«Τι σημαίνει λοιπόν κοινωνία, στην πιο γενική της μορφή; Προϊόν αλληλεπίδρασης των ανθρώπων.»[9]
Θα εξετάσουμε τον ορισμό της κοινωνίας, που έδωσε ο Μαρξ, ανεξάρτητα απ' οποιαδήποτε κοινωνική μορφή. Όπως βλέπουμε, ο Μαρξ γράφει 1) για τους ανθρώπους, 2) για την αλληλεπίδραση τους, 3) για το προϊϊόν της αλληλεπίδρασης τους.
Στο παραπάνω απόσπασμα δεν υπογραμμίζεται τυχαία το γεγονός ότι η κοινωνία αποτελεί προϊόν αλληλεπίδρασης των ανθρώπων. Ο Μαρξ διατυπώνει την άποψη του για τις ιδεαλιστικές αντιλήψεις του μικροαστού ιδεολόγου Προυντόν σε σχέση με την ιστορία: «Αυτός [ο Προυντόν - σημ. Β.Β.] βρίσκει, τελικά, ότι οι άνθρωποι, σαν επιμέρους προσωπικότητες, δεν ήξεραν τι έκαναν, ότι αυτοί οι ίδιοι καταλάβαιναν λανθασμένα την ίδια τους την κίνηση, ότι δηλαδή, από μια πρώτη άποψη, η κοινωνική τους εξέλιξη φαίνεται ότι είναι ένα πράγμα διαφορετικό, ξεκομμένο, ανεξάρτητο από την ατομική τους εξέλιξη. Δεν είναι βέβαια σε θέση να εξηγήσει αυτά τα γεγονότα, και γι' αυτό, ακριβώς σ' αυτό το σημείο, κάνει την εμφάνιση της η υπόθεση για τον καθολικό λόγο που αυτοαποκαλύπτεται.»[10] Ο Μαρξ αποδεικνύει ότι η κοινωνική εξέλιξη δεν είναι κάτι το απόλυτα ανεξάρτητο σε σχέση με τους ανθρώπους, αλλά ότι είναι προϊόν της δραστηριότητας των ανθρώπων. Σχετικά μ' αυτό, δίνεται έμφαση στην κριτική της ιδεαλιστικής αντίληψης της ιστορίας, ενώ αν υπογραμμίσουμε τη διαλεκτική αντίληψη της κοινωνίας σε αντίθεση με τη μεταφυσική, πρέπει να δόσουμε έμφαση στο γεγονός πως η κοινωνία είναι ταυτόχρονα και αποτέλεσμα (προϊόν) και διαδικασία αλληλεπίδρασης των ανθρώπων.
Η αλληλεπίδραση των πλευρών, των στιγμών, των στοιχείων κλπ. κλπ., των διαδικασιώνν, των πραγμάτων, των αντικειμένων, είναι η αληθινή «τελική αιτία τους» (causa finalis -Β.Β.) Η εσωτερική τους αλληλεπίδραση, η αλληλοσύνδεση είναι η πραγματική τους ουσία. Αυτή η καθολική διαλεκτική θέση μπορεί να εφαρμοστεί και στην κοινωνία.
Η κοινωνία αποτελεί ενότητα εξωτερικής και εσωτερικής αλληλεπίδρασης των ανθρώπων. Η εξωτερική αλληλεπίδραση είναι η αλληλεπίδραση των ανθρώπωων, σαν φυσικών, ζωντανών όντων, η δε εσωτερική αλληλεπίδραση είναι η αλληλεπίδραση των ανθρώπων σαν κοινωνικών όντων.
Ο άνθρωπος είναι ενότητα φυσικού και κοινωνικού. Αν ο άνθρωπος εξετάζεται μόνο σαν φυσικό ον, τότε η κοινωνία αποτελεί ένα μηχανικό άθροισμα απομονωμένων ατόμων. Αν όμως ο άνθρωπος εξετάζεται σαν κοινωνικό ον και μόνο, αν δηλαδή, αγνοείται η βιολογική του φύση, ακόμα και τότε, έστω έμμεσα, με ασαφή τρόπο, πάλι προϋϋποτίθεται ότι η κοινωνία αποτελεί ένα μηχανικό άθροισμα απομονωμένων ατόμων.
Η πρώτη τάση βρήκε την πιο αναπτυγμένη, κλασική της έκφραση στη φιλοσοφία του Λ. Φόυερμπαχ, ο οποίος ξεκινούσε από το μεμονωμένο άτομο. Ήδη το 1847, ο Μαρξ έδωσε το στίγμα της περιορισμένης ανάπτυξης των απόψεων του Α. Φόυερμπαχ: «Ο Φόυερμπαχ διαλύει τη θρησκευτική ουσία στην ανθρώπινη ουσία. Αλλά η ανθρώπινη ουσία δεν είναι μια· αφαίρεση, που ενυπάρχει μέσα στο απομονωμένο άτομο. Στην πραγματικότητα της, είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Ο Φόυερμπαχ, που δεν καταπιάνεται με την κριτική αυτής της πραγματικής ουσίας, είναι συνεπώς αναγκασμένος: 1) Να κάνει αφαίρεση της πορείας της ιστορίας και να κάνει το θρησκευτικό πνεύμα [Gemut] ένα πράγμα αναλλοίωτο που υπάρχει από μόνο του, υποθέτοντας ότι υπάρχει ένα ανθρώπινο άτομο, αφηρημένο, απομονωμένο. 2) Να εξετάζει συνεπώς το ανθρώπινο ον αποκλειστικά σαν "γένος", σαν εσωτερική βουβή γενικότητα, που συνδέει με καθαρά φυσικό τρόπο τα πολυάριθμα άτομα.»[11]
Η δεύτερη τάση προσέγγισης της κοινωνίας βρήκε τη βαθύτερη της έκφραση στη φιλοσοφία του Χέγκελ. Αφετηρία, για τον Χέγκελ, ήταν το καθολικό, ο λόγος, σαν κάτι το ξεχωριστό από το ιδιαίτερο και το ενικό. Σε σχέση με την εξέταση του ζητήματος της κοινωνίας και του ανθρώπου, αυτό σημαίνει ότι ο Χέγκελ ξεκινούσε από την κατανόηση της κοινωνίας, χωρίς να εξετάζει τους ανθρώπους που την αποτελούσαν. Το ανθρώπινο στον άνθρωπο αποκοβόταν από τον άνθρωπο και παρουσιαζόταν σαν απόλυτο, σαν θεός.
