με την σοσιαλιστική κοινωνία και αποτελεί γραφειοκρατική εξουσία. Παράλληλα, στο βαθμό που το σοσιαλιστικό κράτος γίνεται μηχανισμός διαχείρισης πραγμάτων, ενισχύεται η τάση εξάλειψής του ως κράτους - εξουσίας.

  υνεχίζοντας την εξέταση των ιδιομορφιών της εργασίας στα πρώτα σοσιαλιστικά καθεστώτα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην εκμηχανισμένη παραγωγή η εργασία των άμεσων παραγωγών έχει κυρίως μηχανικό χαρακτήρα, συνίσταται σε κινήσεις των μυών, δηλαδή σε μηχανικές κινήσεις. Ως μηχανική η εν λόγω εργασία είναι επίσης μονότονη, ομοιόμορφη - τυποποιημένη και συνεπώς ανιαρή8.

  Στην εκμηχανισμνένη παραγωγή ο εργαζόμενος καθίσταται κατ’ ανάγκη υπηρέτης της παραγωγικής αλυσίδας κάτι που δεν του επιτρέπει την ανάληψη πρωτόβουλου και ρυθμιστικού ρόλου στην εργασιακή διαδικασία. Μάλιστα η αυστηρή υπακοή του στους κανόνες και ρυθμούς λειτουργίας των μηχανών είναι απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία όλης της αλυσίδας, μέρος- «εξάρτημα» της οποίας ο ίδιος αποτελεί. Η κατεύθυνση, η ταχύτητα και η ένταση των κινήσεων των μελών - οργάνων του ανθρώπινου σώματος εξαρτώνται από τον τρόπο και το ρυθμό λειτουργίας των μηχανών και όχι από τη βούληση του εργαζόμενου.

  Όπως παρατηρεί ο Κ.Μαρξ «Η δραστηριότητα του εργάτη, περιορι-σμένη σε απλά αφηρημένη δραστηριότητα, καθορίζεται και ρυθμίζεται ολόπλευρα από την κίνηση των μηχανημάτων - όχι το αντίστροφο.»9. Στο Κεφάλαιο ο Κ.Μαρξ επισημαίνει σχετικά με τη μηχανοποιημένη παραγωγή ότι «Στη μανουφακτούρα και στη χειροτεχνία ο εργάτης εξυπηρετείται από το εργαλείο, ενώ στο εργοστάσιο ο εργάτης υπηρετεί τη μηχανή. Εκεί η κίνηση του μέσου εργασίας ξεκινάει απ’ αυτόν, εδώ είναι υποχρεωμένος ν’ ακολουθεί αυτός τις κινήσεις του μέσου εργασίας. Στη μανουφακτούρα οι εργάτες είναι μέλη ενός ζωντανού μηχανισμού. Στο εργοστάσιο υπάρχει ένας νεκρός μηχανισμός ανεξάρτητα από τους εργάτες και οι εργάτες προσαρτούνται σ’ αυτόν σαν ζωντανά εξαρτήματα.»10.

  Σε συνθήκες τεχνολογικής υπαγωγής του εργαζόμενου στη μηχανή και επίσης ομοιόμορφης επαναλαμβανόμενης εργασίας ο τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς του ανθρώπου καθίσταται, ως επί το πλείστον, στερεότυπος. Η αυστηρή δε σύνδεση του εργαζόμενου με συγκεκριμένα εργαλεία παραγωγής περιορίζει σημαντικά την καλλιέργεια των δημιουργικών του ικανοτήτων και γενικά την πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Σε αυτές τις συνθήκες είναι φυσικό η εργασία να μην προσφέρει στον εργαζόμενο σωματική και πνευματική ικανοποίηση και συνεπώς να αποτελεί εξωτερική και όχι εσωτερική ανάγκη γι’ αυτόν. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις (βαριά, ανθυγιεινά επαγγέλματα) η εργασία είναι σε σημαντικό βαθμό επιβλαβής για τον άνθρωπο. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα είδος εργασίας με πολλά αλλοτριωτικά χαρακτηριστικά.

  Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι μπορεί, βέβαια, η διατηρούμενη στη σοσιαλιστική κοινωνία τεχνολογική υπαγωγή του εργαζόμενου στη μηχανοποιημένη παραγωγή, ο τυποποιημένος, ομοιογενής και μονότονος χαρακτήρας της εργασίας του να περιορίζουν σημαντικά τις δυνατότητες δημιουργικής ανάπτυξης του ατόμου καθώς και την ικανότητα να διαδραματίζει ένα πρωτόβουλο, ρυθμιστικό - καθοδηγητικό ρόλο στην παραγωγή και στις κοινωνικές υποθέσεις, εν γένει, αυτό όμως δεν δικαιολογεί τη δαιμονοποίηση της τεχνολογίας και του ρόλου της στις κοινωνικές σχέσεις.

  Αναφερόμαστε εδώ σε ορισμένους στοχαστές οι οποίοι διερευνώντας τις σύγχρονες μορφές αλλοτρίωσης και γραφειοκρατικής χειραγώγησης του ανθρώπου αποδίδουν τα αίτιά τους στη βιομηχανική κοινωνία (χωρίς μάλιστα να βλέπουν κάποια ουσιαστική διαφορά μεταξύ των κεφαλαιοκρατικών χωρών και της ΕΣΣΔ) και στον τεχνολογικό ορθολογισμό. Η κριτική που αυτοί ασκούν στη μηχανοποιημένη παραγωγή αποκαλύπτει, βεβαίως, πολλές αρνητικές συνέπειες του βιομηχανικού υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας καθώς και των γραφειοκρατικών φαινομένων που ο εν λόγω καταμερισμός προκαλεί. Ο Λ.Μάμφορντ, ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους αυτού του κριτικού ρεύματος, υποστηρίζει ότι «…όπως στα εργοστάσιά μας, έτσι και σε ολόκληρη την κοινωνία μας, η αυτόματη μηχανή εμφανίζει την τάση ν’ αντικαθιστά τον άνθρωπο και να παίρνει όλες τις αποφάσεις για λογαριασμό του - ενώ για να δουλεύει πιο ομαλά, αναισθητοποιεί όλα τα μέρη της προσωπικότητάς του, που δεν συμμορφώνονται εύκολα στις μηχανικές της ανάγκες»11. Στα πλαίσια του ίδιου προβληματισμού ο Ζ.Ελλύλ επισημαίνει: «… η δράση της Τεχνικής είναι το αντίθετο της ελευθερίας, μια δράση ντετερμινισμού και αναγκαιότητας …Όσο περισσότερο αυξάνονται στην κοινωνία οι τεχνικές δράσεις, τόσο περισσότερο μειώνεται η ανθρώπινη πρωτοβουλία και αυτονομία.»12.

  Ιδιαίτερα χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Χ.Μαρκούζε: «Η μηχανή είναι η ίδια ένα σύστημα εργαλείων και μηχανικών σχέσεων· επεκτείνει πολύ πέρα απ’ το άτομο την εργασιακή διαδικασία και η αυξανόμενη εξουσία της επιβεβαιώνεται απ’ το γεγονός ότι ο εργαζόμενος έχει σήμερα μια περιορισμένη “επαγγελματική αυτονομία” και ενσωματώνεται κι αυτός στο σύνολο αυτών που θέτουν σε κίνηση και κατευθύνουν το τεχνικό σύνολο.»13 και επίσης ότι «Ο άνθρωπος έχει υποδουλωθεί από τα μέσα εργασίας του μέσα στα πλαίσια ενός αποτελεσματικότατου και “πολλά υποσχόμενου” ορθολογισμού»14 .

  ΄Ενας άλλος στοχαστής, ο Ε.Φρομ, στο έργο του Η επανάσταση της ελπίδας διαπιστώνει ότι «Η μηχανή που κατασκεύασε (ο άνθρωπος-Π.Π.) έγινε τόσο παντοδύναμη, που έφτιαξε δικό της πρόγραμμα, το οποίο καθορίζει σήμερα αυτή τούτη τη σκέψη του ανθρώπου»15. Ο Ε.Φρομ διαβλέπει τον κίνδυνο διαμόρφωσης μιας «ολοκληρωτικά γραφειοκρατικοποιημένης βιομηχανικής κοινωνίας» στην οποία «Ο άνθρωπος σαν γρανάζι στην παραγωγική μηχανή, γίνεται πράγμα και παύει να είναι άνθρωπος»16.

  Ο Μ.Μπούκτσιν, εκκινώντας από αναρχικές απόψεις, υποστηρίζει και αυτός ότι «Η ανάπτυξη της μηχανής τείνει να διαρρήξει την άμεση σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τα μέσα παραγωγής .Αφομοιώνει τον εργάτη σε προγραμματισμένα, προσχεδιασμένα βιομηχανικά καθήκοντα, καθήκοντα πάνω στα οποία δεν ασκεί κανέναν έλεγχο … η τεχνολογία μεταμορφώνεται σε μια δύναμη πάνω απ’ τον άνθρωπο, ενορχηστρώνοντας τη ζωή του σύμφωνα με μια παρτιτούρα επινοημένη από μια βιομηχανική γραφειοκρατία.»17.

  Άποψή μας είναι ότι η τεχνολογία, ως στοιχείο των παραγωγικών δυνάμεων, δεν είναι άσχετη με τα κοινωνικά φαινόμενα ούτε ουδέτερη προς αυτά. Αντιθέτως, στη συνάρτησή τους με τις σχέσεις παραγωγής τα μέσα παραγωγής αποτελούν πτυχή της ουσιώδους συνάφειας της κοινωνίας. Όπως άλλωστε επισημαίνει και ο Κ.Μαρξ «Τα μέσα εργασίας δεν είναι μόνο το βαθμόμετρο της ανάπτυξης της εργατικής δύναμης του ανθρώπου αλλ’ επίσης και ο δείχτης των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις οποίες συντελείται η εργασία.»18.

   Συνεπώς, δεν αρνούμαστε το γεγονός ότι ο χαρακτήρας της τεχνολογίας- των μέσων παραγωγής συμβάλλει στη διαμόρφωση χειραγωγικών, αλλοτριωτικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Στη βάση, μάλιστα, ενός συγκεκριμένου σταδίου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, όταν η ανάπτυξη των χειροκίνητων εργαλείων και του καταμερισμού εργασίας κατέστησε δυνατή τη σταθερή παραγωγή υπερπροϊόντος και την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, εμφανίσθηκε και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Όσον αφορά δε την εκμηχανισμένη παραγωγή, πιστεύουμε ότι αυτή συνδέεται στενά με μια γραφειοκρατική οργάνωση της εργασίας. Η ιστορική όμως εξέλιξη της κοινωνίας, συνάμα και η κοινωνική πρόοδος, αποτέλεσαν πάντα συνέπεια της αλληλεπίδρασης παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής και όχι του μονομερούς ρόλου της μιας εκ των δύο πλευρών.

    Οι κριτικές απόψεις, όμως, που εξετάσαμε προηγουμένως, από τη στιγμή που επικεντρώνονται στις παραγωγικές δυνάμεις παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα τη διαπλοκή αυτών με τις σχέσεις παραγωγής, καταλήγουν σε μιαν ιδιότυπη φετιχοποίηση της τεχνολογίας. Μια τέτοια προσέγγιση δεν επιτρέπει την ανακάλυψη των δυνατοτήτων προοδευτικής-απελευθερωτικής αξιοποίησης των μέσων παραγωγής για την εγκαθίδρυση - ανάπτυξη αλληλέγγυων και όχι ανταγωνιστικών ανθρώπινων σχέσεων. Επίσης, το γεγονός ότι η εκμηχανισμένη παραγωγή είναι σύμφυτη με μια γραφειοκρατική - χειραγωγική, εν πολλοίς, οργάνωση της εργασίας δεν επαρκεί για να ταυτιστούν οι κοινωνικές συνέπειες της εκμηχάνισης στις καπιταλιστικές χώρες με τις αντίστοιχες στην ΕΣΣΔ. Αποτελεί βέβαια ένα ιδιαίτερο θέμα η εξέταση των διαφορών στις συνέπειες αυτές, οι οποίες (διαφορές) απορρέουν από τις διαφορετικές μορφές ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αλλά η πραγμάτευσή του δεν αφορά την παρούσα εργασία.

  Αυτό που έχει σημασία να επισημάνουμε σχετικά με την μηχανοποιημένη παραγωγή είναι πως αποτελεί αναγκαίο στάδιο στην ιστορική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, το οποίο προετοιμάζει και τις τεχνολογικές προϋποθέσεις προοδευτικής υπέρβασής του. Η ομοιογενοποίηση και τυποποίηση των εργασιακών κινήσεων - δραστηριοτήτων του ανθρώπου στη μηχανοποιημένη παραγωγή καθιστά δυνατή την πλήρη αντικατάστασή τους από τις λειτουργίες μηχανών - αυτομάτων. Η υλοποίηση αυτής της δυνατότητας οδηγεί στην πλήρη αυτοματοποίηση της παραγωγής, στην κατάργηση της ζωντανής εργασίας, στη μετατροπή του εργαζόμενου από άμεσο παραγωγό σε ρυθμιστή και διαχειριστή της αυτοματοποιημένης παραγωγής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η εσωτερική λογική της διαδικασίας εκμηχάνισης της εργασίας οδηγεί στην αυτοματοποίησή της και στην απελευθέρωση των ανθρώπων από τον υποδουλωτικό καταμερισμό εργασίας.

