ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΠΑΤΕΛΗΣ

Οι αξίες ως εκφάνσεις των πολιτιστικών καθόλου.

Στο: Βουδούρης Κ. επιμ. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. ΙΩΝΙΑ, Αθήνα 2006, σελ. 170-183.

 

            Στο κείμενο αυτό θα εξετάσουμε τον πολιτισμό υπό το πρίσμα της Λογικής της Ιστορίας, θα αναδείξουμε το γίγνεσθαι και την ανάπτυξη  του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας ως υπόστασης του πολιτισμού, διακρίνοντας μέσω αυτής την αντιδιαστολή αφηρημένων και συγκεκριμένων πολιτιστικών καθόλου. Θα αναλύσουμε το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο και τον συγκεκριμένο χαρακτήρα των αξιών, καθώς και την πρακτική λειτουργικότητα της αξιολογικής προσέγγισης, ώστε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα αναφορικά με το εάν και κατά πόσο συνιστούν οι αξίες μορφές των πολιτιστικών καθόλου.

   1. Περί της λογικής και της ιστορίας του πολιτισμού.                  

Ο πολιτισμός είναι το σύνολο των επιτευγμάτων της κοινωνίας κατά την υλική και πνευματική της ανάπτυξη, τα οποία χρησιμοποιούνται από την κοινωνία, συναπαρτίζουν τις πολιτισμικές παραδόσεις και εξυπηρετούν την περαιτέρω πρόοδο της ανθρωπότητας. Με την ευρύτερη έννοια του όρου, πολιτισμός είναι ό,τι έχει δημιουργηθεί από τον άνθρωπο. Περιεχόμενο του πολιτισμού είναι η δημιουργική δραστηριότητα των ανθρώπων και τα εκάστοτε εμπράγματα αποτελέσματα αυτής της δραστηριότητας, η φυσικοϊστορική διαδικασία αυτοανάπτυξης του ανθρώπου μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας, η ιστορία της ανθρωπότητας από την άποψη της δημιουργίας από τον άνθρωπο των όρων της ύπαρξής του.  Η εργασία και ευρύτερα η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι η υπόσταση, η γενεσιουργός αιτία του πολιτισμού.

Υπό το πρίσμα της θεωρίας και μεθοδολογίας της Λογικής της Ιστορίας (βλ. Βαζιούλιν 2004), ο πολιτισμός δεν συνιστά άμορφη, νεφελώδη και παγιωμένη κατάσταση, εκτός ιστορικού τόπου και χρόνου. Είναι ένα δυναμικό, πολυεπίπεδο, διατεταγμένο και αναπτυσσόμενο οργανικό όλο, ένα πεδίο που συγκροτείται από τη διαδικασία, τους όρους και τα αποτελέσματα των αλληλεπιδράσεων των ανθρώπων με τη φύση και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ανθρώπων, από το όλο πλέγμα των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, σχέσεων και επικοινωνιών.

Η ιστορική διαδικασία αναλυόμενη υπό το πρίσμα της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ φυσικών και κοινωνικών παραγόντων, αναδεικνύει την δυναμική του γίγνεσθαι και της ωρίμανσης του πολιτισμού, ως διαδικασίας δημιουργίας των όρων ύπαρξης του ανθρώπου (μέσω του μετασχηματισμού του φυσικού και της δημιουργίας του τεχνητού, του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος), και μέσω αυτών των όρων, της αυτοδημιουργίας του ανθρώπου. Το ιστορικό γίγνεσθαι του πολιτισμού χαρακτηρίζεται από σχέσεις συνέχειας και ασυνέχειας, από ποιοτικές και ουσιώδεις μεταβολές, οι οποίες μας επιτρέπουν να διακρίνουμε αδρομερώς εντός της πληθυντικής πολυμορφίας του τρεις τουλάχιστον βασικούς πολιτισμικούς τύπους κατά την ελικοειδή ανάπτυξης της ανθρωπότητας:

1.      από την εν πολλοίς άμεσα εξαρτώμενη από την φύση βιοτική δραστηριότητα της πρωτόγονης κοινότητας,

2.      σε κοινωνίες όπου στη θέση αυτής της φυσικής εξάρτησης βαθμιαία εδραιώνεται μια άλλη: η προβάλλουσα δίκην φυσικού νόμου χειραγωγική εξάρτηση της ζωής και δραστηριότητας των ανθρώπων από την αποκρυσταλλωμένη στους εμπράγματους όρους της ύπαρξής τους παρελθούσα («νεκρή») δραστηριότητα, και από αυτήν

3.      στην χειραφετημένη, ενοποιημένη ώριμη ανθρωπότητα, στην οποία, η ολόπλευρη ανάπτυξη ενός εκάστου των μελών της συνιστά εσωτερική ανάγκη και αναγκαίο όρο της ολόπλευρης ανάπτυξης όλων.