Και οι δυο θεωρίες, σε λανθάνουσα μορφή, προϋπόθεταν σαν βάση τους τη ρήξη ανάμεσα στην κοινωνία και τους ανθρώπους, ανάμεσα στην αλληλεπίδραση και στο ποιος αλληλεπιδρά, και συνεπώς και στις δυο θεωρίες, ο άνθρωπος παρουσιάζεται σαν απομονωμένος άνθρωπος, σαν ένα φυσικό ον, που συνδέεται με τους άλλους ανθρώπους μόνο με φυσικούς δεσμούς. Αν ο Χέγκελ εξέταζε την κοινωνία, την κοινωνική εξέλιξη, στην ουσία, σαν κάτι το ξεκομμένο, θεμελιακά διαφορετικό από τους ανθρώπους και μεταμορφωμένο σε κάτι το θεϊκό, ο Φόυερμπαχ, που παρατήρησε τον χεγκελιανό μυστικισμό, τη χεγκελιανή αποσύνδεση του καθολικού από το ιδιαίτερο και το ενικό (στην προκειμένη περίπτωση, την αποσύνδεση της κοινωνίας, της κοινωνικής εξέλιξης απ' τους ανθρώπους), αρνήθηκε, ουσιαστικά, να ερμηνεύσει το καθολικό σαν κάτι διαφορετικό από το άθροισμα του ενικού και έκφρασε άμεσα την άποψη για τον άνθρωπο σαν ένα απομονωμένο άτομο και για την κοινωνία σαν ένα μηχανικό τους άθροισμα.
Και οι δύο αυτές θεωρίες, άμεσα ή έμμεσα, στηρίζονται στη ρήξη της σχέσης του ανθρώπου με την κοινωνία, στη ρήξη ανάμεσα στο φυσικό και κοινωνικό στον άνθρωπο, σαν αιώνια, αξεπέραστη ρήξη. Αυτές οι "θεωρίες έχουν την κοινωνική τους ρίζα στην ανταγωνιστική κοινωνία," στη ν οποία οι κοινωνικές δυνάμεις πραγματικά εναντιώνονται στους ανθρώπους σαν ανεξάρτητες, ανεξέλεγκτες δυνάμεις που δρουν εχθρικά απέναντι τους. Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις αποκτούν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη ανεξαρτησίας και εχθρότητας απέναντι στους ανθρώπους στην καπιταλιστική κοινωνία. Αν μάλιστα οι κοινωνικές δυνάμεις μόνο στον ένα ή στον άλλο βαθμό είναι εχθρικές προς την κυρίαρχη τάξη, την τάξη των καπιταλιστών (απειλή κρίσης, καταστροφής, κλπ.), σε σχέση με την τάξη των εργατών οι κοινωνικές δυνάμεις εμφανίζονται σαν ριζικά εχθρικές.
Και οι δύο αυτές θεωρίες αναπτύσσονται στα πλαίσια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η ιδιωτική ιδιοκτησία αναγκάζει τον ιδιοκτήτη να θεωρεί τους υπόλοιπους ανθρώπους σαν μέσο, να βλέπει τον εαυτό του σαν κάτι αυθυπόστατο, σαν κέντρο, σαν σκοπό. Όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, αν κρίνουμε από τη σκοπιά του κατόχου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, είναι άτομα που συνδέονται μ' αυτόν μονάχα εξωτερρικά.
Η συνεπής διαλεκτική αντίληψη για την κοινωνία και τον άνθρωπο, για το φυσικό και το κοινωνικό στον άνθρωπο, μπόρεσε να αναπτυχθεί μονάχα από τους θεμελιωτές του μαρξισμού, διότι αυτοί ξεκινούσαν απόό τελείως διαφορετική κοινωνική τοποθέτηση, την τοποθέτηση της εργατικής τάξης, η οποία εξαιτίας της πραγματικής υλικής της κατάστασης, εξαιτίας της θέσης και του ρόλου της στην παραγωγή και στην κοινωνία, προορίζεται να εξαφανίσει την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, τη ρήξη ανάμεσα στην κοινωνία και στον άνθρωπο, την ιδιωτική ιδιοκτησία, να κοινωνικοποιήσει την ιδιοκτησία, να υποτάξει τις κοινωνικές δυνάμεις στους ανθρώπους. Μόνο απ' αυτή τη θέση έγινε δυνατό να αποσαφηνιστεί ότι οι εχθρικές προς τον άνθρωπο κοινωνικές δυνάμεις δημιουργούνται απ' τους ίδιους τους ανθρώπους σε συγκεκριμένες, αντικειμενικές συνθήκες, ότι η εχθρότητα του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, η αντίληψη του ανθρώπου για τον εαυτό του σαν απομονωμένο άτομο, εχθρικό ή αδιάφορο, αντιπαρατιθέμενο προς τους άλλους ανθρώπους, δεν έχουν αιώνια ισχύ. Ο μαρξισμός δείχνει επιστημονικά και τους τρόπους και τα μέσα της ριζικής αλλαγής αυτής της κοινωνίας.
Παίρνοντας υπόψη τα παραπάνω, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα, ποιο είναι το αφετηριακό σημείο μελέτης της κοινωνίας: το άτομο ή η ίδια η κοινωνία;
Από τα παραπάνω απορρέει ότι είναι αδύνατο να ξεκινήσουμε από το άτομο, ξεκομμένο από την κοινωνία, διότι τότε χάνεται όλο το κοινωνικό στον άνθρωπο και αυτός παρουσιάζεται μόνο σαν ζώο, σαν φυσικό ον, που συνδέεται με τα άλλα όμοια του όντα μόνο με φυσικούς δεσμούς· η ιδιομορφία του κοινωνικού, η ουσία του ανθρώπου χάνονται από το ορατό μας πεδίο και δεν επιδέχονται εξηγήσεις. Όμως, από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να ξεκινήσουμε από την κοινωνία, έξω από τα άτομα, διότι τότε η κοινωνία, η κοινωνική ανάπτυξη παρουσιάζεται ως θεϊκή, υπερφυσική, ανεξήγητη δύναμη. Αν ξεκινήσουμε ταυτόχρονα και από τον άνθρωπο, απομονωμένο από την κοινωνία, και από την κοινωννία σαν δύναμη έξω και πάνω απ' τον άνθρωπο, τότε η ρήξη μεταξύ τους δεν εξαφανίζεται και η εξήγηση της κοινωνίας παραμένει αδύνατη. Την εξήγηση της κοινωνίας μπορούμε να την αναζητήσουμε μόνο στην κατεύθυνση της κατανόησης της σαν αλληλεπίδρασης των ανθρώπων.