  Επομένως, η μόνη χειραφετική εναλλακτική προοπτική απέναντι στην εκμηχανισμένη εργασία και το γραφειοκρατικό χαρακτήρα οργάνωσής της είναι η ολοκλήρωση της εκμηχάνισης στα πλαίσια της καθολικής αυτοματοποίησης της παραγωγής. Αντιθέτως, η αναζήτηση εναλλακτικής λύσης σε μια προβιομηχανική πραγματικότητα αντιστρατεύεται την κοινωνική χειραφέτηση μιας και συνεπάγεται την επιστροφή σε μικρής κλίμακας παραγωγικές δραστηριότητες, στηριζόμενες σε χειροκίνητα εργαλεία, στη χειροναξία εν γένει, και συνδεόμενες με αντίστοιχες μικρού μεγέθους κοινοτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την επιστροφή στον προκαπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, τη διαιώνιση του κατακερματισμού της εργασίας σε επί μέρους – απομονωμένες –αποξενωμένες παραγωγικές δραστηριότητες, τη διαιώνιση της υποταγής του ανθρώπου στη φύση και στους φυσικούς – μη κοινωνικούς όρους εργασίας (η χειρωναξία συνιστά εργασία η οποία εξαρτάται κυρίως από δραστηριότητα του ανθρώπινου σώματος ως συνόλου μυών), τη διαιώνιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα (χειροκίνητα) μέσα παραγωγής.

  Ο τρόπος και ο βαθμός αξιοποίησης - πραγμάτωσης των χειραφετικών δυνατοτήτων που παρέχει η μηχανοποίηση της παραγωγής είναι πρωτίστως θέμα κυρίαρχων κοινωνικών, ιδιοκτησιακών σχέσεων. Όπως, όμως, απεδείχθη στην ιστορία των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων, ο παραπάνω στόχος είναι ιδιαίτερα σύνθετος, η υλοποίησή του απαιτεί μια μεγάλη χρονική περίοδο τεχνικών, οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών. Για τους λόγους αυτούς στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι εργαζόμενοι παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό υποταγμένοι στους τεχνολογικούς κανόνες της εκμηχανισμένης παραγωγής με όλες τις δυσάρεστες συνέπειες αυτού του γεγονότος στη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας.

  Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, λοιπόν, η εργασία, στο βαθμό που παραμένει για τον άνθρωπο εξωτερική ανάγκη, λειτουργεί κυρίως ως μέσο για την ικανοποίηση ατομικών, βιοτικών αναγκών. Κίνητρο για μια τέτοια εργασία αποτελεί, ως επί το πλείστον, ο μισθός και γενικά οι υλικές απολαβές που παίρνει ως αντάλλαγμα ο εργαζόμενος. Εφόσον όμως η εργασία αποτελεί εξωτερική ανάγκη και υποτάσσεται σε καταναλωτικούς σκοπούς η επιδίωξη αποφυγής της εργασίας και παρασιτικής διαβίωσης παραμένει μια ισχυρή τάση: από τη στιγμή που ο εργαζόμενος συμμετέχει στη διανομή του κοινωνικού προϊόντος ανταλλάσσοντας την εργασία του με το μισθό είναι φυσικό να προσπαθήσει αφενός μεν να αποκτήσει όσο μπορεί περισσότερα από την κοινωνία αφετέρου δε να προσφέρει όσο γίνεται λιγότερη εργασία.

    Ας σημειώσουμε ότι εδώ εξετάζουμε τις παρασιτικές διαθέσεις των εργαζομένων ως φαινόμενο που πηγάζει από το χαρακτήρα της εργασίας και των μέσων παραγωγής, χωρίς να αναφερόμαστε στην δυνατότητα ελέγχου ή αλλαγής αυτών των διαθέσεων στα πλαίσια των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ως υποκείμενο των σχέσεων αυτών ο εργαζόμενος μπορεί να συνειδητοποιήσει την κοινωνική σημασία της εργασίας του και να την εκτελέσει ως καθήκον, έστω κι αν αυτή είναι σκληρή και ανιαρή. Ωστόσο, εφόσον η εργασία δεν έχει καταστεί ακόμη δημιουργική δραστηριότητα και εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου πιστεύουμε ότι θα διατηρούνται αναπόφευκτα και σε σημαντικό βαθμό οι καταναλωτικές – ιδιοτελείς διαθέσεις των εργαζομένων.

  Όταν, λοιπόν, η εργασία αποτελεί για τον άνθρωπο εξωτερική ανάγκη - μιαν άχαρη και κοπιαστική δραστηριότητα, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η επιθυμία να φορτώσει κάποιος στους συνανθρώπους του αυτό το άχθος, ώστε ο ίδιος να απολαμβάνει τους καρπούς ξένης εργασίας. Πρόκειται, δηλαδή, για μια παρασιτική τάση, η οποία αναπόφευκτα διατηρείται στους κόλπους των εργαζομένων κατά το πρώιμο στάδιο της κομμουνιστικής κοινωνίας. Η τάση αυτή έχει αναμφισβήτητα αντισοσιαλιστικό χαρακτήρα και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να οδηγήσει σε αντεπαναστατική συμπεριφορά.

  Σ’ αυτές τις συνθήκες η σοσιαλιστική εξουσία, προκειμένου να διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή και την υλοποίηση των στόχων του οικονομικού σχεδιασμού, είναι υποχρεωμένη να ελέγχει και να καταπολεμά αυτή την τάση, χρησιμοποιώντας ιδεολογικά -παιδαγωγικά αλλά ενίοτε και πειθαρχικά - κατασταλτικά μέτρα. Φρονούμε, δηλαδή, ότι ο κατασταλτικός ρόλος του εργατικού κράτους (αναφερόμαστε στα πρώιμα εργατικά, σοσιαλιστικά κράτη του αιώνα μας) δεν περιορίζεται μόνο στην αντιμετώπιση των εσωτερικών και εξωτερικών ταξικών αντιπάλων -αντεπαναστατικών δυνάμεων, όπως υποστηρίζεται συνήθως, αλλά εν μέρει επεκτείνεται και στην αντιμετώπιση ιδιοτελών συμφερόντων και επιδιώξεων που προέρχονται από τους ίδιους τους εργαζόμενους19. Αυτό βέβαια οδηγεί στην περαιτέρω αποξένωση του εργα-τικού κράτους από τους εργαζόμενους και στην αναπόφευκτη γραφειοκρατικοποίησή του. Όσο περισσότερο η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής σε μια σοσιαλιστική κοινωνία περιορίζεται στον κατασταλτικό ρόλο του κράτους, συνδέεται δηλαδή με την ικανότητα του κρατικού μηχανισμού να συγκρατεί τα ιδιοτελή συμφέροντα και επιδιώξεις που ενυπάρχουν σε πλατιές λαϊκές μάζες, όσο μεγαλύτερη είναι η ένταση και η διάρκεια αυτού του κατασταλτικού ρόλου, τόσο μεγαλύτερη είναι η αποξένωση του σοσιαλιστικού κράτους από την κοινωνία - από τις κοινωνικές ανάγκες και το λαϊκό έλεγχο, τόσο πιο ισχυρή είναι η γραφειοκρατικοποίηση του κράτους αυτού.

  Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, παρεκβατικά, το γεγονός πως ορισμένοι συγγραφείς, εκ των ασκούντων κριτική στη σοβιετική γραφειοκρατία, αναφέρονται με ιδιαίτερη έμφαση στο, εν πολλοίς, αυταρχικό εργασιακό καθεστώς που επεβλήθη στους σοβιετικούς εργαζόμενους κυρίως κατά την περίοδο εκβιομηχάνισης της ΕΣΣΔ: εισαγωγή βιβλιαρίων εργασίας και διαβατηρίων εσωτερικού, περιορισμός έως και απαγόρευση του δικαιώματος στη μετακίνηση και αλλαγή εργασίας, αυστηρές κυρώσεις έως και φυλάκιση ή ακόμη και εκτόπιση για περιπτώσεις τεμπελιάς, αδικαιολόγητης απουσίας από την εργασία, κλοπής ή φθοράς της κρατικής περιουσίας κλπ.20. Η σύγκριση μάλιστα του «αντεργατικού» αυτού καθεστώτος με το αντίστοιχο «φιλεργατικό» των πρώτων ετών της σοβιετικής εξουσίας οδηγεί στο συμπέρασμα περί του αντεπαναστατικού ρόλου της σταλινικής γραφειοκρατίας στην ιστορία της ΕΣΣΔ.

  Φρονούμε ότι η προσέγγιση αυτή είναι απλουστευτική και, εν πάση περιπτώσει, παραβλέπει μια σειρά αιτίων, συμπεριλαμβανομένων και των προαναφερθέντων, τα οποία υπαγορεύουν στο σοσιαλιστικό κράτος μέτρα και πολιτική πειθαναγκασμού όχι μόνο έναντι του ταξικού εχθρού αλλά, ενίοτε, και έναντι των ίδιων των εργαζομένων. Επίσης, η συγκεκριμένη προσέγγιση αγνοεί μια πολύ σημαντική πτυχή της διαδικασίας εκβιομηχάνισης της ΕΣΣΔ: η διαδικασία αυτή αποσκοπούσε σε ένα αναγκαίο για την επιβίωση και ανάπτυξη του σοσιαλιστικού καθεστώτος ταχύ μετασχηματισμό των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, δηλαδή, των μέσων παραγωγής αλλά και των ίδιων των ανθρώπων ως εργαζομένων. Αυτό σε μια αγροτική χώρα, όπως ήταν τότε η ΕΣΣΔ, σήμαινε τη συσσώρευση πόρων για την εκβιομηχάνιση κυρίως από την πλειοψηφική μάζα των αγροτών και σε βάρος της, καθώς και τη μετατροπή ενός μεγάλου αριθμού αγροτών σε βιομηχανικούς εργάτες21.

  Οι τεράστιες δυσκολίες του εγχειρήματος αυτού, ιδιαίτερα όσον αφορά το μετασχηματισμό του ενός τύπου εργαζόμενου στον άλλο, γίνονται κατανοητές αν λάβουμε υπ’ όψιν τις ιδιαιτερότητες που διέκριναν την αγροτική εργασία και τις ιδιομορφίες που χαρακτήριζαν τον αγρότη ως εργαζόμενο. Κυρίαρχη μορφή εργασίας στην αγροτική οικονομία ήταν η χειρωνακτική. Οι αγροτικές μηχανές ήταν λίγες και συγκεντρωμένες στα χέρια των πλουσιοχωρικών -κουλάκων. Ο τρόπος χρησιμοποίησης των χειροκίνητων μέσων εργασίας, ο ρυθμός, η ένταση, η διάρκεια της τελευταίας εξαρτώταν σε μεγάλο βαθμό από την υποκειμενικότητα του αγρότη, από τις διαθέσεις, τις ιδιοτροπίες και γενικά την αυθαίρετη βούλησή του. Ο όποιος καταμερισμός εργασίας υπήρχε στερούταν τεχνικής αναγκαιότητας. Ήταν απότοκος κυρίως ατομικών ικανοτήτων –δεξιοτήτων και υποκειμενικών διευθετήσεων. Η ιδιωτική δε γαιοκτησία και η αυτόνομη εργασιακή δραστηριότητα διαμόρφωναν κατά κανόνα ένα φίλαυτο τύπο ανθρώπου.

  Κατά την εκβιομηχάνιση, λοιπόν, της ΕΣΣΔ ένα μεγάλο ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού και σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, επρόκειτο να μετατραπεί σε βιομηχανικούς εργάτες22. Στα πλαίσια αυτής της προοπτικής οι πρώην αγρότες έπρεπε να εκπαιδευτούν ή, αν αυτό δεν επαρκούσε, να εξαναγκαστούν να τηρούν με αυστηρότητα τους αντικειμενικούς κανόνες λειτουργίας κάθε μηχανής και όλης της γραμμής παραγωγής, να πειθαρχούν στις απαιτήσεις ενός ενιαίου σχεδίου, πλαισίου και ρυθμού εργασίας, να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον συνεργατικό χαρακτήρα της μηχανοποιημένης παραγωγής, όπως είναι η ευθύνη για την ασφάλεια των συναδέλφων, η υπευθυνότητα στην εκτέλεση εντολών κλπ. Με δεδομένες, λοιπόν, τις εργασιακές συνήθειες του αγροτικού πληθυσμού, τις εργασιακές απαιτήσεις της μηχανοποιημένης παραγωγής καθώς και τις δύσκολες εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες των χρόνων της εκβιομηχάνισης (σκληρή-εντατική εργασία, χαμηλοί μισθοί, άσχημες συνθήκες διαβίωσης) ένα αυστηρό εργασιακό καθεστώς (παράλληλα με τη συναίνεση, τον ενθουσιασμό και τη συμμετοχή των μαζών) ήταν απαραίτητο προκειμένου να καταβληθούν οι τεράστιες προσπάθειες που απαιτούσε ο εν λόγω μετασχηματισμός των παραγωγικών δυνάμεων της ΕΣΣΔ.

