επισΤημη και ανθρωπισμοσ

 

των Μανώλη Δαφέρμου και Ραφίκ Σάαντ (Λίβανος)


 

Ο διάλογος που έχει αναπτυχθεί γύρω από το πρόβλημα της συ­σχέτισης επιστήμης και ανθρω­πισμού ανέδειξε την ύπαρξη αλληλοαποκλειόμενων απόψεων και προσεγγί­σεων. Οι απόψεις αυτές μορφοποιού­νται συχνά σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα τα οποία συσπειρώνουν επιστήμονες, διανοούμενους και κοινωνικούς παρά­γοντες. Στα στρατόπεδα των «ορθολογιστών», τεχνοκρατών και πραγματι­στών αφενός και των ηθικολόγων, «ανθρω­πιστών» και «ρομαντικών» αφετέρου. Η πόλωση που παρατηρείται γύρω από το εν λόγω ζήτημα αντανακλά τον αντιφα­τικό χαρακτήρα του ίδιου του αντικειμέ­νου, αλλά και την όξυνση της σύγκρου­σης μεταξύ αντιτιθέμενων κοινωνικών δυνάμεων και τάσεων της ιστορικής ανάπτυξης.

Η επιστημονικοτεχνική πρόοδος άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση του αν­θρώπου από την άμεση φυσική εξάρτηση και συνέβαλεε στη δημιουργία τεράστιων δυνατοτήτων μετασχηματισμού του φυσικού περιβάλλοντος. Όμως σε συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστι­κών σχέσεων παραγωγής η φύση αντιμε­τωπίζεται καθαρά εργαλειακά, ως απλό μέσο, ως εργαλείο για εύκολη κερδοφο­ρία. Αυτή η αρπακτική, χρησιμοθηρική σχέση της κοινωνίας απέναντι στη φύση οδηγεί στην καταστροφή των ίδιων των βιολογικών προϋποθέσεων ύπαρξης της κοινωνίας, απειλεί να εξαφανίσει την ανθρωπότητα (οικολογική καταστρο­φή).

Η επιστημονικοτεχνική πρόοδος ανοίγει το δρόμο για τη δημιουργία αφθονίας υλικών αγαθών και τη λήξη του αγώνα για την εξασφάλιση των ανα­γκαίων μέσων για τη βιολογική επιβίω­ση των ανθρώπων. Όμως η ειρωνεία της ιστορίας έγκειται στο γεγονός ότι αυτές οι τεράστιες δυνατότητες δεν χρησιμο­ποιούνται ως μέσο για την εξάλειψη της πείνας, για τη θεραπεία των διάφορων ασθενειών, για το ξεπέρασμα της φτώ­χιας και αθλιότητας στις οποίες είναι καταδικασμένα εκατομμύρια ανθρώπων στον πλανήτη μας, αλλά ως μέσο για τη δημιουργία όπλων μαζικής κατα­στροφής τα οποία σπέρνουν το θάνατο και τον όλεθρο. Την ίδια στιγμή που η πληροφορική παρέχει τη δυνατότητα ανάπτυξης πολλαπλών μορφών επικοι­νωνίας, όλο και περισσότερο δυναμώνει η εξατομίκευση της κοινωνίας, η αποξέ­νωση ανάμεσα στους ανθρώπους. Το φαινόμενο της μοναξιάς και οι ψυχικές διαταραχές που συνδέονται μ' αυτό εί­ναι μία ακόμη πτυχή της σύγχρονης κα­πιταλιστικής βαρβαρότητας. Ο κατανα­λωτικός παράδεισος, το καύχημα της «οικονομίας της αγοράς» αποτελούν φτηνό υποκατάστατο της έλλειψης ιδα­νικών, της πνευματικής και πολιτιστι­κής φτώχιας των μικροαστών. Η έλλει­ψη κοινωνικού ιδανικού, η απώλεια του νοήματος της ζωής οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των αυτοκτονιών, στην εξάπλωση της βίας και της εγκληματικό­τητας, ιδιαίτερα στη νεολαία, η οποία σαν βαρόμετρο αντανακλά την παρακμή της κοινωνίας.

Μ' άλλα λόγια, η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην επιστημονικοτεχνική, ηθική και κοινωνική πρόοδο δεν είναι μια σχέση μονοσήμαντου και ευθύγραμ­μου καθορισμού, αλλά μια σύνθετη και αντιφατική αλληλεπίδραση. Ιστορικά διαμορφώθηκαν δύο βασικές προσεγγί­σεις οι οποίες απολυτοποιούν τη μία ή την άλλη πλευρά αυτής της αλληλεπί­δρασης: η θετικιστική-αντικειμενιστική και η ανθρωπολογική-υποκειμενιστική προσέγγιση.