Πιθανό να δημιουργηθεί η εντύπωση - αν θεωρήσουμε σαν αφετηρία την απλή άρνηση των τρόπων προσέγγισης του προβλήματος, που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο - ότι πρέπει να σταματήσουμε στη θέση πως ο άνθρωπος, σαν άνθρωπος, υπάρχει μόνο στην κοινωνία και ότι εφόσον η κοινωνία είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, συνεπώς χωρίς τους ανθρώπους που την απαρτίίζουν, αυτή δεν μπορεί να υπάρχει. Αυτό σημαίνει πως αν ο άνθρωπος και η κοινωνία υπάρχουν μονάχα στα πλαίσιια του αλληλοκαθορισμού τους, τότε πρέπει ταυτόχρονα να εξηγήσουμε το πρώτο με το δεύτερο και το δεύτερο με το πρώτο. Όμωςς η απλή άρνηση των προηγούμενων προσεγγίσεων που αναφέραμε πιο πάνω δεν δίνει τη δυνατότητα να λύσουμε εντελώς σωστά το πρόβλημα του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Δεν πρέπει, απ' τη μια, να αποκόβουμε τους ανθρώπους από τις σχέσεις τους μεταξύ τους και από την αλληλεπίδραση τους, αλλά και από την άλλη, δεν πρέπει να ταυτίζουμε απόλυτα τους ανθρώπους με την αλληλεπίδραση τους. Η διαλεκτική λύση του ζητήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι και η αλληλεπίδραση τους είναι πράγματα, ταυτόχρονα, και ταυτόσημα και διαφορετικά.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν είναι αδιάφορο, από πού πρέπει να αρχίσουμε την ανάλυση: από τους ανθρώπους ή από το προϊόν της αλληλεπίδρασης τους.
Σήμερα στη μαρξιστική φιλολογία υπάρχουν δυο χαρακτηριστικές απαντήσεις. Οι μεν παραδέχονται ότι ο μαρξισμός δέχεται πάντα σαν αφετηρία το «εμπειρικό άτομο», οι δε υποστηρίζουν τη γνώμη ότι αφετηρία στο μαρξισμό μπορεί να 'ναι μόνο η κοινωνία. Εμείς πιστεύουμε ότι ούτε η μία γνώμη ούτε η άλλη μπορούν να γίνουν πλήρως αποδεκτές. Αναλυτικότερα, αυτές οι διαφορετικές θέσεις εκφράζονται η μεν πρώτη, στο ενδιαφέρον βιβλίο του Φ. Τοκάι Σχετικά με τη θεωρία του κοινωνικού σχηματισμού, η δε δεύτερη, στον τεκμηριωμένο επίλογο του ίδιου βιβλίου, γραμμένο απ' τον Β. Ζ. Κέλε.
Συγκεκριμένα, ο Φ. Τοκάι, διατυπώνει ουσιαστικά την άποψη ότι οι κλασικοί του μαρξισμού - λενινισμού ξεκινούσαν πάντοτε .από το «εμπειρικό άτομο», παραπέμπει δε σε διάφορα αποσπάσματα από τα έργα τους για να αποδείξει την άποψη του. Όμως ο συγγραφέας δεν παίρνει πάντα υπόψη του το περιεχόμενο των συμφραζομένων από τα διάφορα αποσπάσματα που παραθέτει. Ο Φ. Τοκάι δεν αποκαλύπτει τη σημασία που μπορεί να έχει η πρόταση του για να αρχίσει η έρευνα από το «εμπειρικό, συγκεκριμένο άτομο», δεν αναλύει απ' αυτή τη θέση τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία. ΓΓ αυτό, στην ουσία, παραμένει ασαφής η διαφορά αυτής της θέσης του από την αντίστοιχη του Φόυερμπαχ.
Ο Β. Ζ. Κέλε διατυπώνει αποφασιστικά επιχειρήματα με ωραίο τρόπο, ενάντια σ' αυτή την άποψη. Ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Ένγκελς, σαν ιστορικοί υλιστές, ξεκινούσαν πάντοτε από την ιστορική πραγματικότητα και δεν έφτιαχναν απριόρι σχήματα. «Το να ξεκινήσεις από την πραγματικότητα» σύμφωνα με τον Μαρξ, «σημαίνει να ξεκινήσεις από το "σύνολο όλων των κοινωνικών σχέσεων", οι οποίες αποτελούν την "ουσία του ανθρώπου", να ξεχωρίσεις σ' αυτές, τις κύριες, τις καθοριστικές - τις υλικές σχέσεις, να δείξεις την εξάρτηση των τελευταίων από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων κλπ. Γι’ αυτό, έξω από την ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων δεν μπορούμε να πούμε τίποτα το συγκεκριμένο ούτε για τα ίδια τα "εμπειρικά άτομα", ούτε για το χαρακτήρα και την κατεύθυνση της δραστηριότητας τους: Το "εμπειρικό άτομο" σαν τέτοιο, αποτελεί αφετηριακό σημείο και για τη θετικιστική κοινωνιολογία, η οποία ασχολείται με την περιγραφή της "συμπεριφοράς" αυτού του ατόμου, κινείται όμως στην επιφάνεια των φαινομένων. Γι’ αυτό, η κατεύθυνση της μαρξιστικής ανάλυσης ξεκινά από την κοινωνία και πηγαίνει προς τον άνθρωπο. Και αυτό αποτελεί βασική αρχή, στην οποία αναφέρθηκαν, πολλές φορές και χωρίς διφορούμενα, οι ίδιοι οι θεμελιωτές του μαρξισμού - λενινισμού.»[12]
Η ουσία των επιχειρημάτων αυτών αποδίδεται ως εξής: επειδή η ουσία του ανθρώπου είναι «το σύνολο όλων των κοινωνικών σχέσεων», τα «συγκεκριμένα άτομα» έξω απ' την κοινωνία δεν έχουν κοινωνική φύση και γι' αυτό δεν μπορούμε τίποτε να πούμε γι' αυτά σαν κοινωνικά άτομα, η επιλογή δε της θετικιστικής κοινωνιολογίας να χρησιμοποιήσει ως αφετηριακό σημείο διερεύνησης το «εμπειρικό άτομο» οδηγεί σε μια επιφανειακή ανάλυση. Γι' αυτόν το λόγο, πρέπει να ξεκινήσουμε από την κοινωνία και όχι από το «συγκεκριμένο άτομο».