  Ο πρώτος, άλλωστε, που εισηγήθηκε ένα τέτοιο καθεστώς το 1920 ήταν ο μετέπειτα κατήγορος της σοβιετικής γραφειοκρατίας Λ.Τρότσκι. Σύμφωνα με τις θέσεις που ανέπτυξε τότε ο ίδιος, κατά την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας «Το στοιχείο του κρατικού καταναγκασμού, της επιβολής, όχι μονάχα δεν εγκαταλείπει την ιστορική σκηνή, αλλά αντίθετα, θα παίζει ακόμα, για μια αρκετά παρατεταμένη περίοδο έναν εξαιρετικά μεγάλο ρόλο»23. Ενδεικτική είναι, επίσης, η άποψη του Λ.Τρότσκι ότι «Στην εκτέλεση των οικονομικών καθηκόντων η καταπίεση είναι ένα αναγκαίο όπλο της σοσιαλιστικής διχτατορίας»24. Στο πνεύμα αυτών των ισχυρισμών ο Λ.Τρότσκι εισηγούταν την «υποχρέωση και στρατιωτικοποίηση της εργασίας», τη χρήση καταναγκαστικών μεθόδων για την μετάβαση στη σοσιαλιστική οικονομία. Τότε μάλιστα αιτιολογούσε την περιβόητη θέση του για τα συνδικάτα, ότι αυτά δηλαδή ήταν αναγκαία «όχι για να παλέψουν για καλύτερες συνθήκες εργασίας» αλλά «για να εντάξουν αυταρχικά τους εργάτες σε πλήρη συμφωνία με την εξουσία, μέσα στα πλαίσια του ενιαίου οικονομικού σχεδίου»25, με τον ισχυρισμό ότι «Ο εργάτης δεν διαπραγματεύεται με το σοβιετικό κράτος. Είναι υποταγμένος στο κράτος, υποτάσσεται σε αυτό από κάθε άποψη, γιατί είναι το κράτος του»26 .

  Η διαφορά των παραπάνω θέσεων - προτάσεων του Λ.Τρότσκι, για την υλοποίηση των οποίων θα απαιτούταν ένας τεράστιος γραφειοκρατικός μηχανισμός, από τη μετέπειτα αντιγραφειοκρατική δραστηριότητα του ίδιου είναι εκπληκτική. Το θεωρητικό τους υπόβαθρο είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό, μιας και έγκειται στην άποψη του Λ.Τρότσκι περί έμφυτης οκνηρίας του ανθρώπου, εξαιτίας της οποίας ο τελευταίος προσπαθεί να εξοικονομεί δυνάμεις και γι’ αυτό αναπτύσσει την τεχνική, επιτυγχάνοντας έτσι την πρόοδο του πολιτισμού 27 .

  Εδώ βέβαια δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με την παραπάνω άποψη. Αρκεί να επισημάνουμε την βαθύτατη αντίθεσή της προς τη μαρξική αντίληψη περί ανθρώπινης φύσεως, εργασίας και κινητήριων δυνάμεων της ιστορικής προόδου (βλ.τη μαρξική θεωρία της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης παραγωγικών δυνάμεων -σχέσεων παραγωγής). Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο στις θέσεις του Λ.Τρότσκι είναι το γεγονός πως ο ίδιος είχε προβλέψει την αναγκαιότητα λήψης καταναγκαστικών μέτρων, προκειμένου να συμμετάσχουν οι εργαζόμενοι στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής οικονομίας. Χωρίς να υιοθετούμε τις επιπόλαιες γενικεύσεις του Λ.Τρότσκι περί ανθρώπινης φύσεως, μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια σημαντική νηφαλιότητα στους συλλογισμούς του αναφορικά με το αναπόφευκτο πειθαναγκαστικής πολιτικής του εργατικού κράτους για να προστατευθεί η σοσιαλιστική οικονομία από παρασιτικές διαθέσεις των εργαζομένων, για να πειθαρχήσουν οι τελευταίοι στις επιταγές της παραγωγής και του σοσιαλιστικού οικονομικού σχεδιασμού.

  Άλλωστε, και ο ίδιος ο Β.Ι. Λένιν αναγνώριζε, ως ένα βαθμό, την αναγκαιότητα πειθαναγκαστικής πολιτικής για την οικοδόμηση του σο-σιαλισμού .Στην εργασία του Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας ο Β.Ι Λένιν δήλωνε ότι «…θα ήταν η μεγαλύτερη ανοησία και ο πιο παράλογος ουτοπισμός να νομίζουμε ότι χωρίς εξαναγκασμό και χωρίς δικτατορία μπορεί να περάσουμε από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό»28. Σε άλλο σημείο της ίδιας εργασίας αναφέρει ότι «…κάθε μεγάλη εκμηχανισμένη βιομηχανία -δηλαδή ακριβώς η υλική, η παραγωγική πηγή και το βάθρο του σοσιαλισμού - απαιτεί απόλυτη και αυστηρότατη ενότητα θέλησης που να κατευθύνει την κοινή εργασία εκατοντάδων, χιλιάδων και δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων.…είναι απόλυτα απαραίτητη η αναντίρρητη υποταγή σε μια ενιαία θέληση για να πετύχουν τα προτσές της εργασίας που είναι οργανωμένη σύμφωνα με τον τύπο της μεγάλης εκμηχανισμένης βιομηχανίας …η επανάσταση …ακριβώς προς το συμφέρον του σοσιαλισμού, απαιτεί αναντίρρητη υποταγή των μαζών στην ενιαία θέληση των καθοδηγητών του προτσές της εργασίας.»29.

  Ας σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι οι παραπάνω απόψεις του Β.Ι.Λένιν απηχούν ιδέες που είχε εκφράσει πρωτύτερα ο Φ.Ένγκελς στο δοκίμιό του Περί εξουσίας. Ασκώντας κριτική στους σοσιαλιστές που υποστήριζαν την άμεση κατάργηση κάθε εξουσίας μετά τη νίκη της επανάστασης και αναφερόμενος στην αυστηρή παραγωγική δομή και οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας ο Φ.Ένγκελς είχε υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, ότι «Η αυτόματη μηχανή του μεγάλου εργοστασίου αποδεικνύεται πολύ περισσότερο δεσποτική, απ’ ότι υπήρξαν κάποτε οι μικροί καπιταλιστές …» και ότι «Το να επιθυμεί κάποιος την κατά-στροφή της εξουσίας στη μεγάλη βιομηχανία σημαίνει να επιθυμεί την καταστροφή της ίδιας της βιομηχανίας – την καταστροφή της ατμοκίνητης κλωστικής μηχανής για να επιστρέψουμε στη ρόκα.»30.

  Όπως, λοιπόν, αναφέραμε προηγουμένως μια από τις βασικές αποστολές της σοσιαλιστικής εξουσίας, στις ιστορικές συνθήκες οικοδόμησης του σοβιετικού καθεστώτος, είναι (ήταν) η διασφάλιση της ενότητας των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες είναι κατανεμημένες σε άμεσα αυτόνομες και μόνο έμμεσα συνδεδεμένες μονάδες παραγωγής. Ο τεχνικός κατακερματισμός των παραγωγικών δυνάμεων σε συνδυασμό με τις παρασιτικές διαθέσεις που πολλές φορές γεννά ο ίδιος ο χαρακτήρας της εργασίας συνιστούν (συνιστούσαν) απειλή για τη σοσιαλιστική ιδιοκτησία και κοινωνία. Στη βάση των αυτόνομων κρατικών επιχειρήσεων αναπτύσσονται διάφορες μορφές εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων, καλλιεργούνται διαθέσεις συλλογικού εγωισμού, παρατηρούνται ενίοτε φαινόμενα ομαδικής κατάχρησης της σοσιαλιστικής περιουσίας και παράνομης, εκτός του επίσημου σχεδίου, παραγωγικής δραστηριότητας (παραοικονομία). Αυτά τα φαινόμενα συνοδεύονται από την αυθόρμητη ιδιοτέλεια σημαντικού μέρους των εργαζομένων, οι οποίοι εργάζονται μόνο για τον μισθό, δηλαδή, μόνο για την ικανοποίηση ιδίων αναγκών και οι οποίοι, συνεπώς, προσπαθούν να εργάζονται όσο γίνεται λιγότερο, λαμβάνοντας (νόμιμα ή παράνομα) όσο γίνεται περισσότερα.

  Με άλλα λόγια στην σοσιαλιστική κοινωνία, όπως τη γνωρίσαμε στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι ατομικές και ομαδικές επιδιώξεις δε συμπίπτουν πάντα με αυτές του κοινωνικού συνόλου·διατηρείται η διάκριση ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, χωρίς βέβαια αυτή να έχει το χαρακτήρα της ταξικής σύγκρουσης. Έτσι, λοιπόν, η σοσιαλιστική κρατική εξουσία των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν γραφειοκρατική (αποξενωμένη σε σημαντικό βαθμό από την κοινωνία) από τη στιγμή που διαχειριζόταν δημόσιες - κοινές υποθέσεις και συμφέροντα ως διαφορετικά από τα ατομικά - επί μέρους συμφέροντα και, κατά κανόνα, αντίθετα σε αυτά. Άλλωστε, σύμφωνα με τις επισημάνσεις του Κ.Μαρξ, στη διάκριση - αντίθεση μεταξύ ατομικού και δημόσιου συμφέροντος έγκειται η αιτία ύπαρξης της γραφειοκρατίας εν γένει. Όπως αναφέρει ο θεωρητικός του προλεταριάτου «Ο Χέγκελ ξεκινά από το διαχωρισμό του “Κράτους”, της κοινωνίας - των - ιδιωτών, των “επί μέρους συμφερόντων” και του “καθολικού καθ’ εαυτό και δι’ εαυτό”, και είναι αλήθεια ότι η γραφειοκρατία στηρίζεται στο διαχωρισμό αυτό.»31. Και ακόμη: «Κατάργηση της γραφειοκρατίας σημαίνει ότι το καθολικό συμφέρον θα γίνει πραγματικό επί μέρους συμφέρον …Αυτό με τη σειρά του δεν είναι δυνατό παρά μόνο αν το επί μέρους συμφέρον γίνει πραγματικά το καθολικό συμφέρον.»32.

    Η ύπαρξη της γραφειοκρατίας στο σοσιαλισμό προϋποθέτει, συνεπώς, τη διάσταση μεταξύ του δημόσιου και του ατομικού ή, με άλλα λόγια, τη διατήρηση της κοινωνικής αποξένωσης και ιδιοτέλειας, σε ένα πλαίσιο όμως καθολικών εξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων, οι οποίες συνιστούν τη βάση των κοινών -δημόσιων υποθέσεων και συμφερόντων της κοινωνίας. Η γραφειοκρατική εξουσία αναπτύσσει διοικητικές και, ενίοτε, κατασταλτικές δραστηριότητες με στόχο την υποταγή του συνόλου των μελών της κοινωνίας στα κυρίαρχα κοινωνικά συμφέροντα - στις κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας. Διοικώντας τα μέλη της κοινωνίας η γραφειοκρατία προασπίζεται την κοινωνική συνοχή και ειρήνη, στα πλαίσια πάντα της ικανότητάς της να υποτάσσει στη σοσιαλιστική νομιμότητα τις φυγόκεντρες δυνάμεις.

 

·     Η διττή φύση του σοσιαλιστικού κράτους. Γραφειοκρατία και αντεπανάσταση.

      Ο αναπόφευκτα γραφειοκρατικός χαρακτήρας του διοικητικού μηχανισμού των πρώτων σοσιαλιστικών χωρών προσδίδει σ’ αυτόν (στο μηχανισμό) μια διττή - αντιφατική φύση. Από τη μια πλευρά ο μηχανισμός αυτός, ως αναγκαίος για την ενοποίηση και τη σχεδιοποιημένη κοινωνική διεύθυνση της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένης και της διεύθυνσης των άμεσων παραγωγών), υπηρετεί την οικοδόμηση του κομμουνισμού, αποτελεί απαραίτητο όρο αυτής της διαδικασίας. Ας σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι για τον παραπάνω λόγο δεν μπορούμε να θεωρήσουμε απόλυτα παρασιτικό τον εν λόγω μηχανισμό, παρά τα παρασιτικά φαινόμενα, που όπως θα δούμε παρακάτω εκκολάπτονται σ’ αυτόν. Χωρίς την κρατική και συνεπώς γραφειοκρατική κοινωνικοποίηση και διεύθυνση της παραγωγής δεν μπορεί (κάτω από τις υλικές προϋποθέσεις που αναφέραμε πρωτύτερα) να υπάρξει σοσιαλιστική οικονομία και κοινωνία.