Οι θετικιστές καθοδηγούμενοι από την αρχή «επιστήμη για την επιστήμη» εξετάζουν την επιστημονική έρευνα ως σφαίρα της «καθαρής», «αντικειμενικής» γνώσης η οποία αντανακλά το «ον» σε αντιπαράθεση με το «δέον». Σύμφωνα με αυττή την προσέγγιση η επιστή­μη πρέπει ολοκληρωτικά να απελευθε­ρωθεί από τα αισθήματα, τις πεποιθή­σεις, τις αναζητήσεις των ανθρώπων που μολύνουν την «αγνότητα» και την «καθαρότητα» της. Το κοινωνικό, ηθικό και αισθητικό ιδανικό, το «ζήτημα του νοήματος» της ανθρώπινης ύπαρξης αναγορεύονται σε «μεταφυσικά ζητήμα­τα» δήθεν ξένα προς την ίδια την ουσία της επιστήμης. Το αντικείμενο της επι­στημονικής έρευνας εξετάζεται ως σύνο­λο εξωτερικά συνδεμένων γεγονότων και παραγόντων, ενώ η επιστημονική γνώση ανάγεται στην επιφανειακή, εμπειρική, εξωτερική περιγραφή τους (η έρευνα της ουσίας, των εσωτερικών συ­ναφειών του αντικειμένου ανακηρύσσε­ται «ψευδοπρόβλημα»). Οι μέθοδοι των φυσικών επιστημών αντιπαρατίθενται στις μεθόδους των «ανθρωπιστικών» επιστημών και εξετάζονται ως μοντέλο, «παράδειγμα» επιστημονικότητας. Η επιστήμη σύμφωνα με τους θετικιστές πρέπει να αντικειμενικοποιηθεί, να «αποϊδεολογικοποιηθεί», να «απανθρωποποιηθεί» και το ίδιο το υποκείμε­νο της γνώσης πρέπει να αφομοιωθεί, διαχεόμενο στις απρόσωπες δομές του αντικειμένου (αξίζει να σημειωθεί ότι ο αντικειμενισμός νομοτελειακά οδηγεί στον υποκειμενικό ιδεαλισμό).

Οι άνθρωποι στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης ανάγονται σε απλά εργα­λεία, όργανα, αντικείμενα χειραγώγη­σης, που αφομοιώνονται από τις απρό­σωπες δομές, οι οποίες μετατρέπονται σε παντοδύναμο (απρόσωπο) υποκείμε­νο. Έτσι πραγματοποιείται η αντιστροφή της σχέσης αντικειμένου-υποκειμένου: οι ζωντανοί άνθρωποι, τα ενεργά υποκείμενα, μετατρέπονται σε παθητικά αντικείμενα, ενώ στα πράγματα προσδί­δονται ανθρώπινες ιδιότητες, που τα με­τατρέπουν σε υποκείμενα τα οποία κυ­ριαρχούν πάνω στους ανθρώπους. Ο χαρακτηριστικός για το θετικισμό φετι­χισμός της γνώσης έχει τη βάση του στο φετιχισμό του εμπορεύματος, τον οποίο μελέτησε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο».

Η τεχνοκρατική ιδεολογία -οργανι­κή πλευρά του θετικισμού- βασίζεται στην αυταπάτη του εφικτού της άρσης των κοινωνικών αντιθέσεων, διαμέσου της εγκαθίδρυσης της εξουσίας των «ειδικών», των «ειδημόνων», οι οποίοι είναι ικανοί να χρησιμοποιούν τη σύγ­χρονη τεχνική και τεχνολογία. Στηη βάση της τεχνοκρατικής ιδεολογίας βρίίσκεται η μηχανιστική αναγωγή της κοινωνιικής ανάπτυξης στην εξέλιξη της τεχνικής, ο αφελής-αισιόδοξος τεχνολογικός ντε­τερμινισμός.

Συνολικά, αξίζει να ειπωθεί ότι η θε-τικιστική-τεχνοκρατική προσέγγιση εκ­φράζει τις διαθέσεις της επιστημονικής και τεχνικής ελίτ της καπιταλιστικής κοινωνίας, της «ακαδημαϊκής επιστή­μης», οι εκπρόσωποι της οποίας βλέ­πουν τον κόσμο μέσα από τους κοντό­φθαλμους φακούς της στενής επιστημο­νικής τους εξειδίκευσης, καθώς βρίσκο­νται κάτω ααπό την εξουσία των ψευδαι­σθήσεων που δημιουργεί ο υποδουλωτι-κός καταμερισμός της εργασίας.

Οι ανθρωπολογιστές-υποκειμενιστές κηρύσσουν «ιερό πόλεμο» εναντίον των θετικιστών-τεχνοκρατών, διαμαρ­τυρόμενοι για τη μετατροπή του ανθρώπου σε εξάρτημα μιας τεράστιας μηχα­νής και για τις σύγχρονες μορφές τεχνο­λογικής δουλλείας. Σε αντιπαράθεση με τους θετικιστές, οι οποίοι δέχονται ως αρχή την ύπαρξη «καθαρής γνώσης», «αποφλοιωμένης» από κάθε υποκειμε­νικότητα, οι ανθρωπολογιστές σε πρώτο πλάνο προβάλλουν την «καθαρή συνεί­δηση», αποδεσμευμένη από τις «αλυσί­δες» οποιασδήποτε μορφής.

Οι ανθρωπολογιστές «μάχονται» ηρωικά εναντίον του μηχανιστικού υλι­σμού, συμπεριλαμβανόμενου του λεγό­μενου «οικονομικού υλισμού» και του νατουραλισμού, ο οποίος εξετάζει τον άνθρωπο ως απλό αντικείμενο, κατα­πνίγοντας την ελευθερία του, υποτάσσοντάς τον στους τυφλούς νόμους της αντικειμενικής αναγκαιότητας, στα βα­ριά δεσμά της αιτιοκρατίας. Ως μοναδι­κή δυνατότητα σωτηρίας της ελευθερίας του ανθρώπου παρουσιάζεται η άρνηση των αντικειμενικών κοινωνικών νόμων, η απόρριψη της ιστορικής νομοτέλειας. Τα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται ως προϊόν της υποκειμενικής βούλησης, της ελεύθερης επιλογής των ανθρώπων από ένα φάσμα ισοδύναμων δυνατοτή­των. Η αυθόρμητη διαμαρτυρία εναντίον του φαταλισμού οδηγεί σ' αυτήν την πε­ρίπτωση στο άλλο άκρο, στο ρελατιβισμό (σχετικισμό), ο δίκαιος αγώνας εναντίον του οικονομικού ντετερμινισμού ανοίγει το δρόμο σ' έναν υποκειμενισμό δίχως όρια, σε μια ηθικολογία νεοκαντιανού τύπου. Ο κομμουνισμός και ο σοσια­λισμός φέρονται ως ηθικές αξίες, ως απραγματοποίητα -στον υλικό κόσμο-ιδανικά. Η αξιολογία και η ηθικολογία παρουσιάζονται ως μοναδικές εναλλακτικές λύσεις στον αγώνα εναντίον του θετικιστικού φετιχισμού της γνώσης.