Αν επιχειρούσαμε να προσδιορίσουμε το διαλεκτικο-λογικό υπόβαθρο αυτού του συλλογισμού, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής: Κατά τη μελέτη της αλληλεπίδρασης κάποιων στοιχείων, πλευρών, που σχηματίζουν ένα σύστημα, επιβάλλεται να ξεκινήσουμε από την αλληλεπίδραση, από την ουσία, και μετά από δω, να οδηγηθούμε στην εξέταση των στοιχείων, των πλευρών, δηλαδή προς την επιφάνεια' αυτό είναι απαραίτητο διότι η ουσία, η αλληλεπίδραση είναι το κύριο, το καθοριστικό για την κατανόηση των στοιχείων, των πλευρών σαν στοιχεία, σαν πλευρές αυτού ακριβώς του συστήματος, αυτής της αλληλεπίδρασης. Έτσι λοιπόν, με ασαφή και, ίσως, ασυνείδητο τρόπο, προϋποτίθεται ότι ο μαρξισμός στηη γνώση της κοινωνίας πρέπει απαραίτητα να κατευθύνεται από την ουσία προς την επιφάνεια. Σύμφωνα μ' αυτή την άποψψη, αν θεωρήσουμε ως σημείο αφετηρίας μας την επιφάνεια, τότε αναπόφευκτα η σκέψη μας θα «ολισθαίνει» πάνω της και θα φανεί η αδυναμία μας να κατανοήσουμε, να εξηγήσουμε την ουσία (δεν είναι άσχετο που εδώ γίνεται λόγος για τη θετικιστική κοινωνιολογία). Η κίνηση της γνώσης από την επιφάνεια προς την ουσία, βασικά, μ’ αυτό τον τρόπο εξοβελίζεται από το σύστημα του μαρξισμού.
Στο πρώτο κεφάλαιο σημειώσαμε ήδη, ότι η κίνηση της γνώσης πραγματοποιείται από την επιφάνεια προς την ουσία και από την ουσία προς την επιφάνεια (ακριβέστερα, προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα). Αυτές οι αντίθετες κινήσεις της γνώσης συμβαίνουν πάντα ταυτόχρονα, όμως παράλληλα με αυτό, σε καθορισμένα στάδια της γνώσης, δεσπόζει και προσδιορίζει βασικά το χαρακτήρα του σταδίου της γνώσης, αρχικά η κίνηση από την επιφάνεια προς την ουσία, και κατόπιν η κίνηση από την ουσία προς την επιφάνεια.
Οι αντίθετες απόψεις γύρω από το αφετηριακό σημείο της γνώσης της κοινωνίας, όπως εκφράζονται στη σύγχρονη μαρξιστική φιλολογία, προϋποθέτουν με ασαφή τρόπο το δίλημμα: είτε αποκλειστική πορεία της γνώσης από την επιφάνεια προς την ουσία, είτε αποκλειστική πορρεία της γνώσης από την ουσία προς την επιφάνεια.
Οι οπαδοί του δεύτερου μέρους του διλήμματος αυτού αφήνουν να εννοηθεί, άθελα ή θελημένα, ότι η πορεία της γνώσης από την επιφάνεια προς την ουσία είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την αστική κοσμοθεωρία, και συγκεκριμένα, με την ιδιαιτερότητα του φοϋερμπαχισμού και με την ιδιαιτερότητα της προσέγγισης της αστικής πολιτικής οικονομίας, κύρια του 17ου αιώνα. Βέβαια είναι σωστό ότι η πορεία της γνώσης από την επιφάνεια στην ουσία, ξεκομμέένη από την αντίθετη της πορεία, καταλήγει αναπόφευκτα στο θετικισμό κλπ., και είναι χαρακτηριστική για την αστική ιδεολογία. Όμως, και η πορεία της γνώσης από την ουσία στην επιφάνεια, ξεκομμένη από την αντίθετη της πορεία, είναι ιδεαλισμός και μεταφυσική. Στην πιο αναπτυγμένη της μορφή, αυτή η τελευταία μέθοδος προσέγγισης εφαρμόστηκε από τον Χέγκελ.
Μια από τις ιδιομορφίες του μαρξισμού αποτελεί και το γεγονός ότι ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Ένγκελς δεν αρνήθηκαν απλά τις απόψεις του Χέγκελ και του Φόυερμπαχ, ότι δεν ένωσαν απλά και μηχανικά το φοϋερμπαχισμό με το χεγκελιανισμό, αλλά επεξεργάστηκαν τις απόψεις του Φόυερμπαχ και του Χέγκελ, αποκαλύπτοντας τις ορθολογικές πτυχές τους.
Στο Κεφάλαιο, αυτή η προσέγγιση υλοποιήθηκε συγκεκριμένα στο πρόβλημα σχετικά με την έρευνα της ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Η λογική που ισχύει κατά την απεικόνιση της καπιταλιστικής οικονομίας στο Κεφάλαιο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις καθολικές της πλευρές και για την απεικόνιση της κοινωνίας.
Πράγματι, αν συγκρίνουμε τον ορισμό της κοινωνίας, που δόθηκε από τον Κ. Μαρξ στο γράμμα του προς τον Π. Β. Ανένκοβ (το σχετικό απόσπασμα παρατέθηκε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου), με τον ορισμό του καπιταλιστικού πλούτου στο Κεφάλαιο, θα δούμε ότι ανάμεσα τους δεν υπάρχει μόνο μια καθαρή εξωτερική λογική ομοιότητα.
«Ο πλούτος των κοινωνιών, όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, εμφανίζεται σαν ένας "τεράστιος σωρός από εμπορεύματα" [στο γερμανικό κείμενο "Warensammlung", δηλαδή, σε ακριβή μετάφραση, "συγκέντρωση εμπορευμάτων" — Β. Β.], και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μοορφή του. Γι' αυτό, η ερευνά μας αρχίζει από την ανάλυση του εμπορεύματος.»[13] Η συσσώρευση, η συγκέντρωση εμπορευμάτων αποτελεί την αλληλεπίδραση των εμπορευμάτων, όπως αυτή παρουσιάζεται στην επιφάνεια, σε μια πρώτη άποψη. Στη συνέχεια ο Κ. Μαρξ δείχνει ότι το εμπόρευμα, αυτή η θεμελιακή μορφή του καπιταλιστικού πλούτου, δεν υπάρχει ξεκομμένα από τα άλλα εμπορεύματα, σαν εμπόρευμα, αλλά παίρνει το χαρακτήρα εμπορεύματος μόνο εξαιτίας της αλληλεπίδρασης του με άλλα εμπορεύματα, και ότι οι εμπορευματικές σχέσεις, αφού γίνουν δεσπόζουσες και καθολικές στην κοινωνία, είναι καπιταλιστικές σχέσεις.