      Επίσης, η συνένωση κράτους και παραγωγής που επιτυγχάνεται με την κρατικοποίηση της τελευταίας αποτελεί σημαντικότατο βήμα προς την υπέρβαση της αποξένωσης κράτους -κοινωνίας. Δεν είναι μόνο οι παραγωγικές δυνάμεις που υπάγονται πλέον στην κρατική ιδιοκτησία και διεύθυνση αλλά είναι και η κρατική εξουσία που αρχίζει να μετατρέπεται σε αναπόσπαστο τμήμα της ενιαίας παραγωγικής διαδικασίας, που αρχίζει να υποτάσσεται πλέον στις συνάφειες και αλληλεπιδράσεις των παραγωγικών δυνάμεων και να υπηρετεί την ανάπτυξή τους (των παραγωγικών δυνάμεων) προς όφελος της κοινωνίας. Οι οικονομικές – παραγωγικές δραστηριότητες του κράτους στο σοσιαλισμό εξαρτούν την γραφειοκρατική εξουσία από τα συμφέροντα της σοσιαλιστικής οικονομίας: η ύπαρξη αυτής της εξουσίας οφείλεται, ως επί το πλείστον, στην ύπαρξη και λειτουργία των κρατικών επιχειρήσεων τις οποίες άλλωστε διαχειρίζεται, ενώ η κατάργηση της κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής καθιστά άχρηστο ένα μεγάλο μέρος αυτής της εξουσίας.

      Εκτός αυτού, η κρατική εξουσία, από τη στιγμή που είναι ενταγμένη σε μιαν ενιαία και ιεραρχημένη παραγωγική δομή, συνδέεται στενότερα με τους άμεσους παραγωγούς -τις κατώτερες βαθμίδες της δομής: η υλοποίηση των στόχων του κεντρικού σχεδίου και, επομένως, η επιτυχία στο έργο των αρμοδίων διοικητικών υπηρεσιών προϋποθέτουν την θετική ανταπόκριση των άμεσων παραγωγών στους στόχους αυτούς. Γι’ αυτό το λόγο η κεντρική εξουσία είναι αναγκασμένη να εξασφαλίζει τη συναίνεση των εργαζόμενων αναφορικά με τους προτεινόμενους στόχους και, συνεπώς, να συζητά -διαπραγματεύεται μαζί τους τους στόχους αυτούς. Όταν οι επιλογές-στόχοι της κρατικής εξουσίας παύουν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εργαζομένων και αυτή χάνει την εμπιστοσύνη, την υποστήριξη ή έστω τη συναίνεσή τους, τότε απορυθμίζεται όλο το σύστημα της σχεδιοποιημένης παραγωγής, η οικονομία παρακμάζει με επικίνδυνες συνέπειες για το σύνολο του σοσιαλιστικού καθεστώτος.

  Από την άλλη πλευρά, στο βαθμό που το σοσιαλιστικό κράτος είναι αποξενωμένο από την υπόλοιπη κοινωνία, στο βαθμό που διατηρείται η διεύθυνση ανθρώπου από άνθρωπο, είναι δυνατή και εν μέρει αναπόφευκτη η χρησιμοποίηση της εξουσίας από τους διάφορους φορείς της για ιδιοτελείς σκοπούς: επιδίωξη ανάδειξης στην ιεραρχία για την απόκτηση προνομίων, για την ατομική και οικογενειακή ευημερία, για το κοινωνικό κύρος της διοικητικής θέσης. Μάλιστα, όσο υψηλότερα στην ιεραρχία βρίσκονται οι φορείς της εξουσίας τόσο περισσότερες είναι οι δυνατότητες και οι πιθανότητες διοικητικής αυθαιρεσίας, ιδιοτέλειας, νεποτισμού και παρασιτισμού.

  Θα πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε ότι η εν λόγω ιδιοτέλεια δεν ξεπερνά, κατά κανόνα, τα πλαίσια της ατομικής κατανάλωσης. Στη σοσιαλιστική κοινωνία ο γραφειοκράτης-διευθυντής μπορεί να αποσπάσει από το παραγόμενο προϊόν, νόμιμα εν είδει μισθού ή παράνομα εν είδει δωροληψίας, μόνο ένα μέρος του μεριδίου που προορίζεται για την ατομική κατανάλωση του πληθυσμού, ενώ στερείται της δυνατότητας να ιδιοποιηθεί το μερίδιο που προορίζεται για τη διευρυμένη σοσιαλιστική αναπαραγωγή. Όσο μεγάλο και να είναι, λοιπόν, το μέγεθος των απολαβών (νόμιμων και παράνομων) των γραφειοκρατών, αυτές δεν μπορούν να τους χρησιμεύσουν παρά μόνο για την ικανοποίηση των καταναλωτικών τους αναγκών. Εφόσον διατηρείται η σοσιαλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, για τους διεφθαρμένους φορείς της εξουσίας δεν υπάρχει η δυνατότητα ιδιοποίησης των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων και του υπερπροϊόντος.

  Ωστόσο, τα παρασιτικά φαινόμενα που εμφανίζονται στο διοικητικό μηχανισμό μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας αποτελούν αναμφίβολα μείζονα απειλή για το καθεστώς. Όπως σε μιαν άλλη περίπτωση έχει επισημανθεί, «Ο στόχος και το περιεχόμενο κάθε διοικητικού μηχανισμού βρίσκεται έξω από αυτό το μηχανισμό. Όταν ο μηχανισμός αυτός φτάνει σε ένα τέτοιο σημείο αυτονόμησης που αρχίζει να “δουλεύει” για τον εαυτό του, από μέσο τείνει να μετατραπεί σε αυτοσκοπό.»33. Η τάση αυτή σε μια σοσιαλιστική κοινωνία μεταφράζεται σε αδιαφορία της κρατικής εξουσίας για τη σχεδιοποιημένη διεύθυνση των παραγωγικών δυνάμεων, για τις απότοκες του παραπάνω καθήκοντος ευθύνες και υποχρεώσεις της ενώπιον της κοινωνίας. Εφόσον ο διοικητικός μηχανισμός στη σοσιαλιστική κοινωνία υπάρχει μόνο ως μέσο συνένωσης-συντονισμού των παραγωγικών διαδικασιών, ως κέντρο οργάνωσης της κοινωνικής εργασίας, η τάση μετατροπής του σε αυτοσκοπό συνεπάγεται την επιδίωξη απαλλαγής από τις λειτουργίες του σοσιαλιστικού κράτους, από το σοσιαλιστικό κράτος και καθεστώς εν γένει. Ο αντεπαναστατικός χαρακτήρας της επιδίωξης αυτής είναι πασιφανής.

   Πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν ότι η τάση του γραφειοκρατικού μηχανισμού για αυτονόμηση, για αποκοπή από τις κοινωνικές υποθέσεις που υπηρετεί, για μετατροπή της λειτουργίας του σε αυτοσκοπό αποτελεί εγγενές γνώρισμά του, στοιχείο σύμφυτο με την ανάπτυξή του. Η εγγενής αυτή τάση αυτονόμησης από την κοινωνία συνεπάγεται ταυτόχρονα την ποιοτική υποβάθμιση του γραφειοκρατικού διοικητικού μηχανισμού, το σταδιακό εκφυλισμό του και την αυτοϋπονόμευσή του.

   Ο γραφειοκρατικός μηχανισμός εγκαθιδρύεται με στόχο τον έλεγχο των κοινωνικών αντιφάσεων προς όφελος της διατήρησης -ανάπτυξης των κυρίαρχων κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων. Στη Σοβιετική Ένωση ο μηχανισμός αυτός, παράλληλα με την αποστολή φρούρησης του σοσιαλιστικού καθεστώτος, εμπλεκόταν άμεσα στη σχεδιοποίηση και διεύθυνση της σοσιαλιστικής οικονομίας, έπαιζε, δηλαδή, έναν εποπτικό-καθοδηγητικό ρόλο στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Γεννημένο από την Οκτωβριανή Επανάσταση το σοβιετικό διοικητικό σύστημα στελεχώθηκε από ανθρώπους που βγήκαν από τις φλόγες του επαναστατικού αγώνα, που ήταν αφοσιωμένοι στον ύψιστο σκοπό της οικοδόμησης του κομμουνισμού. Όπως αναγνωρίζει και ο Γκ.Χ..Ποπόφ, ένας από τους ιδεολόγους της περεστρόικα, τα στελέχη αυτά «έφεραν στο Σύστημα την πίστη τους στο κόμμα, τον πειθαρχικό τους χαρακτήρα και την ολόψυχη αφοσίωση στο καθήκον. Και όσο διατηρούταν στο Σύστημα αυτά τα στελέχη (με τους δικούς τους κανόνες ηθικής), αυτό λειτουργούσε.»34. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι στο έργο αυτών των στελεχών οφείλεται ένα σημαντικό μέρος της τεράστιας οικονομικής και κοινωνικής προόδου που συντελέσθηκε στην ΕΣΣΔ τις πρώτες δεκαετίες της ιστορίας της.

  Αν όμως τα πρώτα σοβιετικά στελέχη και κυρίως οι ανώτεροι αξιωματούχοι ήρθαν στο Σύστημα απέξω, στις επόμενες γενιές στελεχών τα ανώτερα και ανώτατα αξιώματα κατείχαν πλέον οι άνθρωποι του Συστήματος. Κατά την περαιτέρω, δηλαδή, ανάπτυξή του το γραφειοκρατικό σύστημα διαμόρφωνε και ανεδείκνυε μόνο του, με βάση τους δικούς του κανόνες και διαδικασίες, τους διοικητές του. Όσο περισσότερο οι επόμενες γενιές διοικητών ήταν διαπαιδαγωγημένες στα πλαίσια του γραφειοκρατικού συστήματος, στα πλαίσια των ιεραρχικών σχέσεων υπακοής των υφισταμένων στους προϊστάμενους, τόσο περισσότερο τα άτομα αυτά ήταν αποξενωμένα από την πραγματική ζωή και τις αντιφάσεις της, τόσο περισσότερο γνώριζαν τη πραγματικότητα μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της γραφειοκρατικής κοσμοαντίληψης. Όσο πιο υποδειγματικός για το Σύστημα γινόταν ο υπάλληλός του, (όσο πιο υπάκουος και πρόθυμος εκτελεστής εντολών, τυπολάτρης και κομφορμιστής, ευθυνόφοβος, κόλακας αλλά και επίδοξος προϊστάμενος - διευθυντής) τόσο πιο ανίκανος και ακατάλληλος γινόταν για υψηλόβαθμο διοικητικό έργο.

   Η παρακμή αυτή του Συστήματος, ως συνέπεια της εσωτερικής λογικής των γραφειοκρατικών σχέσεων, φαίνεται παραστατικά στην παρακμιακή αλληλουχία των ηγετών του: από τον κορυφαίο επαναστάτη Β.Ι.Λένιν στον στερούμενο στρατηγικών - θεωρητικών ικανοτήτων αλλά, τουλάχιστον, ικανό τακτικιστή Ι.Β. Στάλιν, μετά, στις μεγάλες μετριότητες των Ν. Χρουστσόφ και Λ. Μπρέζνιεφ, κατόπιν, στον φαινομενικά πολλά υποσχόμενο αλλά ανεξακρίβωτων τελικά προθέσεων και δυνατοτήτων Γ.Αντρόποφ, για να ακολουθήσουν, έπειτα, ο καθολικά ανίκανος Κ.Τσερνιένκο και, τέλος, ο πρωτεργάτης της αποδόμησης και κατάρρευσης Μ.Γκορμπατσόφ.

   Το Σύστημα κατέρρευσε όχι βέβαια επειδή όλοι οι ηγέτες του ήταν συνειδητοποιημένοι αντεπαναστάτες ή προδότες του σοσιαλισμού. Φρονούμε μάλιστα ότι αρκετοί ανώτατοι αξιωματούχοι της ΕΣΣΔ ήταν, υποκειμενικά, υπέρ του σοσιαλισμού ή τουλάχιστον υπέρ αυτού που στη συνείδησή τους θεωρούσαν σοσιαλισμό. Το γραφειοκρατικό σύστημα κατέρρευσε γιατί ήταν πλέον ανίκανο, λόγω ακριβώς της γραφειοκρατικής του αγκυλώσεως και αποξένωσής του από την κοινωνία, να εκπληρώσει την αποστολή για την οποία είχε εγκαθιδρυθεί (να ελέγξει τις κοινωνικές αντιθέσεις στα πλαίσια της σκοποκατευθυνόμενης οικοδόμησης του κομμουνισμού). Από τη στιγμή που ο μηχανισμός αυτός αδυνατούσε να υπηρετήσει τη σοσιαλιστική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ έχανε και την ικανότητα ελέγχου των αντιθέσεων της σοβιετικής κοινωνίας. Οι κοινωνικές αντιθέσεις όμως δεν είναι μια στατική πραγματικότητα. Όταν δεν ελέγχονται και αμβλύνονται τότε οξύνονται. Η όξυνση και έκρηξη των αντιθέσεων της σοβιετικής κοινωνίας σάρωσε τελικά το γραφειοκρατικό μηχανισμό.