Στην πραγματικότητα, τόσο ο θετικι­στικός φετιχισμός της γνώσης και της τεχνικής όσο και η νεοκαντιανή δεοντο­λογία και αξιολογία έχουν την ίδια κοι­νωνική βάσηη: την κυριαρχία των εμπορευματικών-χρηματιστικών σχέσεων, την εξομοίωση και ομοιομορφοποίηση των αποξενωμένων ατόμων. Ανα­κύπτουν επίσης στη βάση της επιβολής της εξουσίας των προϊόντων, των απο­τελεσμάτων της ανθρώπινης εργασίαας (στη δεδομένη περίπτωση των επισστημο­νικών γνώσεων ως αποτελεσμάτων ττης επιστημονικής εργασίας, ως «προϊόό­ντων» της αντικειμενοποίησης) πάάνω στη ζωντανή, στη δημιουργική εργαασία (η «νεκρή» επιστημονική γνώση βάζζει φραγμό στην επιστημονική δημιουρργία, στην ανάπτυξη της μεθόδου της επιιστή­μης και στην παραγωγή νέας «ζω­ντανής» επιστημονικής γνώσης) είτε στη βάση της επιβολής ηθικών αξιών και αρ­χών ξένων και εχθρικών προς τις πραγ­ματικές ανάγκες των ατόμων, η εφαρμο­γή των οποίων οδηγεί στην αποσύνθεση και διάχυση της προσωπικότητας τους.

Όσο και να φαίνεται παράξενο, οι ανθρωπολογιστές-υποκειμενιστές βρί­σκονται δέσσμιοι του νατουραλισμού και του μηχανιστικού υλισμού στους οποί­ους ασκούν κριτική. Για παράδειγμα, οι ανθρωπολογιστές ουσιαστικά ταυτί­ζουν την αιτιοκρατία με τον μηχανιστι­κό ντετερμινισμό και τον εξίσου μηχανι­στικό υλισμό του Λαπλάς, σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει πλήρης προκαθορι­σμός των μελλοντικών γεγονότων από τα γεγονότα του παρελθόντος, ενώ απορρίπτεται εντελώς ο ρόλος του τυχαίου και του υποκειμενικού παράγο­ντα. Στη συνέχεια απορρίπτουν την ιστορική νομοτέλεια, προκειμένου να προσδώσουν στο ρόλο του ιστορικού υποκειμένου τη σημασία του τυχαίου, της ιστορικής δυνατότητας στη διαδικα­σία ανάπτυξης της κοινωνίας. Σε αντί­θεση με αυτήν τη μεταφυσική αντίληψη της ιστορικής αναγκαιότητας, ο μαρξι­σμός εξετάζει τους κοινωνικούς νόμους ως τάσεις οι οποίες ανοίγουν το δρόμο της ιστορικής ανάπτυξης μέσα από τη σύγκρουση τους με αντίθετες τάσεις. Οι άνθρωποι με τη δραστηριότητα τους μπορούν να επιταχύνουν ή να επιβραδύ­νουν την κίνηση της ιστορίας στηριζόμε­νοι στη μια ή στην άλλη ιστορική τάση. Δεν μπορούν όμως να καταργήσουν τους νόμους της ιστορίας, την ιστορική αναγκαιότητα.

Οι ανθρωπολογιστές, με το πρόσχη­μα της κριτικής της τεχνοκρατικής ιδεο­λογίας, απορρίπτουν την αναγκαιότητα μελέτης της οικονομικής σφαίρας, δηλα­δή της ουσίας της ανθρώπινης κοινω­νίας, απορρίπτουν τον καθοριστικό ρό­λο του κοινωνικού είναι απέναντι στην κοινωνική συνείδηση. Κάθε προσπάθεια μελέτης της αλληλεπίδρασης των παρα­γωγικών δυνάμεων και των σχέσεων πα­ραγωγής ανααγορεύεται σε «οικονο­μισμό», τεχνοκρατισμό κ.λπ. Η αφελής τεχνοκρατική αισιοδοξία δίνει τη θέση της σ' ένα ρομαντικό αντιτεχνοκρατισμό. Οι θεωρητικές κατασκευές των ανθρωπολογιστών αποτελούν εκσυγχρονι­σμένη έκδοση του οικονομικού ρομαντι­σμού του Σισμόντι, και οδηγούν αναπό­φευκτα σε μια χαώδη θέαση της κοινω­νίας ως αποτελέσματος της δράσης δια­φόρων «παραγόντων». Καθοριστικοί αναδεικνύονται κατεξοχήν οι λεγόμενοι «υποκειμενικκοί παράγοντες»).

Μια από τις αναπόφευκτες συνέπει­ες αυτής της προσέγγισης είναι η σύγ­χυση του λόγου και της διάνοιας ως μορ­φών σκέψης. Ως εναλλακτική λύση στον «μονόπλευρο ορθολογισμό» εμφανίζο­νται οι συναισθηματικές εξάρσεις, τα εκ­φραστικά αισθητηριακά απεικάσματα, τα φτερουγίσματα της ψυχής. Ο ανθρωπολογισμός αποτελεί την ιδεολογία της «δυστυχισμέένης συνείδησης» που ζει σ' έναν αποξενωμένο κόσμο, στον οποίο τσακίζεται η ελευθερία του ατόμου και το ίδιο το άτομο αφομοιώνεται σε μια γκρίζα, παθητική, αποπροσωποποιημένη μάζα. Ως μοναδικός τρόπος σωτηρίας παρουσιάζεται η φυγή του ατόμου από τον υλικό κόσμο στον κόσμο των «ηθι­κών αξιών», των θρησκευτικών κηρυγ­μάτων, των αγνών και μέχρι παραληρή­ματος αυθόρμητων συγκινήσεων...