Μ' αυτό τον τρόπο, η στοιχειώδης μορφή του καπιταλιστικού πλούτου είναι το ξεχωριστό εμπόρευμα στην κοινωνία σαν τέτοια, ανεξάρτητα από τη μορφή της, στοιχείο της οποίας είναι ο άνθρωπος· ο καπιταλιστικός πλούτος διαμορφώνει την αλληλεπίδραση των εμπορευμάτων (που παρουσιάζεται στην επιφάνεια μόνο σαν απλή συσσώρευση, συγκέντρωση εμπορευμάτων), ενώ η ανθρώπινη κοινωνία αποτελεί αλληλεπίδραση ανθρώπων.
Και εδώ και εκεί έχουμε αλληλεπίδραση στοιχείων στην πρώτη περίπτωση εμπορευμάτων, στη δεύτερη ανθρώπων.
Απ' εδώ έπεται ότι η λογική του Κεφαλαίου, εφόσον αποτελεί λογική απεικόνισης της αλληλεπίδρασης στοιχείων, πλευρών, μπορεί να χρησιμεύσει πλήρως και για την εξέταση της κοινωνίας σαν τέτοιας.
Ο Μαρξ κατά την απεικόνιση του καπιταλιστικού πλούτου αντιμετώπισε το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπιζε κατά την απεικόνιση της κοινωνίας. Από πού να αρχίσει; Από το εμπόρευμα ή από το κεφάλαιο; Το εμπόρευμα σαν στοιχείο του καπιταλιστικού πλούτου είναι πάντα καπιταλιστικό εμπόρευμα: απομονωμένο από το κεφάλαιο, το εμπόρευμα δεν είναι πια εμπόρευμα της καπιταλιστικής κοινωνίας, δεν είναι στοιχείο του καπιταλιστικού πλούτου. Όμως, παρράλληλα μ' αυτό, το κεφάλαιο αποτελεί συγκέντρωση εμπορευμάτων. Καταλήξαμε σε κύκλο: δεν υπάρχει κεφάλαιο χωρίίς εμπορεύματα, αλλά δεν υπάρχουν εμπορεύματα σαν στοιχεία του καπιταλιστικού πλούτου χωρίς κεφάλαιο· το κεφάλαιο κκαι το εμπόρευμα στην καπιταλιστική κοινωνία αλληλοκαθορίζονται. Για να γίνει κατανοητό τι είναι το καπιταλιστικό εμπόρευμα, πρέπει πάνω απ’ όλα να γίνει κατανοητό τι είναι το κεφάλαιο, για να κατανοηθεί όμως τι σημαίνει κεφάλαιο, πρέπει πάνω απ' όλα να κατανοηθεί τι σημαίνει καπιταλιστικό εμπόρευμα.
Ανάλογη κατάσταση αντιμετωπίζουμε και κατά την εξέταση της κοινωνίας αυτής καθαυτής. Για να κατανοηθεί ο άνθρωπος ακριβώς σαν άνθρωπος, και όχι σαν ζώο, είναι απαραίτητο να κατανοηθεί η κοινωνία, οι κοινωνικές σχέσεις. Για να γίνει όμως κατανοητή η κοινωνία, οι κοινωνικές σχέσεις, πρέπει να κατανοηθούν οι άνθρωποι, προϊόν της αλληλεπίδρασης των οποίων είναι η κοινωνία.
Αυτή η δυσκολία προκύπτει πάντα, όταν πρόκειται να απεικονισθεί η αλληλεπίδραση πλευρών, στοιχείων. Διότι το στοιχείο, εφόσον είναι στοιχείο αυτής ακριβώς της αλληλεπίδρασης, καθορίζεται στην ιδιομορφία του απ' αυτή την αλληλεπίδραση. Αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται να κατανοηθεί αρχικά αυτή η αλληλεπίδραση. Απ' την άλλη όμως πλευρά η αλληλεπίδραση είναι, με τη σειρά της, αλληλεπίδραση στοιχείων, και είναι αδύνατο να κατανοηθεί η αλληλεπίδραση, χωρίς προηγούμενα να κατανοηθεί τιι αλληλεπιδρά.
Δημιουργείται μια αντιφατική κατάσταση: απαραίτητος όρος κατανόησης του πρώτου είναι η προηγούμενη κατανόηση του δεύτερου, και η κατανόηση του δεύτερου είναι δυνατή μόνο στα πλαίσια της προκαταρκτικής κατανόησης του πρώτου.
Όμως κάθε καθορισμένη αλληλεπίδραση έχει σε δοσμένο χρόνο κάποια σταθερότητα και γι' αυτό μπορεί να εξεταστεί από τη σκοπιά της λειτουργικότητας της. Παράλληλα μ' αυτό, κάθε αλληλεπίδραση αποτελεί ιστορικό προτσές, διότι αλλάζει στο χρόνο.
Είναι σκόπιμο να εξεταστεί αρχικά, πώς απεικονίζεται η αλληλεπίδραση των στοιχείων (στοιχεία μπορεί να είναι και τα εμπορεύματα, και οι άνθρωποι, κλππ.) σαν λειτουργική αλληλεπίδραση, δηλαδή από λογική κύρια σκοπιά, και μετά να στραφούμε στην εξέταση της αλληλεπίδρασης σαν ιστορικό προτσές. Μπορούμε να τεκμηριώσουμε με πλήρη τρόπο τη δυνατότητα απεικόνισης της αλληλεπίδρασης, αναπαράγοντας θεωρητικά την αλληλεπίδραση σε μια ενιαία ενότητα με τη λειτουργικότητα και την ιστορική της εξέλιξη.
Ποια είναι, στην πιο γενική της μορφή, η πορεία της σκέψης του Κ. Μαρξ, κατά την εξέταση της αλληλεπίδρασης σαν λειτουργικής αλληλεπίδρασης; Ο Κ. Μαρξ, στο Κεφάλαιο, αρχίζει την εξέταση του κεφαλαίου από το εμπόρευμα και όχι από το κεφάλαιο. Η σκέψη του Μαρξ κατευθύνεται αρχικά από το εμπόρευμα προς το κεφάλαιο, από τα στοιχεία προς την αλληλεπίδραση τους.
Αν όμως υποστηρίζαμε ότι κατά την ανάλυση της κοινωνίας ο μαρξισμός κατευθύνεται από την κοινωνία προς τον άνθρωπο, το άτομο, και όχι αντίστροφα, θα 'πρεπε σ' αυτή την περίπτωση, να περιμένουμε ότι ο Μαρξ θα όφειλε να αρχίσει την εξέταση του καπιταλιστικού πλούτου στο Κεφάλαιο από το κεφάλαιο και απ' αυτό να προχωρήσει προς το εμπόρευμα, διότι σαφώς, για την εξήγηση του εμπορεύματος σαν στοιχείου του καπιταλιστικού πλούτου, το κύριο είναι η εξήγηση του κεφαλαίου.