   Μπορούμε, λοιπόν, να επισημάνουμε μια νομοτέλεια του γραφειο-κρατικού μηχανισμού: όσο περισσότερο αναπτύσσεται η εγγενής τάση του γραφειοκρατικού συστήματος για αυτονόμηση από την κοινωνία και μετατροπή της λειτουργίας του σε αυτοσκοπό τόσο περισσότερο υποβαθμίζεται η ικανότητα του μηχανισμού να ελέγχει τις κοινωνικές αντιθέσεις και να υπερασπίζεται το κυρίαρχο κοινωνικό καθεστώς, τόσο περισσότερο, συνεπώς, ο μηχανισμός αυτός καθίσταται ευάλωτος στην έκρηξη αυτών των αντιθέσεων μέχρι του σημείου της τελικής του καταστροφής. Οι Α.Μπουζγκάλιν και Α.Κολγκάνοφ κάνουν λόγο περί εσωτερικής αντίφασης της γραφειοκρατίας: «η ανικανότητά της να ασκήσει αποτελεσματική διοίκηση υπονομεύει τις ίδιες τις βάσεις της ως ιδιαίτερου διοικητικού στρώματος.»35. Γι’ αυτό, η επιβίωση και ανάπτυξη του σοσιαλιστικού καθεστώτος συνδέεται άμεσα με την ικανότητα των κοινωνικών δυνάμεων που το στηρίζουν, πρώτον, να ελέγχουν το διοικητικό μηχανισμό, να περιορίζουν και να αποτρέπουν την αυτονόμησή του από την κοινωνία, και, δεύτερον, να αγωνίζονται για την εκπόνηση - υλοποίηση μιας στρατηγικής οικοδόμησης του κομμουνισμού, η οποία θα οδηγεί και στο σταδιακό μαρασμό του γραφειοκρατικού συστήματος.

  Εδώ θα θέλαμε να επισημάνουμε πως για λόγους που ήδη έχουμε αναπτύξει θεωρούμε ότι η γραφειοκρατία στην ΕΣΣΔ, παρά το γεγονός της αποξένωσής της από τη σοβιετική κοινωνία, δεν ήταν ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής και του παραγόμενου υπερπροϊόντος και, επομένως, δεν αποτελούσε ιδιαίτερη τάξη. Η ταξική διαίρεση της κοινωνίας δεν καθορίζεται απλά και μόνο από το πόσα αγαθά καταναλώνει το ένα ή το άλλο τμήμα της· αυτή καθορίζεται πρώτα και κύρια από τις σχέσεις παραγωγής, από τις σχέσεις, δηλαδή, μεταξύ των ανθρώπων οι οποίες ρυθμίζουν την κατανομή-ιδιοποίηση όλων των συντελεστών της παραγωγής και του παραγόμενου προϊόντος. Με άλλα λόγια, «…στην άμεση σχέση των ιδιοκτητών των όρων παραγωγής με τους άμεσους παραγωγούς - μια σχέση, η κάθε φορά μορφή της οποίας ανταποκρίνεται πάντα με φυσικότητα, σε μια καθορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του τρόπου δουλειάς, επομένως και στην κοινωνική παραγωγική της δύναμη - βρίσκουμε το ενδότατο μυστικό, την κρυμμένη βάση όλης της κοινωνικής συγκρότησης, επομένως και της πολιτικής μορφής της σχέσης κυριαρχίας και εξάρτησης…»36.

  Ως προς τις σχέσεις αυτές λοιπόν -τις σχέσεις ιδιοκτησίας, η πλειονότητα των μελών του διοικητικού μηχανισμού της σοβιετικής κοινωνίας δε διέφερε από το σύνολο των εργαζομένων, ήταν δηλαδή και αυτοί εργαζόμενοι και μόνο ως τέτοιοι έπαιρναν τον μισθό τους. Το μέγεθος τώρα του τελευταίου καθώς και του συνόλου των αποδοχών τους (νόμιμων ή παράνομων) απέρρεε από την ανάλογη αξιοποίηση ορισμένων δυνατοτήτων που τους παρείχε η επαγγελματική τους θέση και όχι από τη δήθεν ιδιοκτησία τους στα μέσα παραγωγής. Το ίδιο, άλλωστε, ίσχυε και για τον οποιοδήποτε άλλο σοβιετικό εργαζόμενο, ο οποίος λόγω του εργασιακού του πόστου μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να καταχράται την κρατική περιουσία, να δωροδοκείται, να παράγει και να πωλεί παράνομα. διάφορα προϊόντα κλπ.

  Η διαφορά-αντίθεση μεταξύ γραφειοκρατίας και εργαζομένων, μεταξύ διευθυντών και εκτελεστών δεν αποτελεί διαφορά μεταξύ ιδιοκτησίας και εργασίας παρά εκφράζει διαφορές - αντιθέσεις στο εσωτερικό της ίδιας της εργασίας, αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, συνέπεια του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας. Παρόμοια με την άποψή μας είναι η επισήμανση του Α.Χέγκεντους, πρώην πρωθυπουργού της σοσιαλιστικής Ουγγαρίας, την οποία παραθέτει, συμφωνώντας μαζί της, ο Ε.Μαντέλ: «Κατά τη γνώμη μου οι σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής στο σοσιαλισμό ανακύπτουν άμεσα από τις διαφορές στη θέση που κατέχει κάποιος στον καταμερισμό της εργασίας και από το γεγονός ότι η γραφειοκρατική σχέση, ως ουσιαστική σχέση, έχει επιβιώσει στη σοσιαλιστική κοινωνία (αν και παίζει ένα ρόλο που διαφέρει ουσιαστικά από το ρόλο που παίζει στη κεφαλαιοκρατία) κυρίως επειδή η παραπέρα ανάπτυξη και επιβίωση του ιεραρχικά διαρθρωμένου διοικητικού μηχανισμού αποτελεί κοινωνική αναγκαιότητα.»37.

   Ας σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι ο υποδουλωτικός καταμερισμός εργασίας εμφανίζεται πριν από την ταξική κοινωνία, γεννά την ταξική διαστρωμάτωση χωρίς όμως να ταυτίζεται μαζί της .Στους εκμεταλλευτικούς κοινωνικούς σχηματισμούς οι διαφορές στο εσωτερικό της εργασίας διαθλώνται μέσα από την κοινωνική διαστρωμάτωση και σύγκρουση που γεννά η ταξική δομή της κοινωνίας.

  Ο υποδουλωτικός καταμερισμός εργασίας, όπως έδειξαν, άλλωστε, τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα του 20ου αιώνα, διατηρείται και στη σοσιαλιστική -πρώιμη κομμουνιστική κοινωνία, όπου δεν υφίστανται πλέον ταξικοί ανταγωνισμοί. Από τη στιγμή, όμως, που σε ένα σοσιαλιστικό καθεστώς εξαλείφεται η αντίθεση εργασίας - ιδιοκτησίας οι διαφορές στο εσωτερικό της εργασίας αρχίζουν να αναδύονται στο προσκήνιο σε πιο καθαρή μορφή. Μάλιστα αυτές οι διαφορές μπορεί να είναι τόσο μεγάλες (ως προς την κοινωνική σπουδαιότητα της κάθε εργασίας, το κύρος αυτής, τα προνόμια και αμοιβές που συνδέονται μαζί της ), ώστε, ενίοτε, να θεωρούνται, εσφαλμένα, ταξικές διαφορές. Ωστόσο, το πρόβλημα της κατάργησης του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας υπερβαίνει κατά πολύ την κατάργηση της αντίθεσης ιδιοκτησίας - εργασίας και αφορά τη βαθιά, ριζική αλλαγή του μέχρι τώρα χαρακτήρα της εργασίας, την κατάργηση του ξεχωριστού ανθρώπου ως άμεση, φυσική παραγωγική δύναμη. Στο βαθμό, όμως, που σε ένα σοσιαλιστικό καθεστώς διατηρείται ο υποδουλωτικός καταμερισμός εργασίας διατηρούνται οι δυνατότητες και ο κίνδυνος ανατροπής του σοσιαλισμού και αναβίωσης του ταξικού ανταγωνισμού.

  Επιστρέφοντας και πάλι στο πρόβλημα του εκφυλισμού του σοσιαλιστικού κράτους θα θέλαμε να αναφερθούμε σε μια ιδιαίτερη περίπτωση διαφθοράς της κρατικής εξουσίας, η οποία (η διαφθορά) αν και δε δημιουργεί άμεσα κάποια εκμεταλλεύτρια κοινωνική τάξη μπορεί, ωστόσο, να συμβάλλει αποφασιστικά στην εμφάνιση ταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Πρόκειται για την διαφθορά, εξαγορά, μέρους του κρατικού μηχανισμού από τις δυνάμεις της σκιώδους οικονομίας - παραοικονομίας. Οι τελευταίες εμφανιζόμενες στο περιθώριο της σχεδιοποιημένης παραγωγής αναπτύσσουν ένα πλέγμα παράνομων εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων.

  Εδώ έχουμε υπ’ όψιν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, όπως την κλοπή - κατάχρηση κρατικής περιουσίας, τα παράνομα τμήματα παραγωγής και τα παράνομα δίκτυα διακίνησης αγαθών, το λαθρεμπόριο προϊόντων από και προς το εξωτερικό, την παράνομη παροχή υπηρεσιών αντί αμοιβής. Στις δραστηριότητες αυτές εμπλέκονταν άτομα από όλες τις κατηγορίες του σοβιετικού πληθυσμού: διευθυντικά στελέχη, εργατικές κολεκτίβες, αγρότες - μέλη των κολχόζ, διανοούμενοι. Βάσει αυτών των παράνομων εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων συσσωρεύονταν σημαντικοί πόροι, οι οποίοι από ένα σημείο και μετά άρχισαν να αποτελούν μιαν εμβρυακή συσσώρευση κεφαλαίου. Σύμφωνα με τα επίσημα σοβιετικά στοιχεία ο όγκος της σκιώδους οικονομίας ανερχόταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 στο ύψος των 20-25% του εθνικού προϊόντος της χώρας38.

  Όπως είναι φυσικό η σκιώδης οικονομία, η οποία παρεμπιπτόντως λόγω του παράνομου χαρακτήρα της συνδεόταν στενότατα με το οργανωμένο έγκλημα, δεν μπορούσε να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί απρόσκοπτα χωρίς την απαραίτητη κάλυψη-προστασία από ένα μέρος του κρατικού μηχανισμού. Όταν οι δυνάμεις της «μαύρης» αγοράς, οι οποίες, σε μεγάλο βαθμό, λειτουργούσαν και μέσω των νόμιμων εμπορευματικών -χρηματικών σχέσεων, έφθασαν σε ικανοποιητικό βαθμό ανάπτυξης, άρχισαν να διεισδύουν στο πολιτικό εποικοδόμημα της σοσιαλιστικής κοινωνίας υποτάσσοντάς το (μέρος αυτού) στα συμφέροντά τους. Ο σοβιετικός οικονομολόγος Α.Μ.Γιεριόμιν αναφέρει σχετικά ότι οι άνθρωποι της παραοικονομίας δαπανούσαν ετησίως το εντυπωσιακό ποσό των 40 δις ρουβλίων για την εξαγορά κρατικών αξιωματούχων39.

    Έτσι, λοιπόν, ο διχασμός της οικονομικής βάσης σε μιαν επίσημη, σχεδιοποιημένη οικονομία και μια παράνομη, εν δυνάμει καπιταλιστική παραοικονομία, οδηγεί αργά ή γρήγορα στην διαφοροποίηση του κρατικού εποικοδομήματος στο τμήμα εκείνο που υπηρετεί ακόμη τις σοσιαλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας και σ’ αυτό που ελέγχεται πλέον από την παραοικονομία. Αυτή η συνένωση-συμμαχία των δυνάμεων της σκιώδους αγοράς με το διεφθαρμένο μέρος του κρατικού μηχανισμού συγκροτεί την πιο ισχυρή και συνειδητοποιημένη δύναμη ανατροπής του σοσιαλιστικού καθεστώτος . Κατά την άποψή μας, στην ιδεολογική και πολιτική επικράτηση αυτής της συμμαχίας οφείλεται πρώτα απ’ όλα η καπιταλιστική παλινόρθωση στην τέως ΕΣΣΔ και όχι απλά στη δράση ξένων μυστικών υπηρεσιών ή στην προδοτική στάση κάποιων ηγετών της χώρας, όπως εικάζεται συνήθως.

  Με βάση τα προλεχθέντα θα επιχειρήσουμε τώρα να ορίσουμε το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στις πρώιμες σοσιαλιστικές κοινωνίες. Με την ευρεία έννοια της λέξης, ως γραφειοκρατία ορίζουμε το σύνολο της κρατικής εξουσίας στις χώρες αυτές, στο μέτρο που το κράτος δεν ταυτίζεται με την υπόλοιπη κοινωνία και, συνεπώς, παραμένει αποξενωμένο από αυτή. Ο γραφειοκρατικός χαρακτήρας του σοσιαλιστικού κράτους οφείλεται στην αναπόφευκτη διατήρηση των σχέσεων διοίκησης -διαχείρισης ανθρώπου από άνθρωπο καθώς και στην επίσης αναπόφευκτη διατήρηση, σε ορισμένο βαθμό, της διάκρισης μεταξύ ατομικού, ομαδικού και συλλογικού συμφέροντος. Κατά συνέπεια αυτός ο σοσιαλιστικός μηχανισμός διαχείρισης κοινωνικών υποθέσεων χαρακτηρίζεται, αναπόφευκτα, από τα τυπικά γνωρίσματα του γραφειοκρατικού φαινομένου. Από ένα ιεραρχικό και συγκεντρωτικό σύστημα συσσώρευσης - διαχείρισης πληροφοριών, προσδιορισμού στόχων και λήψης αποφάσεων, από τη χρήση διοικητικών και, ενίοτε, κατασταλτικών -αυταρχικών μέσων και μεθόδων για την υλοποίησή τους. Από την τυποποίηση των διαδικασιών διοικητικού έργου στη βάση άτεγκτων κανόνων και από την παράλληλη διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων στη βάση της κομφορμιστικής υπαγωγής-υποταγής των κατώτερων οργάνων στα ανώτερα και του υφισταμένου στον προϊστάμενο. Από την κυριαρχία της τυπολατρίας σε βάρος της ουσιαστικής και αποτελεσματικής διεκπεραίωσης των υποθέσεων.

  Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό το φαινόμενο της γραφειοκρατίας δε συνιστά κάποια αποκλειστική ιδιομορφία του σοβιετικού σοσιαλιστικού μοντέλου αλλά χαρακτηρίζει γενικά την κατώτερη βαθμίδα κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, υπό την μορφή της κρατικοποίησής τους. Στη βαθμίδα αυτή η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής έχει, ως επί το πλείστον, τυπικό, νομικο-πολιτικό χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, το συγκεκριμένο φαινόμενο διακρίνει, αναπόφευκτα, το σοσιαλισμό - πρώιμο κομμουνισμό. Ως εκ τούτου, το φαινόμενο της γραφειοκρατίας δεν είναι ένα τυχαίο περιστατικό της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ούτε μια παρέκκλιση από κάποιο υποτιθέμενο ορθό μοντέλο σοσιαλισμού αλλά αποτελεί μιαν αναπόφευκτη πλευρά των αντιθέσεων της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

  Επίσης, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η γραφειοκρατική εξουσία στο σοσιαλισμό δεν είναι ούτε εξολοκλήρου παρασιτική ούτε αναπόφευκτα αντεπαναστατική. Στο βαθμό που οι άμεσοι παραγωγοί, ακριβώς επειδή παραμένουν άμεσοι παραγωγοί, δεν μπορούν μόνοι τους να διασφαλίσουν την ενότητα των παραγωγικών δυνάμεων και να τις διευθύνουν ως ενιαίο σύνολο η ύπαρξη του γραφειοκρατικού μηχανισμού διοίκησης κρίνεται αναγκαία για τη λειτουργία της κοινωνικοποιημένης παραγωγικής δομής.

  Κατά μια δεύτερη ,στενότερη έννοια, ως γραφειοκρατία ορίζουμε το διεφθαρμένο και, συνεπώς, παρασιτικό μέρος της κρατικής εξουσίας. Οι δυνατότητες διαφθοράς και παρασιτισμού στο διοικητικό μηχανισμό πηγάζουν, βέβαια, από το γραφειοκρατικό του χαρακτήρα, με την πρώτη ερμηνεία του όρου. Ταυτόχρονα, όμως, όταν ο παρασιτισμός και η διαφθορά, ιδιαίτερα με την διείσδυση της παραοικονομίας στις κρατικές δομές, υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο όριο - μέτρο και ο διοικητικός μηχανισμός μετατρέπεται, ως επί το πλείστον, σε υπηρέτη του γραφειοκρατικού παρασιτισμού τότε υπονομεύεται άμεσα το σοσιαλιστικό καθεστώς και η ίδια η κρατική εξουσία, η οποία, άλλωστε, είναι προσαρμοσμένη στις οικονομικές και κοινωνικές ιδιομορφίες αυτού του καθεστώτος. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη δεύτερη έννοια η γραφειοκρατία αποτέλεσε στην ιστορία των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων μιαν άμεσα αντεπαναστατική αντισοσιαλιστική δύναμη.

 

·     Οι προοπτικές εξάλειψης της γραφειοκρατίας.

 

  Γεννάται βέβαια το ερώτημα κατά πόσο είναι εφικτή η εξάλειψη της γραφειοκρατίας σε μια σοσιαλιστική κοινωνία και ποιες ενέργειες μπορούν να οδηγήσουν σε κάτι τέτοιο .Εκκινώντας από την άποψή μας για τα αίτια του φαινομένου, φρονούμε ότι η εξάλειψη της γραφειοκρατίας προϋποθέτει την ολοκλήρωση ενός φάσματος βαθιών και μακροπρόθεσμων κοινωνικών αλλαγών. Αυτές συνίστανται στην κατάργηση της άμεσης αναγκαίας εργασίας, του εργαζόμενου δηλαδή ως άμεσου παραγωγού, στην ωρίμανση της τεχνικής αναγκαιότητας του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, στην αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, στην άρση, συνεπώς, του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας και στην κατάργηση της αντίθεσης μεταξύ κοινωνικού και ατομικού συμφέροντος. Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η εξάλειψη της γραφειοκρατίας ή, αλλιώς, του κράτους ως μηχανισμού διοίκησης ανθρώπων δεν μπορεί να συμβεί αίφνης, κατόπιν επιθυμίας και συγκεκριμένων ενεργειών κάποιων ανθρώπων.

  Για τους παραπάνω λόγους θεωρούμε ότι, παρά τις αγαθές και ειλικρινά επαναστατικές προθέσεις του, η αντίληψη του Λ.Τρότσκι περί δυνατότητας και προοπτικής επαναστατικής ανατροπής-κατάργησης της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ ήταν σε μεγάλο βαθμό απλουστευτική, μαξιμαλιστική και βουλησιαρχική. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Λ.Τρότσκι «Όπως και νά ’χει, η γραφειοκρατία μπορεί να απομακρυνθεί μονάχα από μια επαναστατική δύναμη. Και, όπως πάντα, όσο πιο τολμηρή και πιο αποφασιστική θα είναι η επίθεση, τόσο λιγότερα θύματα θα έχει .Το να προετοιμαστούμε για αυτό και να σταθούμε επικεφαλής των μαζών σε μια ευνοϊκή ιστορική κατάσταση -αυτό είναι το καθήκον του σοβιετικού τμήματος της Τέταρτης Διεθνούς.»40.

   Στο πνεύμα αυτής της αντίληψης θα μπορούσαμε να υποθέσουμε και τη δυνατότητα κατάργησης, με επαναστατικές πολιτικές πράξεις, και άλλων ανεπιθύμητων για το σοσιαλισμό φαινομένων, όπως των εμπορευματικών - χρηματικών σχέσεων, του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας, της κοινωνικής αποξένωσης και του κράτους. Δυστυχώς, όμως, η επιθυμία κάτι τέτοιου καθώς και η επαναστατική ετοιμότητα δεν επαρκούν για την πραγματοποίηση των παραπάνω μετασχηματισμών. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι αρνούμαστε την αναγκαιότητα πολιτικής δράσης για το διαρκή έλεγχο του γραφειοκρατικού μηχανισμού και την υποταγή αυτού στο στόχο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Από αυτή τη σκοπιά είναι αναγκαίο να αναγνωρίσουμε τη σπουδαιότητα του αγώνα της Αριστερής Αντιπολίτευσης κατά των φαινομένων γραφειοκρατικοποίησης της σοβιετικής εξουσίας. Η εξόντωση πολλών μελών της και γενικά πολλών μπολσεβίκων της παλιάς φρουράς κατά τη γνωστή περίοδο των εκκαθαρίσεων υπήρξε, αναμφίβολα, μια από τις πιο τραγικές σελίδες στην ιστορία της ΕΣΣΔ.

   Ο Β.Ι.Λένιν κατανοώντας βαθύτερα τις δυσκολίες καταπολέμησης του γραφειοκρατικού φαινομένου απέρριπτε τις απλουστευτικές θεωρήσεις αυτού του καθήκοντος. Ο ίδιος, το Δεκέμβριο του 1920, στο 8ο πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ επισημαίνει σχετικά: «Εγώ καταλαβαίνω τη σοβαρότητα της γραφειοκρατίας, όμως στο πρόγραμμα του κόμματος δε μιλάμε για εξάλειψή της .Αυτό … είναι ζήτημα ολόκληρης εποχής …»41. Λίγο αργότερα, στο 2ο πανρωσικό συνέδριο των μεταλλωρύχων ο Β.Ι.Λένιν προειδοποιεί: «Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας θα απαιτήσει δεκαετίες. Είναι μια πάλη πολύ δύσκολη και όποιος σας πει ότι θα απαλλαγούμε αμέσως από τη γραφειοκρατία ψηφίζοντας αντι-γραφειοκρατικές πλατφόρμες, θα είναι απλώς ένας αγύρτης, που του αρέσουν τα ωραία λόγια»42. Εξαιρετικά νηφάλια είναι και η ακόλουθη επισήμανση: «Μπορεί να διώξει κανείς τον τσάρο, να διώξει τους τσιφλικάδες , να διώξει τους καπιταλιστές. Αυτό εμείς το κάναμε. Όμως δεν μπορείς “να διώξεις” τη γραφειοκρατία σε μια αγροτική χώρα, δε μπορείς “να την εξαλείψεις από το πρόσωπο της γης”. Μπορείς μόνο με μια αργή, επίμονη δουλειά να τη μειώσεις »43 .

  Ως εναλλακτική προοπτική απέναντι στη γραφειοκρατικοποίηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας προβάλλεται μερικές φορές το αίτημα της σο-σιαλιστικής δημοκρατίας ή της δημοκρατίας εν γένει. Ο Ν.Πουλατζάς, για παράδειγμα, είχε δηλώσει με κατηγορηματικό τρόπο «…ο σοσιαλισμός θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός»44. Συναφής με το παραπάνω αίτημα είναι και η απαίτηση μιας εργατικής αυτοδιεύθυνσης, αυτοδιαχείρισης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αυτό για το οποίο, σε γενικές γραμμές, γίνεται λόγος είναι η αναγκαιότητα μιας διοικητικής αυτενέργειας των εργαζομένων, ικανής να αποτρέψει την αποξένωση της εξουσίας από την κοινωνία και να οδηγήσει σταδιακά στο μαρασμό του κράτους. Μάλιστα, στην άμεση και καθοριστική συμμετοχή όλων των εργαζομένων στο σχεδιασμό και τη διεύθυνση της σοσιαλιστικής οικονομίας αποδίδεται, ενίοτε, η πεμπτουσία της εργατικής εξουσίας και των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής αλλά και η ειδοποιός διαφορά του σοσιαλισμού, εν γένει, από τους προηγούμενους κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς. Στο πνεύμα δε της αντίληψης περί εργατικής αυτοδιεύθυνσης καταγγέλλεται ο σφετερισμός της εργατικής εξουσίας από τη σοβιετική γραφειοκρατία, ο περιορισμός των εργαζομένων στο ρόλο του εκτελεστή αποφάσεων και, ως εκτούτου, η «αντεργατική -αντισοσιαλιστική» φύση του σοβιετικού καθεστώτος.

  Άποψή μας είναι ότι η κινητοποίηση των εργαζομένων αποτελεί καθο-ριστικό παράγοντα όχι μόνο για την εγκαθίδρυση ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος αλλά και για την περιφρούρησή του καθώς και για τη σταδιακή οικοδόμηση της κομμουνιστικής - αταξικής κοινωνίας. Ο διαρκής έλεγχος των εργαζομένων πάνω στο ίδιο το αναπόφευκτα γραφειοκρατικό κράτος τους καλείται να αντισταθμίσει τις εγγενείς τάσεις αυτονόμησης του τελευταίου από τους στόχους του σοσιαλισμού. Φρονούμε μάλιστα ότι αυτή η επαγρύπνηση και κινητοποίηση των εργαζομένων, ειδικά σε περιπτώσεις άμεσης απειλής του σοσιαλιστικού καθεστώτος, δεν μπορεί να δεσμεύεται από τις επίσημες θεσμικότητες συμμετοχής και ελέγχου και να περιορίζεται σ’ αυτές.

  Εδώ χρειάζεται, όμως, να επισημάνουμε ότι η όλη συζήτηση περί δημοκρατίας, εργατικής αυτοδιεύθυνσης κλπ, στο βαθμό που το θέμα εξετάζεται στα πλαίσια και από τη σκοπιά των κρατικών θεσμών, της νομοθεσίας και της κυβερνητικής πολιτικής παραβλέπει το γεγονός πως η διοίκηση -διαχείριση της παραγωγής, της οικονομίας και εν τέλει της κοινωνίας συνιστά συγκεκριμένο είδος εργασίας, το οποίο απαιτεί κατά κανόνα συγκεκριμένες εργασιακές ικανότητες, γνώσεις, δεξιότητες εμπειρία. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα θέμα που αφορά, πρωτίστως, τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Η ανύψωση των εργατών από το επίπεδο των επιμέρους, εξειδικευμένων εργασιακών δραστηριοτήτων στο επίπεδο της διαχείρισης καθολικών παραγωγικών - οικονομικών διαδικασιών και κοινών υποθέσεων συνιστά μια de facto δυνατότητα περάσματος από τη μια εργασιακή δραστηριότητα στην άλλη, μια de facto δυνατότητα υπέρβασης του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας.