Όμως η «δυστυχισμένη συνείδηση» αργά ή γρήγορα ανακαλύπτει ότι η εξω­τερική αποξένωση έχει μετατραπεί σε εσωτερική αποξένωση, σε κυριαρχία τυφλών, αυθόρμητων, ανορθόλογων δυνάμεων πάνω στη θέληση, στο «εγώ» του αλλοτριωμένου ατόμου. Ο ανθρωπολογισμός αποτελεί έκφραση της αυθόρμητης διαμαρτυρίας της «δυστυ­χισμένης συνείδησης» εναντίον του αποξενωμένου κόσμου, και ταυτόχρονα προϊόν του συμβιβασμού, της προσαρ­μογής σ' αυτό τον κόσμο.

Η λατρεία του αφηρημένου «Ανθρώ­που» έξω από οποιοδήποτε χωροχρονικό και ιστοορικοκοινωνικό προσδιορι­σμό αποτελεί μορφή εξιδανίκευσης του αλλοτριωμένου ατόμου της «κοινωνίας των ιδιωτών» το οποίο εξετάζει τον εαυτό του ως αυτοσκοπό, και όλους τους άλλους ανθρώπους ως μέσα για την ικανοποίηση των εγωιστικών του αναγκών. Τα κηρύγματα περί «εξανθρω­πισμού» της επιστήμης και της κοινω­νίας, δίχως ριζικό επαναστατικό μετα­σχηματισμό του συνόλου των κοινωνι­κών σχέσεων, αποτελούν χαρακτηριστι­κό γνώρισμα της ιδεολογίας του μικροα­στού ο οποίος ασκεί κριτική στις «κακές πλευρές» του καπιταλισμού και την ίδια στιγμή επιδιώκει να διατηρήσει τις «καλές πλευρές» του.

Ο «εξανθρωπισμός» αυτός αποτελεί αντεστραμμένη, ιδεολογική μορφή έκ­φρασης της ουτοπικής προσπάθειας τα­ξικού συμβιβασμού, άρσης των ταξικών αντιθέσεων στο πλαίσιο της ηθικής συνείδησης του σύγχρονου φιλισταίου. Είναι το φαινόμενο της «διπλής συ­νείδησης», του διχασμού ανάμεσα στην «κοινωνική» και «ατομική» ηθική (στην ηθική «για τους άλλους» και στην ηθική «για τον εαυτό μας») πράγμα το οποίο αποτελεί οργανικό στοιχείο της στάσης ζωής αυτού του φιλισταίου.

Τόσο ο θετικισμός όσο και ο ανθρωπολογισμός -παρ' όλες τις διαφορές τους- κινούνται στο πλαίσιο της ίδιας μεταφυσικής λογικής, η οποία υπερδιογκώνει, απολυτοποιεί τη μια ή την άλλη πλευρά της πραγματικής αλληλεπίδρα­σης και, σε τελευταία ανάλυση, οδηγούν στην απολογητική των φετιχοποιημένων, αλλοτριωμένων κοινωνικών σχέ­σεων. Και οι δύο αντιδιαλεκτικές προ­σεγγίσεις έχουν ως προϋπόθεση την αποδοχή της αντίθεσης επιστήμης-ανθρωπισμού ως δεδομένης κατάστασης, δίχως να εξηγούν τις αιτίες που προκά­λεσαν τη γέννηση της και τις δυνατότητες άρσης της στο μέλλον. Η μαρξιστική ανάλυση της πορείας ανάπτυξης της κοινωνίας και της επιστήμης ως φυσικοϊστορικής διαδικασίας δίνει το κλειδί για μια πιο βαθειά προσέγγιση του προ­βλήματος. Στο πλαίσιο αυτής της προ­σέγγισης εξετάζεται η διαδικασία δια­μόρφωσης των προϋποθέσεων πρωταρ­χικής γέννησης, σχηματισμού και ωρί­μανσης της επιστήμης. Η επιστήμη εξε­τάζεται όχι μόνο ως μορφή γνώσης αλλά μορφή κοινωνικής συνείδησης, τίθεται το πρόβλημα της οργανικής αλληλεπί­δρασης της με την διαδικασία ανά­πτυξης της κοινωνίας.

Οι προϋποθέσεις της επιστήμης γεν­νιούνται στην πρωτόγονη κοινωνία με τη μορφή της παρατήρησης και της περι­γραφής φυσικκών αντικειμένων και δια­δικασιών. Τα πρώτα στοιχεία της γνώ­σης εμφανίζονται ως πλευρές της άμε­σης κοινωνικής πρακτικής, και πρώτ' απ' όλα της εργασιακής πρακτικής, η οποία προσανατολίζεται στην εξασφά­λιση των αναγκαίων προσόντων για τη βιολογική επιβίωση των ανθρώπων. Έτσι, η παραατήρηση, για παράδειγμα, της κίνησης του ήλιου και των άστρων ήταν αναγκαία για την οργάνωση της αγροτικής εργασίας. Τα στοιχεία επι­στημονικής γνώσης συγχέονται ακόμα με μύθους, φανταστικές αναπαραστά­σεις φυσικών δυνάμεων, μαγικές τελε­τουργίες κ.λπ.