Στη συνέχεια του Κεφαλαίου αποδεικνύεται πληρέστερα και εκτενέστερα ότι το εμπόρευμα αποτελεί το σωστό αφετηριακό σημείο εξέτασης του κεφαλαίου, τόσο από λογική, όσο και από ιστορική άποψη.
Ο Μαρξ αρχίζει το χαρακτηρισμό του κεφαλαίου από το εμπόρευμα και στη συνέχεια εξετάζει το κεφάλαιο, ή σωστότερα, τη θεωρητική απεικόνιση της παραγωγής υπεραξίας. Αυτή είναι η βασική κατεύθυνση της σκέψης του Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου δημιουργείται η εντύπωση ότι η σκέψη του Μαρξ ξαναγυρίζει από το κεφάλαιο στο εμπόρευμα, όμως αν την πρώτη φορά η σκέψη του διέκρινε στο εμπόρευμα πώς αυτό είναι καπιταλιστικό εμπόρευμα, τη δεύτερη φορά η σκέψη του δίνει έμφαση στο ότι αυτό είναι καπιταλιστικό εμπόρευμα, δηλαδή στο ότι στο εμπόρευμα εκφράζεται το κεφάλαιο. Στον τρίτο τόμο, ο Μαρξ διερευνά τις μορφές ενότητας της ουσίας του κεφαλαίου (της παραγωγής υπεραξίας) και της εκδήλωσης του κεφαλαίου (της κυκλοφορίας του κεφαλαίου).
θα προσπαθήσουμε να δύσουμε έναν γενικό χαρακτηρισμό της λογικής αναπαράστασης τηςς κοινωνίας αυτής καθαυτής.
Σημείο αφετηρίας της λογικής αναπαράστασης πρέπει να είναι ο άμεσα δοσμένος άνθρωπος. Η σύνδεση του ανθρώπου και της κοινωνίας αρχικά παρουσιάζεται στον μεμονωμένο άνθρωπο αποκλειστικά σαν άμεσα δοσμένη.
Πώς όμως είναι δοσμένος ο άνθρωπος αν εξετάζεται άμεσα;
Πρώτ’ απ’ όλα, ο άνθρωπος εμφανίζεται σαν ένας ζωντανός οργανισμός που είναι αναγκασμένος να συντηρεί την ύπαρξη του, γεγονός που του επιβάλλει να ικανοποιεί διάφορες βιοτικές ανάγκες τροφής, ένδυσης, κατοικίας, αναπαραγωγής του είδους του.
Φυσικά, όλες αυτές οι ανάγκες σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζονται με τις ανάγκες των ζώων, αντίθετα χαρακτηρίζονται κιόλας από την ανθρώπινη ιδιαιτερότητα. Επειδή όμως προς το παρόν, εξετάζουμε τον άνθρωπο μόνο άμεσα και δεν ε- ξηγούμε με ποιο τρόπο εμφανίζεται, αναπτύσσεται, «παράγεται» το ιδιόμορφα ανθρώπινο στοιχείο στον άνθρωπο, γι’ αυτό, είναι αδύνατο να διακριθεί εκείνο που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο αυτόν καθαυτόν από ένα απλό ζώο, είναι αδύνατο, προς το παρόν, αυτά να αποτελέσουν αντικείμενο ειδικής εξέτασης.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραφαν στη Γερμανική ιδεολογία σχετικά μ' αυτό ότι «Οι άνθρωποι μπορούν να διακρίνονται από τα ζώα χάρη στη συνείδηση, τη θρησκεία και ό,τι άλλο σας αρέσει. Αρχίζουν οι ίδιοι να διακρίνουν τον εαυτό τους από τι ζώα ευθύς μόλις αρχίσουν να παράγουν τα μέσα της συντήρησης τους, βήμα που έχει σαν όρο τη σωματική τους οργάνωση Παράγοντας τα μέσα της ύπαρξης τους οι άνθρωποι παράγουν έμμεσα την πραγματική τους υλική ζωή.»[14]
Η μετατόπιση του κέντρου βάρους στην ανάλυση του προ-βλήματος της εργασίας, της παραγωγής των μέσων συντήρησης του ανθρώπου, υπογραμμίζει τον εστιασμο της ερευνάς μας γύρω από το πρόβλημα της ουσίας της κοινωνίας.
Η παραγωγική σχέση του ανθρώπου προς τη φύση περιέχει την ανάγκη του ανθρώπου, η οποία συνειδητοποιείται σαν σκοπός, το αντικείμενο της σκόπιμης επενέργειας, το μέσο επενέργειας και την ίδια τη σκόπιμη επενέργεια. Η παραγωγική σκόπιμη επενέργεια του ανθρώπου πάνω στη φύση αποτελεί την εργασία.
Στην απλούσστερη περίπτωση, εργασία και παραγωγή είναι ταυτόσημες έννοιες (αν και όπως δείχνει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, η ταυτότητα αυτή είναι ταυτόχρονα και διαφορά). Η έννοια της εργασίας σαν ιδιόμορφα ανθρώπινη εργασία, στη γενική της μορφή, βρήκε τον κλασικό της ορισμό στο Κεφάλαιο.
Επειδή η εργασία, η παραγωγή αναπτύσσεται με σκοπό την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών των ανθρώπων, γι' αυτόν το λόγο, η ανάπτυξη της εργασίας (και της παραγωγής) αποτελεί μια εξωτερική αναγκαιότητα.
Η αναγκαιότητα ανάπτυξης της εργασίας (και της παραγωγής), η οποία αποτελεί μια εσωτερική αναγκαιότητα, γεννιέται από την ίδια την εργασία (και την παραγωγή). Από την άποψη της εσωτερικής αναγκαιότητας, η ανάπτυξη της εργασίας (και της παραγωγής) αποτελεί αυτοκίνηση.
Ποια είναι όμως η εσωτερική πηγή ανάπτυξης της εργασίας; Η εσωτερική πηγή ανάπτυξης της εργασίας πρέπει να βρίσκεται στην ιδιαίτερη φύση και στην αλληλεπίδραση των αναγκαίων συστατικών της εργασίας γενικά.