  Η παραπάνω δυνατότητα, η οποία συνδέεται κατά κύριο λόγο με ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, δεν μπορεί να προκύψει ούτε από κάποιους νομικο-πολιτικούς θεσμούς ούτε από κάποια κυβερνητική βούληση και πολιτική. Για τους λόγους αυτούς η δυνατότητα της εργατικής αυτοδιεύθυνσης δεν μπορεί να καταστεί αντικείμενο σφετερισμού από κάποια εξουσία .Εφόσον η συγκεκριμένη δυνατότητα υπάρχει μόνο de jure (στο επίπεδο δηλαδή του τι επιτρέπει ή απαγορεύει ο νόμος) τότε, παρά ακόμη και την αντίθετη κυβερνητική βούληση και πολιτική, η εξουσία, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, θα είναι αναπόφευκτα γραφειοκρατικοποιημένη. Στο βαθμό δε που η εργατική αυτοδιαχείριση καθίσταται de facto δυνατότητα, απορρέει δηλαδή άμεσα από τον ίδιο το χαρακτήρα της εργασίας καμία κυβερνητική επιβουλή δεν είναι σε θέση να την καταργήσει χωρίς να καταστρέψει τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας.

  Κατά την άποψή μας, το αίτημα της άμεσης και καθολικής εργατικής αυτοδιεύθυνσης προκύπτει, σε ορισμένες περιπτώσεις, από μιαν άκριτη εξιδανίκευση της θέσης και των δυνατοτήτων των εργαζομένων σε συνθήκες υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας. Ιδεώδες, στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, θεωρείται ο συνδυασμός στο ίδιο πρόσωπο του χειρώνακτα - εργάτη και του τεχνοκράτη - διευθυντή. Πρόκειται, δηλαδή, για την επιθυμία υπέρβασης του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας με θεσμικά, νομικοπολιτικά μέσα σε συνθήκες αναπόφευκτης διατήρησης των τεχνολογικών-οικονομικών όρων του καταμερισμού αυτού. Η υπόθεση όμως του κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας έγκειται στην κατάργηση της αντίθεσης μεταξύ πνευματικής-διοικητικής και χειρωνακτικής-εκτελεστικής εργασίας, στην κατάργηση των ίδιων των εργατών ως ξεχωριστής κοινωνικής ομάδας, στην κατάργηση της άμεσης εργασίας ως εξωτερικής, επιβαλλόμενης από ένα υποδουλωτικό καταμερισμό, ανάγκης του ανθρώπου.

  Το ζήτημα της εργατικής αυτοδιεύθυνσης, ως εναλλακτική λύση στο γραφειοκρατικό εκφυλισμό του σοσιαλιστικού κράτους, είναι, σε τελευταία ανάλυση, ζήτημα δυνατότητας των εργαζομένων να διαχειρίζονται ως συλλογικό υποκείμενο τις καθολικές κοινωνικές υποθέσεις στα πλαίσια μιας αυθεντικής ενότητας της κοινωνίας. Επομένως, η εργατική αυτοδιεύθυνση προϋποθέτει την άρση της διαφοράς - αντίθεσης μεταξύ των ατομικών και των συλλογικών συμφερόντων. Σε αντίθετη περίπτωση, η οποιαδήποτε οικονομική, πολιτική αυτονομία και αυτενέργεια θα έχει μερικό χαρακτήρα, θα εγκλωβιστεί μοιραία σε επιδιώξεις και συμπεριφορές συλλογικού εγωισμού. Και φυσικά δε θα πρέπει να μας διαφεύγει η ζοφερή προοπτική να καταστεί αφ’εαυτής γραφειοκρατική η οποιαδήποτε εργατική εξουσία, εφόσον υφίστανται ακόμη οι υλικές, κοινωνικο-οικονομικές προϋποθέσεις του γραφειοκρατικού φαινομένου.

  Σε ότι αφορά δε το αίτημα της δημοκρατίας στο σοσιαλισμό, θα πρέπει πιστεύουμε να διευκρινίσουμε ότι αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι η συμμετοχή των λαϊκών μαζών (ο βαθμός της συμμετοχής) στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Αν με τον όρο δημοκρατία δηλώνεται κάτι συγκεκριμένο, αυτό είναι μια συγκεκριμένης μορφής κρατική εξουσία, δηλαδή, μια συγκεκριμένης μορφής διεύθυνση ανθρώπων από ανθρώπους. Διότι στην περίπτωση που η κρατική εξουσία εκλείπει το αίτημα της δημοκρατίας στερείται πλέον νοήματος . Λαμβάνοντας, όμως, υπ’όψιν το γεγονός ότι η σοσιαλιστική κοινωνία, όπως τη γνωρίσαμε στο παράδειγμα των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», δεν είναι ενιαία και ότι διατηρούνται ακόμη σημαντικές κοινωνικές αντιθέσεις γίνεται σαφές ότι μια δημοκρατία, μια εξουσία δηλαδή όλου του λαού και για όλο το λαό, θα αποτελούσε τραγέλαφο, παρόμοιο με το ιδεολόγημα του «παλλαϊκού κράτους».

  Και μόνο η ύπαρξη κράτους - αποξενωμένης από την κοινωνία εξουσίας, ως απόρροια της αντίθεσης μεταξύ συλλογικού και ατομικών συμφερόντων, καθιστά αδύνατη μια ισότιμη συμμετοχή των πάντων, όλου του λαού, στην άσκησή της. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται δεν είναι αν θα είναι ή όχι δημοκρατική μια σοσιαλιστική εξουσία, αλλά ποιος θα κατέχει την εξουσία και για ποιο σκοπό. Θα μπορούν άραγε, για παράδειγμα, οι δυνάμεις της σκιώδους οικονομίας σε μια σοσιαλιστική κοινωνία να έχουν πολιτική εκπροσώπηση και να διεκδικούν νόμιμα την εξουσία; Το ερώτημα αυτό κάθε άλλο παρά ρητορικό μπορεί να θεωρηθεί, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι το εγχείρημα του γκορμπατσοφικού «εκδημοκρατισμού» της Σοβιετικής Ένωσης έφερε τελικά στην εξουσία τις αντεπαναστατικές δυνάμεις της παραοικονομίας.

  Εν κατακλείδι, πιστεύουμε ότι η διαδικασία προσέλκυσης και συμμετοχής όλου του λαού στο έργο της διαχείρισης κοινών υποθέσεων αφορά όχι κάποια νομικο - πολιτικά, θεσμικά πλαίσια αλλά αφορά, πρώτα απ’ όλα, την πορεία και το βαθμό ενοποίησης της κοινωνίας, αφορά το βαθμό στον οποίο οι κοινές υποθέσεις αποτελούν προσωπική υπόθεση του κάθε μέλους της κοινωνίας και γι’αυτό αποτελούν αυθεντικές και όχι πλασματικές κοινές υποθέσεις.

  Σχετικά, λοιπόν, με την εξάλειψη της γραφειοκρατίας φρονούμε ότι η υπόθεση αυτή είναι, εν τέλει, συνυφασμένη με την προώθηση και ολοκλήρωση του κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Έως τότε και για μεγάλο χρονικό διάστημα το ζητούμενο για μια σοσιαλιστική κοινωνία μπορεί να είναι ο κατά δύναμιν σταδιακός περιορισμός του φαινομένου και η αποτροπή των άμεσα αντισοσιαλιστικών, αντεπαναστατικών του προεκτάσεων.

  Ο ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης, Β.Ι.Λένιν, εισηγήθηκε ένα σύνολο μέτρων με σκοπό την καταπολέμηση του γραφειοκρατικού εκφυλισμού της σοβιετικής εξουσίας, ενδείξεις του οποίου ήταν εμφανείς από τα πρώτα ήδη χρόνια του σοβιετικού καθεστώτος. Τα μέτρα αυτά που, εν πολλοίς, είναι απότοκα αντίστοιχων σκέψεων και προτάσεων του Κ.Μαρξ, αναφέρονται στην ενίσχυση της συμμετοχής πλατιών λαϊκών στρωμάτων στη διοίκηση του κράτους, στην άσκηση αυστηρού ελέγχου εκ μέρους των εργαζομένων πάνω στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό. Δίνεται επίσης έμφαση στην αιρετότητα και ανακλητότητα των κρατικών αξιωματούχων, στην περιοδικότητα κατοχής διοικητικών θέσεων, στον περιορισμό των αμοιβών στο επίπεδο του μέσου εργατικού μισθού, στην κατοχύρωση της συλλογικότητας και της διαφάνειας στο διοικητικό έργο κτλ45 .

  Φρονούμε ότι ένα τέτοιο αντιγραφειοκρατικό πρόγραμμα συμβάλλει αναμφίβολα στον έλεγχο - περιορισμό του γραφειοκρατικού φαινομένου. Οφείλουμε, όμως, να παρατηρήσουμε ότι για μια ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εντάσσονται σε μιαν ευρύτερη στρατηγική ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας, η οποία (η ανάπτυξη) θα οδηγεί στην υπέρβαση των αντιθέσεων του σοσιαλισμού και των αιτίων της γραφειοκρατίας εν γένει. Ειδάλλως, τα μέτρα αυτά θα παραμείνουν αποσπασματικά, αναποτελεσματικά και εν τέλει θα χρεοκοπήσουν μέσα σε μια γενικότερη χρεοκοπία του σοσιαλιστικού εγχειρήματος. Πιστεύουμε, δηλαδή, ότι η αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας σε μια σοσιαλιστική κοινωνία δεν αποτελεί ένα αυτόνομο καθήκον -σκοπό, παρά είναι οργανικά ενταγμένη στο ευρύτερο πρόγραμμα και διαδικασία του κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Και αυτό διότι το γραφειοκρατικό φαινόμενο στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι αυθύπαρκτο αλλά συνδέεται με μια σειρά βαθύτερων σχέσεων - αιτίων, όπως είναι ο υποδουλωτικός καταμερισμός εργασίας, η διαφορά -αντίθεση μεταξύ ατομικών και κοινωνικών συμφερόντων, η τυπική κοινωνικοποίηση της παραγωγής στον πρώιμο κομμουνισμό. Επειδή δε ο κομμουνιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας δε δύναται να συντελεσθεί αίφνης και αυθόρμητα, μια επιστημονική τεκμηρίωση της στρατηγικής των κοινωνικών αλλαγών κρίνεται αναγκαία για την επιτυχή έκβασή τους.

  Αυτό το σημείο αγνοείται, συνήθως, από τους χωρίς όρους υποστηρικτές της αυτενέργειας των λαϊκών μαζών. Η άκριτη εμπιστοσύνη σε μια τέτοια αυτενέργεια , σε ένα αντιγραφειοκρατικό αυτοματισμό της λαϊκής συμμετοχής, συνιστά απολογητική της καθημερινής εμπειρικής συνείδησης και του αυθορμητισμού46. Χωρίς την απαραίτητη κομμουνιστική στρατηγική η οποιαδήποτε αυτενέργεια, συμπεριλαμβανομένης και της αντιγραφειοκρατικής πολιτικής δράσης, οδηγεί συνήθως όχι στη κοινωνία του μέλλοντος αλλά στην αγοραία και αντεστραμμένη πρόσληψη και αποδοχή του παρόντος, στην υποταγή σε συγκυριακές διαδικασίες και, ενίοτε, στην υιοθέτηση αντιδραστικών -αντεπαναστατικών επιδιώξεων. Του λόγου το αληθές αποδεικνύουν με δραματικό για το σοσιαλισμό τρόπο οι αντιγραφειοκρατικές κινητοποιήσεις των μαζών που συνόδεψαν την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, οι οποίες είχαν κατά κανόνα αντεπαναστατικό χαρακτήρα.

Υπάρχουν βέβαια και τελείως διαφορετικές ερμηνείες των εν λόγω γε-γονότων. Ο Ε.Μαντέλ, για παράδειγμα, βλέπει σ’ αυτά τη δικαίωση του τροτσκιστικού στόχου της πολιτικής αντιγραφειοκρατικής επανάστασης47. Στην πράξη όμως όχι μόνο δεν καταργήθηκε η γραφειοκρατία, ούτε άλλωστε ήταν δυνατό να καταργηθεί, αλλά εγκαθιδρύθηκαν αντεπαναστατικά αστικά καθεστώτα τα οποία παλινόρθωσαν τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις και οδήγησαν εκατομμύρια εργαζομένων σε μια πρωτόγνωρη εξαθλίωση. Το ζητούμενο, συνεπώς, για την υλοποίηση των κομμουνιστικών στόχων δεν είναι απλά η κατοχύρωση της εργατικής αυτενέργειας και αυτοδιεύθυνσης αλλά, πρωτίστως, η συσπείρωση και κινητοποίηση των εργαζομένων γύρω από μια αποτελεσματική στρατηγική κομμουνιστικών μετασχηματισμών.



1. Λένιν Β.Ι., «Το πρόγραμμα του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (των μπολ-σεβίκων)»,  στο: Λένιν Β.Ι.,Άπαντα , τ.38, Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα , 1988 , σελ.442

2. Вазюлин В.А. ,Логика истории . Вопросы теории и методологии, М., Издательство МГУ, 1988 , с.296-297  (Βαζιούλιν Β.Α., Η λογική της ιστορίας, Μόσχα, 1988,  σελ.296-297.)