Η πρωταρχική γέννηση της επιστή­μης ως σχετικά ανεξάρτητης μορφής κοινωνικής συνείδησης, η σχετική ανεξαρτοποίηση της από την άμεση κοινω­νική πρακτική, έχει ως υλική βάση τη δη­μιουργία σταθερού πλεονάσματος προϊ­όντων (πάνω από το αναγκαίο επίπεδο για την ικανοποίηση των στοιχειωδών βιολογικών αναγκών των ανθρώπων). Έτσι, εμφανίζεται μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι απελευθερώνονται από τη σκληρή χειρωνακτική εργασία και απο­κτούν τη δυνατότητα να επιδοθούν σε πνευματικές ασχολίες και οργανωτικές δραστηριότητες. Τα πρώτα στοιχεία επι­στημονικής γνώσης γίνονται κτήμα αυτής της ομάδας του «ιερατείου της γνώσης» η οποία απόκτησε τη δυνατότη­τα να αναπτύσσει τις πνευματικές ικα­νότητες της σε βάρος της πλειονότητας των ανθρώπων που ήταν καταδικασμέ­νοι να μένουν στην αμάθεια και την απο­βλάκωση. Η πρωταρχική γέννηση της επιστήμης συνδέεται με την εμφάνιση της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και χειρωνακτική εργασία, και τη διά­σπαση της κοινωνίας σε κοινωνικές τά­ξεις με αντιμαχόμενα υλικά συμφέρο­ντα.

Η καχυποψία και η εχθρότητα των λαϊκών μαζών προς την επιστήμη και την τεχνική ήταν έκφραση του γεγονό­τος ότι αυτές βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο των κυρίαρχων κοινωνικών τά­ξεων. Από την άλλη μεριά, οι μορφωμέ­νοι, οι «ιερείς της γνώσης», αντιμετώπι­ζαν με υπεροψία τις κατώτερες κοινωνι­κές ομάδες, έβλεπαν περιφρονητικά τη χειρωνακτική εργασία. Αυτή η περιφρό­νηση προς τη χειρωνακτική εργασία βρήκε την αντανάκλαση της στον ενατενιστικό, θεωρησιακό χαρακτήρα της αρ­χαίας επιστήμης, στην αδυναμία εφαρ­μογής των επιτευγμάτων της για το με­τασχηματισμό, για την επαναστατικοποίηση της ίδιας της διαδικασίας της παραγωγής.

Η πρωταρχική εμφάνιση της επιστήμης ως σχετικά ανεξάρτητης μορφής κοινωνικής συνείδησης (αν και ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί ο διαχωρισμός της από τις άλλες πλευρές κοινωνικής συνείδησης) είχε αντιφατικό χαρακτή­ρα. Από τη μια μεριά ήταν μεγάλη κατά­κτηση της ανθρωπότητας η οποία συντέ­λεσε στην απελευθέρωση της κοινωνίας από την άμεση φυσική εξάρτηση, και συνέβαλε στην γρήγορη ανάπτυξη των διανοητικών ικανοτήτων, της πνευ­ματικής καλλιέργειας της ανθρωπότη­τας. Από την άλλη πλευρά, η γρήγορη ανάπτυξη της πνευματικής καλλιέργει­ας μιας σχετικά μικρής ομάδας ανθρώ­πων, μπόρεσε να πραγματοποιηθεί εξαι­τίας του ότι η πλειοψηφία των ανθρώ­πων ήταν αναγκασμένη να εργάζεται για να τους εξασφαλίσει τα αναγκαία προς το ζην μέσα, ήταν καταδικασμένη να πα­ραμένει μέσα στην αγραμματοσύνη και την καθυστέρηση.

Η αρχαία επιστήμη μοιάζει με την πρώτη ενατένιση του ανθρώπου, ο οποί­ος μόλις άρχισε να απελευθερώνεται από την άμεση φυσική ανάγκη στον κό­σμο που τον περιβάλλει. Χαρακτη­ριστικό γνώρισμα αυτής της πρώτης ενατένισης του εξωτερικού κόσμου είναι η αισθητηριακή-συγκεκριμένη, η άμεση σύλληψη της καθολικής κίνησης, της αλ­λαγής, η μη διαφοροποίηση ξεχωριστών πλευρών, στιγμών, σχέσεων της καθολι­κής αλληλεπίδρασης των πραγμάτων. Σ' αυτό το στάδιο η φιλοσοφία ταυτίζεται άμεσα με την επιστήμη, ενώ οι επιμέρους επιστήμες δεν έχουν ακόμη διαχωριστεί η μια από την άλλη, δεν έχουν ακόμη αποκοπεί από τη φιλοσοφία. Οι φιλοσο­φικές επιστημονικές εργασίες έχουν ταυτόχρονα το χαρακτήρα έργων τέ­χνης, ενώ η ίδια η τέχνη είναι αναπόσπα­στη από τη φιλοσοφική κοσμοθεωρητική αναζήτηση.

Στους νέους χρόνους αρχίζει να πραγματοποιείται η χειραφέτηση της επιστήμης από τη θρησκεία, και η φιλο­σοφία αρνιέται το ρόλο της θεραπαινίδος της θεολογίας. Τη θέση της ενατενιστικής, θεωρησιακής αρχαίας επιστήμης καταλαμβάνει η πειραματική, εμπειρική επιστημονική γνώση, η οποία προσανα­τολίζεται στην άμεση πρακτική εφαρμο­γή των ανακαλύψεων της. Η επιστημονι­κή πρόοδος όλο και περισσότερο συνδέ­εται με την τεχνική πρόοδο, με το μετα­σχηματισμό της ίδιας της διαδικασίας της παραγωγής. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο πλήγμα εναντίον της αριστοκρα­τικής, ελιτίστικης, σχολαστικής κατα­νόησης της επιστήμης συνδέεται με την ανάπτυξη του ανθρωπισμού στην Ευρώπη. Ο ανθρωπισμός του Διαφωτι­σμού αποτελούσε θεωρητική έκφραση της διάλυσης της φεουδαρχικής ιεραρχι­κής κοινωνικής δομής και της διαμόρ­φωσης ανεξάρτητων ατομικοτήτων.