         Η χειραφετημένη από τα δεσμά της φύσης και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και ενοποιημένη σε παγκόσμια κλίμακα ανθρωπότητα, συνιστά την ωριμότητα του πολιτισμού, τον αυθεντικό πολιτισμό, την αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία έναντι της προϊστορίας της ανθρωπότητας, στα πλαίσια μιας (όχι εμπειρικής – περιγραφικής, ούτε και σχηματικής-ουτοπικής) θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας.

Ο άνθρωπος προσοικειώνεται, αφομοιώνει τον προγενέστερο πολιτισμό, αποκωδικοποιώντας και αποαντικειμενοποιώντας τα εκάστοτε υλικά και πνευματικά αποκρυσταλλώματά του, καθιστώντας τον όρο της δραστηριότητάς του, και δημιουργεί πολιτισμό, καινοτομεί, κωδικοποιώντας και  αντικειμενοποιώντας τις νέες γνώσεις, δεξιότητες και δημιουργικές ικανότητές του. Ο πολιτισμός εντοπίζεται στο σύνολο των διαγενεακώς διαβιβαζόμενων τρόπων και μορφών διεξαγωγής της ανθρώπινης (υλικής και πνευματικής) δραστηριότητας, που είναι αντικειμενοποιημένοι σε εμπράγματους υλικούς φορείς (μέσα εργασίας, σημεία, σύμβολα, κ.ο.κ.), ως σύστημα πληροφοριακών κωδίκων, οι οποίοι ενισχύουν την ιστορικά συσσωρευμένη κοινωνική εμπειρία και θέτουν τους όρους της περαιτέρω ανάπτυξής της. Είναι ο γενικευμένος τρόπος πραγμάτωσης και ρύθμισης της ανθρώπινης δραστηριότητας, η πτυχή εκείνη της κοινωνικής ζωής που έγκειται στην γένεση και στη διαγενεακή μετάδοση «προγραμμάτων», «κωδίκων» δραστηριότητας, συμπεριφοράς και επικοινωνίας. Είναι ο κώδικας, βάσει του οποίου εκτυλίσσεται και αναπτύσσεται ο κοινωνικά διαμεσολαβημένος μεταβολισμός, το σύνολο των δραστηριοτήτων και επικοινωνιών. Ένας κώδικας σημειολογικών συστημάτων.

Επομένως, εάν θεωρήσουμε ως πολιτισμό, το ιστορικά προσδιορισμένο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας, των δημιουργικών δυνάμεων και ικανοτήτων του ανθρώπου, εκπεφρασμένο σε τύπους και μορφές οργάνωσης της ζωής και της δραστηριότητας των ανθρώπων, στις αμοιβαίες σχέσεις τους, καθώς και στα υλικά και πνευματικά δημιουργήματα των ανθρώπων, μέτρο, κριτήριο της ανάπτυξης του πολιτισμού είναι οι δυνατότητες ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας, μ’ άλλα λόγια ο βαθμός στον οποίο οι υλικοτεχνικοί, κοινωνικοί, κ.ο.κ. όροι εξυπηρετούν τον σκοπό της ολόπλευρης ανάπτυξης των δημιουργικών δυνάμεων και ικανοτήτων της προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο ανεπτυγμένος, ο αυθεντικός πολιτισμός γίνεται το «κλειδί» για την κριτική ιστορική θεώρηση όλων των βαθμίδων, των εκδοχών και των εκφάνσεων του πολιτισμού, όχι ως εκτός τόπου και χρόνου αφηρημένη κατασκευή, αλλά ως η νομοτελής απόληξη της λογικής της ιστορίας της ανθρωπότητας.

2. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας ως υπόσταση του πολιτισμού και η αντιδιαστολή αφηρημένων και συγκεκριμένων πολιτιστικών καθόλου.