Η εργασία σαν αυτοανάπτυξη, σαν αυτοσκοπός, πραγματοποιείται για την ικανοποίηση αναγκών, αυτές όμως οι ανάγκες είναι «εσωτερικές» ως προς την εργασία, αποτελούν ανάγκες για την ίδια την εργασία. Οι εσωτερικές ανάγκες της διαδικασίας της εργασίας είναι ανάγκες οι οποίες γεννιούνται από την ίδια τη διαδικασία της εργασίας, η τελειοποίηση δε της διαδικασίας της εργασίας προϋποθθέτει τη δημιουργία. Έτσι, η εσωτερική ανάγκη ανάπτυξης της εργασίας, δηλαδή, η ανάγκη για εργασία είναι πολυεδρική: είναι ταυτόχρονα ανάγκη για την απόκτηση γνώσεων, ανάγκη για δημιουργία, για τελειοποίηση της διαδικασίας της εργασίίας κ.ά.
Η εξέταση του προβλήματος της διαδικασίας της εργασίας μας επαναφέρει στο πρόβλημα του ανθρώπου. Τώρα όμως το άτομο εξετάζεται διαφορετικά, μέσα από το πρίσμα της διαδικασίας της εργασίας σαν αυτοανάπτυξης, δηλαδή μέσα από το πρίσμα της ουσίας. Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση, δεν προσδιορίζουμε απλά και μόνο το άτομο, αλλά τις ιδιότητες του ατόμου σαν προσωπικότητας. Προσωπικότητα είναι το άτομο στο οποίο υπάρχει συσσωρευμένη κοινωνική ουσία, ή είναι το άτομο σαν έκφραση της ουσίας του κοινωνικού[15].
Μέχρι στιγμής αναφερθήκαμε στην παραγωγική σχέση αυτή καθεαυτή, του μεμονωμένου ανθρώπου με τη φύση. Όμως ο άνθρωπος δεν εργάζεται, δεν παράγει ξεκομμένα απ' τους άλλους ανθρώπους, αλλά στη βάση της αλληλεπίδρασης με τους υπόλοιπους ανθρώπους, μέσα στην κοινωνία. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας είναι προϊόν, τόσο εξωτερικής αναγκαιότητας, εξωτερικών παραγόντων σε σχέση με την εργασία, όσο και εσωτερικής αναγκαιότητας, εσωτερικών συναφειών και σχέσεων στη διαδικασία της εργασίας.
Όσο αναπτύσσεται η ίδια η εργασία, οι εσωτερικοί σε σχέση με την εργασιακή διαδικασίία παράγοντες, που καθορίζουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, αποκτούν όλο και μεγαλύτερο ρόλο. Στην αναπτυγγμένη εργασία, οι εξωτερικοί παράγοντες δεν εξαλείφονται εντελώς, αλλά διατηρούνται σαν δευτερεύοντες.
Ποιοι είναι όμως οι εσωτερικοί παράγοντες της διαδικασίας της εργασίας, οι οποίοι καθορίζουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της; Είναι οι διάφορες πλευρές της εργασιακής διαδικασίας γενικά, που αποτέλεσαν ιδιαίτερη δραστηριότητα διάφορων ανθρώπων. Έτσι, για παράδειγμα, η εκπόνηση των στόχων της εργασίας, η εκτέλεση τους, ο έλεγχος για την εφαρμογή τους είναι έργο διαφορετικών ανθρώπων. Αντίστοιχα, η λειτουργία της εκπόνησης των στόχων, μπορεί να καταμεριστεί σ' ένα δίκτυο αλληλοσυνδεόμενων διαδικασιών (εργασία επιστήμονα, κατασκευαστή, μηχανικού κ.ά.), καθώς και η λειτουργία της εκτέλεσης. Σ' αυτή την περίπτωση, διαφορετικοί άνθρωποι, ή διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, υλοποιούν διαφορετικές λειτουργίες της ενιαίας εργασιακής διαδικασίας και παρουσιάζονται σαν φορείς διαφορετικών πλευρών της. Η ίδια η διαδικασία της εργασίας, η εσωτερική σχέση των πλευρών της, καθορίζει την παραγωγική σχέση μιας ομάδας ανθρώπων (ή ολόκληρης της κοινωνίας, όταν η οικονομία μιας ολόκληρης κοινωνίας γίνεται ένα εσωτερικά ενιαίο όλο) προς τη φύση. Οι άνθρωποι, επειδή ακριβώς εκτελούν διαφορετικές λειτουργίες της ενιαίας εργασιακής διαδικασίας, έρχονται σ' επικοινωνία μεταξύ τους, στα πλαίσια των τεχνικών σχέσεων.
Ο άνθρωπος έρχεται σε παραγωγική σχέση με τη φύση, σε τελευταία ανάλυση και κατά κύριο λόγο, επειδή πρέπει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, οι οποίες καθορίζονται από τη σωματική του οργάνωση.
Οι αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων, αν τις δούμε από την άποψη της ικανοποίησης των φυσικών τους αναγκών, είναι άμεσα σχέσεις κατανομής των προϊόντων της εργασίας ανάμεσα τους και της παραγωγής.
Η κατανομή δε των προϊόντων της εργασίας και της παραγωγής εξαρτάται από την ίδια κατανομή στην εργασιακή διαδικασία. Οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους κατά τη διαδικασία της κατανομής των προϊόντων της εργασίας και της παραγωγής, καθώς και οι σχέσεις τους στην ίδια την παραγωγή, οι οποίες καταλήγουν στην κατανομή των προϊόντων, αποτελούν τις παραγωγικές σχέσεις.
Η τεχνική και οι τεχνικές σχέσεις έχουν το χαρακτήρα του μέσου στη διαδικασία του μετασχηματισμού της φύσης απ’ τους ανθρώπους. Συνεπώς, και οι άνθρωποι σαν φορείς των τεχνικών σχέσεων εμφανίζονται σαν μέσα και ποτέ σαν σκοποί της παραγωγής. Η ανάλυση δε των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί εξέταση των αντικειμενικών σχέσεων των ανθρώπων στην παραγωγή, από την άποψη των δυνατοτήτων ικανοποίησης των υλικών αναγκών των ανθρώπων, δηλαδή, από την άποψη των σκοπών μετασχηματισμού της φύσης.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, στη μέχρι τώρα μελέτη μας, ξεκινήσαμε από το στοιχείο της σωματικής οργάνωσης των ατόμων και από τις φυσικές ανάγκες που καθορίζονται απ' αυτή, ύστερα περάσαμε στην παραγωγή, σαν μέσο ικανοποίησης των φυσικών αναγκών και, τελικά, δημιουργείται η εντύπωση ότι επιστρέψαμε στο αρχικό σημείο. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, δεν πρόκειται πλέον για φυσικές ανάγκες των ανθρώπων με την ιδιότητα κάποιων ιδιόμορφων οργανισμών, αλλά για τις αμοιβαίες σχέσεις ατόμων στη βάση της ικανοποίησης των φυσικών τους αναγκών, στο βαθμό που οι σχέσεις αυτές καθορίζονται από την παραγωγή σαν μέσο ικανοποίησης αυτών των αναγκών. Μόνο σ' αυτό το στάδιο κίνησης της σκέψης επιβάλλεται καθαρά να διαχωρίσουμε την κατηγορία «παραγωγικές σχέσεις», καθώς και την κατηγορία «παραγωγικές δυνάμεις».