Πρωταρχικά η ανάπτυξη της επιστή­μης συνδέθηκε με την εξέλιξη της ατομι­κής χειροτεχνικής εργασίας και της βιο­τεχνικής πααραγωγής. Ο επιστήμονας ήταν ταυτόχρονα καλλιτέχνης και μηχα­νικός (κλασσικοί αντιπρόσωποι αυτού του τύπου επιστήμης είναι ο Λεονάρντο ντα Βίντσι,, ο Λομονόσωφ, ο Γκαίτε κ.ά.). «Στη βάση ανάπτυξης της χειρω­νακτικής εργασίας σε τελευταία ανά­λυση αναπτύσσεται η διάσταση ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία, ανάμεσα στην εμπειρική και θεωρητική γνώση, ενώ παραγωγική σημα­σία αποκτά η εμπειρική και όχι η θεωρη­τική γνώση»[1].

Στο στάδιο διαμόρφωσης της επι­στήμης αρχίζει η απελευθέρωση, η χει­ραφέτηση των επιμέρους επιστημών (πρωταρχικά των φυσικών επιστημών, της μηχανικής, της αστρονομίας κ.λπ.) από τη φιλοσοφία (κατανοούμενη ως «επιστήμη των επιστημών») και τη θεο­λογία. Τη θέση της αρχαίας, ποιητικής, αρμονικής εεικόνας του υπέροχου κό­σμου καταλαμβάνει το ποσοτικό, ατομι­κό, μηχανικό κοσμοείδωλο. Σε πρώτο πλάνο προωθείται η διάνοια, η αναλυτι­κή σκέψη, η διαδικασία της αποκοπής, του διαχωρισμού ξεχωριστών πλευρών και η σχετικά ανεξάρτητη μελέτη κάθε μιας απ' αυτές. Χάνεται η ζωντάνια, η ολότητα, η αρμονικότητα της θέασης του κόσμου, που χαρακτήριζε την αρχαιότη­τα, όμως πραγματοποιείται εμβάθυνση της γνώσης στα επιμέρους στοιχεία της. Η βασική αντίθεση αυτού του σταδίου ανάπτυξης της επιστήμης είναι η αντίθε­ση ανάμεσα στη σχηματιζόμενη σκέψη, την απεικόνιση του αντικειμένου στο επίπεδο της διάνοιας από τη μια πλευρά, και την επεξεργασμένη, αισθη­τηριακή ενατένιση από την άλλη πλευρά, η αντίθεση ανάμεσα στη διάνοια και την αισθητηριακή αντανάκλαση[2]. Η απολυτοποίηση της διάνοιας γέννησε το με­ταφυσικό τρόπο σκέψης, τη διδασκαλία περί του αμετάβλητου της φύσης, της κοινωνίας, της σκέψης.

Προϊόν της αναλυτικής σκέψης είναι ο διαχωρισμός του ατόμου ως φυσικού όντος, ως θεμελιακής αρχής για τη μελέ­τη της κοινωωνίας. Η κοινωνία εξετάζε­ται ως άθροισμα αποξενωμένων, απο­σπασμένων μεταξύ τους ατόμων, καθέ­να από τα οποία θεωρεί τον εαυτό του ως αυτοσκοππό και όλα τα υπόλοιπα άτομα ως απλά μέσα για την ικανοποίη­ση των ατομικών του αναγκών. Ο να­τουραλισμός της αστικής φιλοσοφικής σκέψης έχει ως οργανικό συμπλήρωμα του τον υποκειμενισμό, τη βουλησιαρχία, τον πολιτικό και νομικό ιδεαλισμό (π.χ. θεωρία του «Κοινωνικού Συμβολαίου»).

Η κοσμολογική υπόθεση του Ε. Καντ αποτέλεσε το πρώτο ισχυρό πλήγμα ενα­ντίον της μεταφυσικής θεωρίας του αμε­τάβλητου τηςς φύσης. Ο Καντ απέδειξε, εκτός των άλλων, ότι η διάνοια νομοτε­λειακά και αναπόφευκτα συγκρούεται στην ανάπτυξη της με αντινομίες. Τεκμηρίωσε το διαχωρισμό ανάμεσα στη διάνοια και το λόγο. Ο Χέγκελ έκανε την πρώτη προσπάθεια συστηματικής και ολόπλευρης έρευνας της ανθρώπινης σκέψης στην εσωτερική της κίνηση και ανάπτυξη. Η προσπάθεια αυτή έμεινε ανολοκλήρωτη εξαιτίας του σχετικά χα­μηλού επιπέδου ανάπτυξης των επιμέ­ρους επιστημών, εξαιτίας της ανωριμό­τητας της ίδιας της κοινωνίας (η προ­σπάθεια άρσης της αποξένωσης της «κοινωνίας των ιδιωτών» ήταν καταδι­κασμένη να μείνει στο πλαίσιο της σκέ­ψης, διότι δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδι­κασία διαμόρφωσης των προϋποθέσεων άρσης της στην ίδια την κοινωνική ζωή, στο κοινωνικό είναι).


Δεν είναι τυχαίο ότι η πολιτική οικο­νομία του καπιταλισμού είναι η πρώτη επιμέρους επιστήμη η οποία συστηματι­κά και ολόπλευρα μελετήθηκε από τις θέσεις της υλιστικής διαλεκτικής. Η μέ­θοδος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, στην ενότητα της με την κίνηση της γνώσης από το συγκεκρι­μένο στο αφηρημένο, χρησιμοποιούνται από τον Μαρξ για την απεικόνιση του καπιταλιστικού οικονομικού σχηματι­σμού στην εσωτερική, αμοιβαία συνά­φεια των μερών του. Ο Μαρξ τεκμηρίω­σε τον αναγκαίο και νομοτελειακό χα­ρακτήρα της άρσης του καπιταλισμού, ανέλυσε τις ιστορικές προϋποθέσεις πε­ράσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό.