Για τον κοινό νου, την καθημερινή συνείδηση και την εγκλωβισμένη στην προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης (στη διάνοια) σκέψη, γενικό, καθολικό είναι το κοινό στοιχείο, η ομοιότητα, το σταθερό και αμετάβλητο, η αφαίρεση εκείνη που είναι παρούσα σε κάθε μοναδιαίο και ειδικό στοιχείο του συνόλου αναφοράς. Για την φιλοσοφική επιστήμη της διαλεκτικής λογικής η κατηγορία του «καθολικού», του «καθόλου», μπορεί να έχει νόημα μόνον εντεταγμένη στο ιεραρχημένο και διατεταγμένο σύστημα των λογικών κατηγοριών, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η νοητική ανασύσταση ενός γνωστικού αντικειμένου, το οποίο συνιστά οργανικό όλο. Εγγύτερες λογικές κατηγορίες του «καθόλου», μέσω των οποίων εκφράζεται η αντικειμενική διασύνδεση και οι βαθμίδες διάγνωσής της, είναι το «μοναδιαίο» και το «μερικό», το «επιμέρους». Στον Χέγκελ οφείλουμε τον πρώτο διαλεκτικό προσδιορισμό του «αφηρημένου καθολικού» (ως λεκτικό εντοπισμό της ταυτότητας, της ομοιότητας των πραγμάτων), σε αντιδιαστολή με το αυθεντικό, το «συγκεκριμένο καθολικό», εννοούμενο ως εσωτερική ουσία, υπόσταση και νόμο που διέπει την ύπαρξη και την ανάπτυξη του όλου (Hegel, σελ. 166-176).

Το γίγνεσθαι και η ανάπτυξη του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας συνιστά τον πυρήνα της δυναμικής του πολιτισμού. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας -ως υπόστασης του πολιτισμού-  αναπτύσσεται άρδην επί κεφαλαιοκρατίας, με την ανάπτυξη της απλής μηχανικής παραγωγής και στη συνέχεια της αυτοματοποιημένης παραγωγής. Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτή, όπως θα δούμε, είναι άκρως μονομερής και αντιφατική.

Ο χαρακτήρας του πολιτισμού (υλικού και πνευματικού) και των εκάστοτε πολιτιστικών καθόλου, αναπτύσσεται σε συνάρτηση με την αντιφατική διαδικασία της ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, και των αντίστοιχων εμπράγματων και προσωπικών στοιχείων της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Δεδομένων των παραπάνω πορισμάτων από τη Λογική της Ιστορίας, είναι σκόπιμο να σταθούμε στο θεμέλιο των πολιτιστικών καθόλου της κεφαλαιοκρατίας. Ο διττός χαρακτήρας της εργασίας (η οποία εκπίπτει σε αφηρημένη και συγκεκριμένη) επί κεφαλαιοκρατίας, ως αποτέλεσμα του ιστορικά συγκεκριμένου καταμερισμού της εργασίας, επηρεάζει το σύνολο της αστικής κοινωνικής συνείδησης, την επικρατούσα νόηση (τρόπο σκέψης). Η εργασία δεν μπορεί να συνιστά οργανική ανάγκη, δεν μπορεί να παρέχει αληθινή απόλαυση όσο είναι μηχανικού, μονότονου χαρακτήρα, όσο ειδικεύεται στην εφ’ όρου ζωής εκτέλεση μιας επιμέρους τεχνικής λειτουργίας, όσο γίνεται υπό την πίεση εξωτερικής αναγκαιότητας (π.χ. για την επιβίωση, χάριν απολαβών, γοήτρου, επιβολής, κατίσχυσης έναντι άλλων, βαθμών, ανέλιξης στην ιεραρχία κ.ο.κ.). Στο βαθμό που αίρονται τα παραπάνω αρνητικά χαρακτηριστικά, η εργασία μετατρέπεται σε καθολική δραστηριότητα. Όσο επικρατεί η εργασία ως χειρισμός παρηγμένων μέσων παραγωγής, δύο είναι τα πεδία της κατ’ εξοχήν καθολικής πολιτιστικής δραστηριότητας, μήτρες και προαπεικάσματα των καθόλου του αυθεντικού πολιτισμού: η καλλιτεχνική δημιουργία και η επιστημονική έρευνα. Η επιστήμη, αυτό το «προϊόν της καθολικής ιστορικής διαδικασίας της ανάπτυξης, το οποίο εκφράζει αφηρημένα την πεμπτουσία της» (Κ. Μάρξ, Θεωρίες για την υπεραξία, μ. 1, σ. 438), είναι μια ιδιότυπη εργασία. «Καθολική εργασία [Allgemeine Arbeit] είναι κάθε επιστημονική εργασία, κάθε ανακάλυψη, κάθε εφεύρεση. Καθορίζεται εν μέρει από τη συνεργασία των συγχρόνων, εν μέρει από τη χρησιμοποίηση της εργασίας των προγενεστέρων» (Κ. Μάρξ, Το κεφάλαιο, τ. 3, σ. 135).