Η κατηγορία «παραγωγικές δυνάμεις» δεν αντανακλά μόνο την παραγωγική σχέση προς τη φύση σαν μέσο (και συνεπώς, όχι μονάχα σαν τεχνικές σχέσεις), ούτε μόνο αντανακλά την παραγωγική σχέση προς τη φύση αυττή καθαυτή.
Η κατηγορία των παραγωγικών δυνάμεων δεν αντανακλά -και αυτό είναι πολύ σημαντικό - την παραγωγική σχέση προς τη φύση ξεκομμένα από τις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις, αλλά σε εσωτερική αμοιβαία σχέση μ' αυτές.
Απ' όσα αναφέραμε μέχρι τώρα συνάγεται ότι είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε την κατηγορία των παραγωγικών σχέσεων, μονάχα στην περίπτωση που η γνώση μας κινείται προς την εσωτερική σχέση της παραγωγής και των αναγκών, της παραγωγής και της κατανάλωσηης, της παραγωγής, κατανομής και ανταλλαγής. Αν όμως εξετάσουμε την εξωτερική μόνο σχέση ανάμεσα στην παραγωγή και τις ανάγκες, την κατανάλωση - δηλαδή #945;ν εξετάσουμε την παραγωγή ως μέσο που υπηρετεί την κατανάλωση, την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών - τότε, σ' αυτή την περίπτωση, είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε την κατηγορία των παρααγωγικών σχέσεων από την άποψη της ουσίας τους διότι σ' αυτές είναι που πραγματοποιείται η ένωση και των δύο. Αν η κατανομή αποκοπεί από την παραγωγή, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η πραγματική σχέση εξάρτησης των παραγωγικών σχέσεων από την παραγωγή, παρά το γεγονός ότι κατά την κατανομή των προϊόντων της παραγωγής, οι παραγωγικές σχέσεις εμφανίζονται με σαφήνεια. Στην προκειμένη περίπτωση, οι παραγωγικές σχέσεις στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής χάνονται από το οπτικό μας πεδίο και η κατανομή των προϊόντων παρουσιάζεται μπροστά μας σαν ένα αυθαίρετο φαινόμενο.
Κατά την εξέταση των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, δημιουργείται η εντύπωση ότι επανερχόμαστε και πάλι στο αρχικό σημείο της ανάλυσης μας, στο άτομο. Όμως τώρα, το άτομο εμφανίζεται σαν προσωπικότητα, οι δε σχέσεις ανάμεσα στα άτομα είναι σχέσεις ανάμεσα σε προσωπικότητες.
Γενικεύοντας τα βασικά σημεία της ανάλυσης μας, διαπιστώνουμε και πάλι ότι το αφετηριακό μας αντικείμενο μελέτης είναι ο άνθρωπος, όπως παρουσιάζεται άμεσα, δηλαδή σαν ένας φυσικός οργανισμός, ο οποίος είναι αναγκασμένος να διατηρεί τη φυσική του ύπαρξη, να ικανοποιεί τις φυσικές του ανάγκες, να διαιωνίζει το είδος του. Η μεταφορά του κέντρου βάρους της ερευνητικής μας προσπάθειας στο χαρακτηρισμό της εργασίας, της παραγωγής των απαραίτητων για τη ζωή μέσων, σε μεθοδολογικό επίπεδο, σημαίνει ανάλυση της ουσίας, της εσωτερικής αλληλεπίδρασης των ανθρώπων. Επιστρέφοντας ύστερα στην εξέταση των ατόμων, διαπιστώνουμε ότι η μεθοδολογική μας ανάλυση έφερε στο φως ποικίλους εσωτερικούς, ουσιακούς αλληλοσυσχετισμούς αυτών των ατόμων, τα οποία πλέον μπορούν να εξετάζονται σαν προσωπικότητες, οι δε σχέσεις τους σαν σχέσεις ανάμεσα σε προσωπικότητες.
Όλες οι υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις, για παράδειγμα, οι ηθικές, οι αισθητικές, κ.ά., αποτελούν διάφορες μορφές των σχέσεων που χαρακτηρίζουν τους αννθρώπους σαν προσωπικότητες, αποκτούν το χαρακτήρα σχέσεων προσωπικοτήτων.
Περιοριζόμαστε σ' αυτές τις σύντομες παρατηρήσεις σχετικά με την αντανάκλαση της αλληλοσύνδεσης των πλευρών της κοινωνίας σαν λειτουργικού «οργανικού» όλου, διότι το πρόβλημα μας δεν είναι η συστηματική εξέταση της κοινωνίας σαν οργανικό όλο, αλλά να δείξουμε τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα μιας τέτοιας εξέτασης.
[9] Κ. Μαρξ, Γράμμα στον Ανένκοβ (στο Παρίσι), 28 Δεκέμβρη 1846, Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Έργα, τόμ. 27, σελ. 402.
[10] Στο ίδιο, σελ. 401-402.
[11] Κ. Μαρξ, «θέσεις για τον Φόυερμπαχ», Η γερμανική ιδεολογία, εκδ. «Gutenberg», τόμ. 1, σελ. 47.
[12] Β. Ζ. Κέλε, Επίλογος στο βιβλίο του Φ. Τοκάι Σχετικά με τη θεωρία του κοινωνικού σχηματισμοού, Μόσχα, 1975, σελ. 264-265.
[13] Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Το Κεφάλαιο, τόμ.Ι,σελ. 49, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
[14] Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, εκδ. «Guten-berg», τόμ. 1, σελ. 61.
[15] Κατά τη γνώμη μας, αυτό ακριβώς το σημείο θα ’πρεπε να αποτελεί τη βάση διάκρισης ανάμεσα στην προσωπικότητα και το άτομο. Ο άνθρωπος ουσιαστικά δεν μπορεί να θεωρηθεί προσωπικότητα όσο εξακολουθεί ακόμα να θέτει σαν κύριο σκοπό του, αποκλειστικά και μόνο, τη διατήρηση της φυσικής του ύπαρξης και τη διαιώνιση του είδους του.