Όμως, στις υπόλοιπες επιστήμες εξακολούθησε να κυριαρχεί η κίνηση της γνώσης από το αισθητηριακό-συγκεκριμένο στο αφηρημένο με όλες τις συνέπει­ες που συνδέονται μ' αυτό: την κυριαρ­χία της στενής επιστημονικής εξειδί­κευσης, της υπερδιογκωμένης διαφορο­ποίησης ανάμεσα σε διάφορους επιστη­μονικούς κλάδους, στη ρήξη ανάμεσα στις «ανθρωπιστικές» και φυσικές επι­στήμες κ.λπ. Η επιστήμη αποσπάται, αποξενώνεται και αντιπαρατίθεται στις άλλες μορφές κοινωνικής συνείδησης (ηθική, τέχνη κ.λπ.). Έτσι, από τη μια πλευρά αναπτύσσεται η αλληλοσύνδεση, η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε διάφορες σφαίρες της κοινωνικής ζωής, και η ίδια η επιστήμη μετατρέπεται σε άμεση παρα­γωγική δύναμη. Από την άλλη πλευρά, η επιστήμη αποξενώνεται από τις άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, γεννιέται η αυταπάτη της «καθαρής επιστήμης», απελευθερωμένης από όλα τα μεταφυσικά ζητήματα (το ερώτημα για το νόημα της ζωής, τα φλέγοντα πολιτικά προβλή­ματα, το πρόβλημα του ωραίου στην τέχνη κ.λ.π.)

Όσο περισσότερο εξαπλώνεται η αυταπάτη της «καθαρής επιστήμης» τό­σο περισσότερο τα προϊόντα, τα αποτε­λέσματα της επιστημονικής δημιουργίας μετατρέπονται σε τεράστιες ακυβέρνη­τες δυνάμεις, οι οποίες απειλούν να κα­ταστρέψουν τον ίδιο το δημιουργό τους, θέτουν υπό αμφισβήτηση την επιβίωση της ίδιας της ανθρωπότητας. Η ιστορία της επιστήμμης θυμίζει το μύθο του μά­γου που απελευθέρωσε το ανεξέλεγκτο «στοιχειό» και μετατρέπεται σε θύμα των ίδιων των πειραμάτων του.

Γεννιέται το εξής παράδοξο: τα απο­τελέσματα της δραστηριότητας του αν­θρώπου μετατρέπονται σε ανεξάρτητες, αυθόρμητες, ακυβέρνητες, καταστροφι­κές δυνάμεις οι οποίες απειλούν να εξο­ντώσουν τον ίδιο το δημιουργό τους. Για πρώτη φορά μπροστά στην ανθρω­πότητα τίθεται το ερώτημα: μετάβαση σε ένα ριζικά νέο τύπο κοινωνικής ανά­πτυξης, όταν η ανθρωπότητα θα κυριαρ­χεί πάνω στα αποτελέσματα της ίδιας της δημιουργίας ή καταστροφή, ολοκλη­ρωτική εξόντωση.

Η ουσία αυτού του νέου τύπου κοι­νωνικής ανάπτυξης έγκειται στη μετά­βαση από την κατακερματισμένη ανθρω­πότητα (όταν κυριαρχούν οι ταξικές αντιθέσεις και συνεχίζεται «ο αγώνας όλων εναντίον όλων»), στην ενωμένη κομμουνιστική ανθρωπότητα (όταν η ελεύθερη ανάπτυξη της κάθε προσωπι­κότητας θα γίνει προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη του κοινωνικού συνόλου). Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες ο ανθρωπισμός θα πάψει να είναι κενή, αφηρημένη φράση και θα αποκτήσει συγκεκριμένο, πραγματικό, κοινωνικό περιεχόμενο.

Η αυτοματοποίηση της παραγωγής ανοίγει το δρόμο για την υπέρβαση της μονότονης και κουραστικής μηχανικής εργασίας και την εγκαθίδρυση της ελεύ­θερης δημιουργικής εργασίας η οποία αναπτύσσεται έξω από το πλαίσιο της σφαίρας της υλικής παραγωγής. Η δημι­ουργική εργασία προϋποθέτει αντίστοι­χο επίπεδο ανάπτυξης των δημιουργι­κών ικανοτήτων του ανθρώπου και δεν επιβάλλεται από την εξωτερική ανάγκη εξασφάλισης των αναγκαίων για τη βιο­λογική επιβίίωση μέσων, αλλά αποτελεί έκφραση εσωτερικής ανάγκης του ίδιου του δημιουργού, τρόπο αυτοπραγμάτω­σης του.

Σ' αυτό το στάδιο ανάπτυξης της κοινωνίας αίρεται η αντίθεση ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία, η αντίθεση ανάμεσα στα επι­τεύγματα της επιστήμης και του πολιτι­σμού από τη μια μεριά και το χαμηλό διανοητικό και πολιτιστικό επίπεδο των πλατιών λαϊκκών μαζών από την άλλη. Η επιστήμη μετατρέπεται από «δαιμόνια», καταστροφική δύναμη σε δημιουργική δύναμη, η οποία υπηρετεί τις ανάγκες της ανθρωπότητας. Η άρση της αποξέ­νωσης, του κατακερματισμού ανάμεσα στις διάφορες μορφές κοινωνικής συνείδησης (επιστήμη, τέχνη, ηθική) οδηγεί σε ένα νέο τύπο κοινωνικών σχέ­σεων στο πλαίσιο του οποίου η αναζήτη­ση της αλήθειας, η δημιουργία στη βάση των νόμων του ωραίου και η δραστηριότητα σύμφωνα με το καλό, σε αντιστοι­χία με τα συμφέροντα όλης της ανθρω­πότητας θα είναι ένα και το αυτό.