Ο καθολικός χαρακτήρας της ερευνητικής δραστηριότητας συνδέεται με το γεγονός, ότι η αυθεντική πνευματική παραγωγή είναι εγγενώς κοινωνική, εφ’ όσον αποτελεί πόρισμα όλης της προγενέστερης δραστηριότητας της κοινωνίας, δημιουργική συσσώρευση, επεξεργασία, γενίκευση και επανανοηματοδότηση του ανθρώπινου πολιτισμού. Η καθολική εργασία, ως όρος για τη δημιουργία, είτε ως δημιουργία και ανάπτυξη των εμπράγματων όρων και των τρόπων εκτύλιξης της ανθρώπινης δραστηριότητας, γίνεται η κατ’ εξοχήν μορφή της άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα εργασίας, και ως εκ τούτου, -σε συνδυασμό με την έμμεσα κοινωνικού χαρακτήρα (εκτελεστική, επαναλαμβανόμενη, κ.ο.κ.) εργασία, η οποία αρχικά επικρατεί στατιστικά ως η ευρύτερη βάση της καθολικής- γίνεται η υπόσταση, η κατ’ εξοχήν δημιουργός, η γενεσιουργός αιτία των πολιτιστικών καθόλου.

Ψήγματα καθολικής εργασίας ανιχνεύονται σε όλη την ιστορία του πολιτισμού. Η καθολική εργασία αναδεικνύεται μεν σαφώς στο προσκήνιο με την έναρξη της μετατροπής της επιστήμης σε παραγωγική δύναμη, και ιδιαίτερα με την αυτοματοποίηση πλευρών της παραγωγής, πλην όμως είναι αδύνατο να γίνει δεσπόζουσα τάση επί κεφαλαιοκρατίας. Αλλά και το υποκείμενό της αναπτύσσεται μονομερώς, όσο η ανάπτυξή του υπάγεται στην αγοραία λογική του κεφαλαίου και της σταδιοδρομίας της ιεραρχικής ανάδειξης, όσο εδράζεται στην υπανάπτυξη των άλλων.

Επί κεφαλαιοκρατίας, αφ’ ενός μεν δημιουργούνται ορισμένες δυνατότητες δημιουργικής ανάπτυξης στο πλαίσια της «καθολικής εργασίας» για ορισμένους ανθρώπους (της επιστήμης, της τέχνης), αφ’ ετέρου και η δημιουργική εργασία φέρει την «αξιακή» σφραγίδα, εμπορευματοποιείται, υπάγεται στη χρησιμοθηρία και στο στενό πρακτικισμό. Και οι άνθρωποι της επιστήμης και της τέχνης σύρονται στο πεδίο του ανταγωνισμού και της αξιολόγησης σύμφωνα με τα κριτήρια του κεφαλαίου (βλ. Πατέλης, 2000).

Επομένως, υπό το πρίσμα ακριβώς της συγκεκριμένης καθολικότητας του πολιτισμού, αυθεντικές μορφές πολιτιστικών καθόλου είναι εκείνες οι οποίες συγκροτούν το πεδίο της ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας ως όρο ανάπτυξης της κοινωνίας.

Ποικίλων μορφών επιμέρους εκφάνσεις αυτών των πολιτιστικών καθόλου απαντώνται στην ιστορία. Αυτές οι εκφάνσεις, φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα των ιστορικά συγκεκριμένων (και χωροχρονικά περιορισμένων) σχέσεων που τις γέννησαν, και ως εκ τούτου, φέρουν το στίγμα της μεν είτε της δε ατομικότητας, μερικότητας, είτε και μονομέρειας (κοινοτικής, εθνοτικής, εθνικής, θρησκευτικής, περιφερειακής, επιμέρους πολιτισμικής, ταξικής, κ.ο.κ.), δηλαδή, προβάλλουν πάντοτε συνυφασμένες σε μιαν αντιφατική ενότητα πολιτιστικά προοδευτικών, συντηρητικών και αντιδραστικών στοιχείων.

Ωστόσο, αυτή η «αφηρημένη καθολικότητα», ο εγγενής ιστορικός περιορισμός των εν λόγω επιμέρους εκφάνσεων των πολιτιστικών καθόλου, είναι που χαρακτηρίζει την αντιφατικότητα του ιστορικού γίγνεσθαι στην νομοτελή (άλλα όχι αυτομάτως δεδομένη) πορεία της ανθρωπότητας προς τον αυθεντικό πολιτισμό.

  3. Αξίες και πολιτιστικά καθόλου.

Έχοντας εννοιολογήσει στοιχειωδώς την αντιδιαστολή αφηρημένων και συγκεκριμένων πολιτιστικών καθόλου βάσει της νομοτελούς ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, μπορούμε να συγκεκριμενοποιήσουμε και την έννοια των αξιών.