3. Όπως αναφέρει  ο Γ.Σταμάτης  «Οι επιχειρήσεις αυτές (εννοεί τις  κρατικές επιχειρήσεις των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού » -Π.Π.) είναι αμοιβαία ανεξάρτητοι παραγωγοί, χωρίς ταυτόχρονα να είναι και ιδιοκτήτες των μέσων και των αποτελεσμάτων της παραγωγής τους» Βλ. Σταμάτης Γ., Σχέδιο και αγορά στις σοσιαλιστικές οικονομίες, εκδ. Κριτική, Αθήνα, 1988.σελ.17.

 

4.  Δαφέρμος Μ., Παυλίδης Π., Πατέλης Δ., «Για τις νομοτέλειες της μετάβασης στον  κομμουνισμό. Σοσιαλισμός, κομμουνισμός και αντεπανάσταση», Αριστερή ανασύνταξη, τεύχος 7-8, 1995, σελ.56.

5.  Μιαν αξιόλογη μελέτη των εν λόγω τάσεων αποτελεί η εργασία του  Μ.Δαφέρμου   «Σχεδιασμός και αγορά : Εξέλιξη των απόψεων στην ΕΣΣΔ»,  Διαλεκτική, τεύχος    4,  Νοέμβρης -Δεκέμβρης  1990, σελ. 47-65.

 

6.  Το  1985 ο αριθμός των  εργαζομένων  της ΕΣΣΔ που  ασχολούταν με χειρωνακτική  εργασία ανερχόταν στον τομέα της βιομηχανίας στα 13,3 εκ.άτομα (34,9 %),      στον  τομέα των  κατασκευών στα 6,5 εκ. άτομα (56,4%) και στην  αγροτική  οικονομία  στα 17 εκ. άτομα. Βλ. Иоффе Яков, Мы и планета, М., Политиздат,  1988, с. 107-108 (Ιόφφε Γιάκοφ, Εμείς και ο πλανήτης, Μόσχα 1988 ,  σελ.107-108)

7.  Бузгалин А.В., Кольганов А.И.,Анатомия бюрократизма, М., Знание, 1988,    с.10(Μπουζγκάλιν Α.Β., Κολγκάνοφ Α.Ι.,Η ανατομία του γραφειοκρατισμού, Μόσχα, 1988, σελ.10 )

8. Για παράδειγμα, το 50% της εργασίας των εργαζομένων σε εργαλειομηχανές (της          πιο πολυάριθμης κατηγορίας των βιομηχανικών εργατών της ΕΣΣΔ) ήταν εργασία         μονότονη και στερεότυπη. Βλ. Рабочий и инженер. Социальные факторы  еффе-      ктивности труда, М., Мысль, 1985, с.85 (Ο εργάτης και ο μηχανικός. Οι  κοινωνικοί συντελεστές αποδοτικότητας της εργασίας, Μόσχα, 1985, σελ.85.) Ένα από τα λιγότερο ελκυστικά πόστα  εργασίας ήταν αυτό στον ιμάντα μεταφοράς (conveyor belt) .Με χειρωνακτική, μονότονη εργασία στους ιμάντες μεταφοράς ασχολούταν, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, το 22-25 % των εργατών της βιομηχανίας .Σε ορισμένους δε κλάδους, όπως στην ελαφριά βιομηχανία και στη βιομηχανία τροφίμων,  το 80% των εργατών. Βλ. Отчуждение труда .История и современность, М.,  Экономика, 1989, с. 219 (Η αλλοτρίωση της εργασίας, Μόσχα , 1989.σελ.219 )

9.Μαρξ Κ., Βασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, τ .Β΄,    εκδ.Στοχαστής, Αθήνα , 1990,  σελ . 531

10.  Μαρξ Κ.,Το Κεφάλαιο, τ.1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978,  σελ. 438-439.   Επίσης , σ’ ένα σημείο του  τετάρτου τόμου  του  Κεφαλαίου ο Κ Μαρξ  αναφέρει ότι  «… με την ανάπτυξη της μηχανικής παραγωγής εμφανίζονται και τεχνολογικά  οι   όροι της εργασίας να εξουσιάζουν την εργασία και ταυτόχρονα την αντικαθιστούν,    την πνίγουν, την κάνουν περιττή στις αυτοτελείς μορφές της.» . Μαρξ Κ., Θεωρίες  για την υπεραξία. Μέρος πρώτο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981, σελ.437 .

11. Μάμφορντ  Λ., Τέχνη και τεχνική , εκδ.Νησίδες , Αθήνα, 1997, σελ.18

12. Ellul J., «Η τεχνολογική τάξη», στο: Η φωτιά του Προμηθέα, εκδ.Νησίδες,  Αθήνα, 1998, σελ.64.

13. Μαρκούζε Χ. ,Ο μονοδιάστατος άνθρωπος ,   εκδ.Παπαζήση , σελ.55.

14. Ό.π. , σελ.68

15. Fromm Erich, Η επανάσταση της ελπίδας. Για μια ανθρώπινη τεχνολογία, εκδ.       Μπουκουμάνη, Αθήνα , 1979, σελ. 14.

16. Ό.π., σελ. 58

17. Bookchin Murray, Προς μιαν απελευθερωτική τεχνολογία , Διεθνής Βιβλιοθήκη , 1979, σελ. 76.

18. Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο , τ.1, ό.π.,  σελ.193

19.  Ενδεικτικό στοιχείο τέτοιας  ιδιοτελούς συμπεριφοράς  είναι το γεγονός πως το   1988, μόνο στις επιχειρήσεις του αγροτοβιομηχανικού συμπλέγματος της ΕΣΣΔ,   συνελήφθησαν 250.000 εργαζόμενοι-«κουβαλητές» για κλοπή αντικειμένων συνολικής αξίας 100 εκ.ρουβλίων. Βλ.Правительственный Вестник, №7 , 1989, с.11    ( Πραβιτελστβενιϊ Βέστνικ, τεύχος 7, 1989,σελ.11).Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του  σοβιετικού  οικονομολόγου Α.Α.Σεργκέγιεφ  η συνολική αξία της κλεμένης  κρατικής   περιουσίας σε αυτό τον κλάδο ανέρχεται στα 5 δισεκατομμύρια ρούβλια .Βλ.   Альтернатива: выбор пути , М., Мысль, 1990 , с.57 (Εναλλακτική λύση : επιλογή   πορείας, Μόσχα, 1990,   σελ.57.) Με βάση κάποιες άλλες  εκτιμήσεις , πριν  ακόμα    την εποχή της περεστρόικα  στη  Σοβιετική Ένωση υπήρχαν  περίπου 500.000      «κουβαλητές». Βλ. Συνέντευξη με τον  Β.Α.Βαζιούλιν στο περιοδικό  Αριστερή      ανασύνταξη , τεύχος 4-5 , σελ.65.

20. Βλ.Κλιφ Τ.,Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία, εκδ. Παρουσία, Αθήνα, 1983    σελ.25-30. Βλέπε  επίσης: Σαπίρ  Ζακ, Εργάτες και εργασιακές σχέσεις στη Ρωσία,   εκδ.Κομμούνα, σελ.39-40.

21.Τελικά  η θεωρία  περί  «βασικού  νόμου της σοσιαλιστικής συσσώρευσης» του Ε.Α.Πρεομπραζένσκι και το αντίστοιχο πρόγραμμα οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ αποδείχθηκαν  προφητικά ως προς τον τρόπο και τις μέθοδες με  τις οποίες συντελέσθηκε  ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της χώρας αυτής .

22.  Ενδεικτικό είναι το στοιχείο που αναφέρει ο Ζ.Σαπίρ ,ότι δηλαδή «Το 1937 στα    9,1 εκατομμύρια βιομηχανικών εργατών έχουν έρθει από την επαρχία ανάμεσα στα 7      και 7,9 εκατομμύρια».Βλ. Σαπίρ  Ζακ , ό.π.,σελ.43 . Ακόμη και στους  προηγμένους για την εποχή κλάδους , όπως ήταν ο αεροναυπηγικός και η βιομηχανία τρακτέρ και οχημάτων ,οι εργάτες αγροτικής καταγωγής ανέρχονταν το 1932-1933 στο 54,1 %  του συνόλου των απασχολουμένων. Βλ. Белоусов Р.А. , Исторический опыт планового управления экономикой СССР , М., Мысль, 1983, с.170 (Μπελοούσοφ Ρ.Α. , Η ιστορική εμπειρία σχεδιοποιημένης διεύθυνσης της οικονομίας της ΕΣΣΔ,  Μόσχα 1983,  σελ.170)

23. Τρότσκι Λ., Τρομοκρατία  και κομμουνισμός , εκδ.Αλλαγή, Αθήνα, 1979, σελ.177.

24.  Ό.π., σελ.193.

25.  Ό.π., σελ.187

26.  Ό.π., σελ.212

27. Βλ.ό.π., σελ.177,189

28. Λένιν Β.Ι. «Τα άμεσα καθήκοντα  της  σοβιετικής  εξουσίας», στο: Λένιν Β.Ι.   Άπαντα, τ.36 , Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα, 1987, σελ.194

29.  Ό.π., σελ.200

30. Ένγκελς Φ. , «Περί εξουσίας», στο:  Μαρξ Κ.,Ένγκελς Φ.,  Έργα, τ.18 , 2-η ρωσ. έκδοση , Μόσχα , 1961 , σελ. 303 , 304

 

31.  Μαρξ Κ., Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα,  1978, σελ.83

32. Ό.π., σελ.86

 

33.  Δαφέρμος Μ., Παυλίδης Π., Πατέλης Δ., ό.π., σελ.68

34.   Попов Г.Х. , С точки зрения экономистаУроки горкие но необходимые,     М.,  Мысль, 1988, с. 82 (  Ποπόφ Γκ.Χ. ,«Από τη σκοπιά του οικονομολόγου»,  στο: Μαθήματα πικρά αλλά αναγκαία, Μόσχα, 1988, σελ.82 )

35. Бузгалин А.В., Кольганов А.И., указ.соч., с.33 (Μπουζγκάλιν Α.Β.,  Κολγκάνοφ Α.Ι., ό.π.,  σελ.33 )

36. Μαρξ  Κ., Το Κεφάλαιο, τ. 3, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα , 1978, σελ. 972

37. Βλ. Hegedus A.The Structure of Socialist Society .Theoretical Problems, London 1977, p52. Το παράθεμα δίνεται από την εργασία του Ε.Mandel Power and Money .A Marxist Theory of  Bureaucracy, εκδ.Verso, London-New York, 1992,  σελ. 80

 

38. Βλ. Альтернатива:   выбор пути, М., Мысль, 1990, с.52 ( Εναλλακτική   λύση: επιλογή πορείας, Μόσχα, 1990,   σελ.52.)

39. Еремин А.М., Собственность – основа экономики, всего общественного строя - Альтернатива:   выбор пути, М., Мысль, 1990, с. 167 (Γιεριόμιν Α.Μ.  «Η ιδιοκτησία – βάση της οικονομίας , όλου του κοινωνικού καθεστώτος», στο: Εναλλακτική   λύση: επιλογή πορείας, Μόσχα, 1990,   σελ.167.)

 

40. Τρότσκι Λ.,  Η προδομένη  επανάσταση, εκδ. Αλλαγή, Αθήνα, 1984,  σελ.232

41. Λένιν Β.Ι., Άπαντα , τ.42 , Σύγχρονη   Εποχή, σελ.165.

42.  Ό.π., σελ. 248.

43. Λένιν Β.Ι. , Άπαντα , τ.52,  Σύγχρονη Εποχή,  σελ.193

44.  Πουλαντζάς Ν., Το κράτος , η εξουσία , ο σοσιαλισμός, εκδ. Θεμέλιο,  σελ. 379

 

45. Για περισσότερες λεπτομέρειες επί του θέματος, βλέπε: Ρούσης Γ., Ο Λένιν για τη γραφειοκρατία, Σύγχρονη  Εποχή, Αθήνα, 1985 ,  σελ. 123- 181

46. «Είναι αυτονόητο και άμεσα προφανές   -επισημαίνει ο Γκ.Λούκατς - …ότι …ένα   κίνημα εκδημοκρατισμού με σοσιαλιστικό νόημα δεν μπορεί σήμερα παρά να καθο-  δηγείται, σύμφωνα με την έκφραση του Λένιν, από τα έξω, ότι δεν μπορεί να   συνειδητοποιηθεί αυθόρμητα από αυτούς που συμμετέχουν … η  πλατιά διαδεδομένη απάθεια των εργαζόμενων μαζών μπορεί να μετατραπεί σε σοσιαλιστική δημοκρατική δράση μόνο με στοχοπροσηλωμένη δουλειά».Βλ. Λούκατς Γκ., Αστική και   σοσιαλιστική δημοκρατία , εκδ.Κριτική, Αθήνα, 1987, σελ. 172.

47. Βλ. Mandel E., Power and Money .A Marxist Theory of  Bureaucracy, εκδ.Verso, London-New York , 1992, σελ.195.