Στο στάδιο ωριμότητας της επιστή­μης κυρίαρχο ρόλο αρχίζει να διαδρα­ματίζει όχι η διάνοια αλλά ο λόγος, η ουσία του οποίου συνίσταται στην απει­κόνιση της κοινωνίας από την άποψη της εσωτερικής της συνάφειας, της αλ­ληλεπίδρασης της με τη φύση, στη διαδι­κασία ανάπττυξης της. Έτσι αίρεται η πο­λυδιάσπαση, ο κατακερματισμός ανάμε­σα σε διάφορους κλάδους επιστημονι­κής γνώσης, ξεπερνιέται η αντίθεση ανά­μεσα στις αανθρωπιστικές και φυσικές επιστήμες, πραγματοποιείται η μετάβα­ση στην «ενιαία, συνθετική επιστήμη του μέλλοντος». «Η επιστήμη η οποία αντι­στοιχεί στηνν αναπτυγμένη, ώριμη αν­θρώπινη κοινωνία είναι συνθετική, εσω­τερικά ενιαία επιστήμη, η γνώση της φύ­σης και η σσυνειδητοποίηση της κοινω­νίας υποβιβάζονται σ' αυτή στο ρόλο των εσωτερικά ενιαίων διαφορετικών πλευρών»[3].

Η μετάβαση στην ενιαία, συνθετική, ώριμη επιστήμη του μέλλοντος αποτελεί άρνηση της άρνησης, κατά κάποιο τρό­πο επιστροφή στη μη διαφοροποιημένη αρχαία επιστήμη, όμως σε ένα ανώτερο επίπεδο, στη βάση της δημιουργικής αφομοίωσης και του μετασχηματισμού όλου του διανοητικού υλικού το οποίο επεξεργάστηηκε η ανθρωπότητα στην ιστορία της.

Κατά την άποψη μας μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρεις αποφασιστικές στιγ­μές στην ιστορία της επιστήμης. Η πρώ­τη στιγμή σσυνδέεται με το πέρασμα από τη γνώση ως αδιαχώριστη πλευρά της άμεσης κοινωνικής πρακτικής στην πρώτη προσπάθεια αισθητηριακής ενα­τένισης της καθολικής κίνησης, της αλ­λαγής. Αυτό το πέρασμα συνδέονταν με την εμφάνιση της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και χειρωνακτική ερ­γασία, της αντίθεσης ανάμεσα στα επι­τεύγματα της επιστήμης και του πολιτι­σμού από τη μια μεριά, και της αμάθειας και της πνευματικής καθυστέρησης στην οποία ήταν καταδικασμένες οι λαϊκές μάζες από την άλλη μεριά.

Η δεύτερη αποφασιστική στιγμή στην ιστορία της επιστήμης σχετίζεται με το πέρασμα από την αισθητηριακή ενατένιση της καθολικής κίνησης στη διάνοια, στην αναλυτική σκέψη. Παράλ­ληλα με την κίνηση της γνώσης από το αισθητηριακάά συγκεκριμένο στο αφηρη­μένο, εμφανίζονται οι πρώτες προσπά­θειες συστηματικής μελέτης ενός συγκε­κριμένου αντικειμένου. Σ' αυτό το στά­διο, η αντίθεση ανάμεσα στην επιστήμη και τις ανάγγκες ανάπτυξης της ανθρω­πότητας φτάνει στο μέγιστο βαθμό όξυνσης, εμφανίζεται ο κίνδυνος αυτο­καταστροφής της ανθρωπότητας από τα ίδια τα δημιουργήματα της.

Όμως, η πιο αποφασιστική στιγμή στην ιστορία της επιστήμης σχετίζεται με το πέρασμα από τη διάνοια στο λόγο, στην εσωτερικά ενιαία, συνθετική, επι­στημονική γννώση. Σ' αυτό το στάδιο αί­ρεται η αντίθεση ανάμεσα στην επιστήμη και τις κατακτήσεις του πολιτισμού από τη μια μεριά και τις ανάγκες και τα συμφέροντα της ανθρωπότητας από την άλλη. Η επιστήμη μπαίνει στη συνειδητή υπηρεσία της ανθρωπότητας, προσανα­τολίζεται στην ικανοποίηση των πραγμα­τικών κοινωνικών αναγκών. Η ίδια η αν­θρωπότητα δεν αναπτύσσεται πλέον στα τυφλά, αλλά πάνω στη βάση της επιστη­μονικής πρόβλεψης, συνειδητά, σχεδια­σμένα ανοίγει το δρόμο για το μέλλον.

Η ιστορία της επιστήμης όπως και η ιστορία της κοινωνίας μοιάζει με έλικα. Στην εποχή μας η επιστήμη πλησιάζει προς την τελευταία σπείρα της ελικοει­δούς πορείας της, στο στάδιο της άρνη­σης της άρνησης, του περάσματος στην ώριμη επιστήμη, η οποία συνειδητά υπη­ρετεί την ανθρωπότητα, εργάζεται για την ολόπλευρη ανάπτυξη όχι μόνο της κοινωνίας συνολικά αλλά και κάθε προ­σωπικότηταςς. Σ' αυτήν όμως την περί­πτωση, το ίδιο το ερώτημα επιστήμη-ανθρωπισμός παύει να υφίσταται.

 

31 Δεκεμβρίου 1992



[1] Β. Α. Βαζιούλιν, «Η Λογικής της Ιστορίας», Μόσχα 1988

[2] Δ. Πατέλης, Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση της οικονομικής επιστήμης, Μόσχα 1991

[3] Β. Α. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας, Μόσχα 1988

1