Τι συνιστά όμως αξία; Η «αξία» είναι έννοια της καθημερινής συνείδησης, της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών με τη βοήθεια της οποίας υποδηλώνεται η κοινωνική και ιστορική σημασία, το νόημα διαφόρων πραγμάτων (αντικειμένων) του ανθρώπινου πολιτισμού, σχέσεων και δραστηριοτήτων. Αφορά ορισμένες αποδεκτές αποτιμήσεις της κοινωνικής και πολιτισμικής σημασίας, του νοήματος διαφόρων πραγμάτων, φαινομένων, σχέσεων και δραστηριοτήτων, που εντάσσονται στο πεδίο του πολιτισμικού είναι και λειτουργούν ως φορείς ορισμένων κοινωνικών σχέσεων. Έναντι του ανθρώπου, οι αξίες πρεσβεύουν αντικείμενα του ενδιαφέροντός του, ενώ στην συνείδησή του λειτουργούν ως σημεία αναφοράς της καθημερινότητάς του στην εμπράγματο και ευρύτερα στην κοινωνική πραγματικότητα και ως σύμβολα των ποικίλων πρακτικών τοποθετήσεών του έναντι αντικειμένων και φαινομένων που τον περιβάλλουν. Λειτουργούν ως ρυθμιστικές-κανονιστικές αρχές και ως στερεότυπες μορφές προσανατολισμού του ανθρώπου, ως πρίσμα, μέσω του οποίου ο άνθρωπος προσλαμβάνει την πραγματικότητα ώστε να την νοηματοδοτήσει και να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο διάκειται προς αυτήν.

Η σύγχρονη φιλοσοφική και μεθοδολογική έρευνα, στην οποία εδράζεται η παρούσα προσέγγιση (βλ. Βαζιούλιν 1998 και 2004, σ.258-260), έχει αποδείξει ότι η αναγωγή της μελέτης των φαινομένων του πολιτισμού στην μελέτη των αξιών και στην αξιολογική προσέγγιση, είναι ιστορικώς εξηγήσιμη μεν, πλην όμως εν πολλοίς μονομερής, περιορισμένη και περιοριστική άποψη. Πού οφείλεται αυτός ο περιορισμός και η μονομέρεια;

 Σε όλες τις γλώσσες, η ίδια η σχετική ορολογία («αξία», «αξιολόγηση», «τιμή», «εκτίμηση», «αξιοπρέπεια», «αποτίμηση» κ.λπ..) ανέκυψε από τον κόσμο των αξιακών σχέσεων και της τιμής, ως μορφής έκφρασης της αξίας, από ένα κόσμο στον οποίο άμεσα προβάλλει στο προσκήνιο η ποσοτική πλευρά των ανταλλακτικών αξιών των εμπορευμάτων.  Δεδομένου ότι η αξία  είναι η ουσία του εμπορεύματος επί κεφαλαιοκρατίας (η ποσοτική συνιστώσα του ως συμπυκνώματος της αξιακής κοινωνικής σχέσης), η αφηρημένη εργασία είναι η παράγουσα αυτή την ουσία αιτία. Η χρηστική αξία (η ποιοτική-εμπράγματη συνιστώσα του εμπορεύματος), η αισθητηριακά αντιληπτή μορφή του, παράγεται από την συγκεκριμένη εργασία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η γενεσιουργός αιτία, η υπόσταση του κόσμου των εμπορευμάτων, η εργασία, είναι επί κεφαλαιοκρατίας διττή: συγκεκριμένη και αφηρημένη εργασία. Η εργασιακή δύναμη, η ικανότητα προς εργασία, είναι εδώ το ουσιωδέστερο εμπόρευμα, ένα πράγμα με αγοραία ανταλλαξιμότητα, που διαθέτει ποσοτική συνιστώσα, αξία, η οποία προσδιορίζεται στατιστικά μέσω της εξίσωσης των εργασιακών δυνάμεων διαφόρων ανθρώπων, ως εργάσιμος χρόνος της «αφηρημένης εργασίας». Κυρίαρχο λοιπόν στοιχείο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, και της συνείδησης που τους αντιστοιχεί, είναι η εξίσωση των εργασιακών δυνάμεων διαφόρων ανθρώπων που πραγματοποιείται στη λεγόμενη «αγορά εργασίας», είναι η εξισωτική τυποποίηση της ποικιλομορφίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, που πραγματοποιείται μέσω της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, όταν επιτυγχάνεται το επίπεδο  της παραγωγής με μηχανές. Κοινός παρανομαστής αυτής της εξίσωσης είναι η αφηρημένη εργασία, η εργασία ως ποσοτικό μέγεθος (εργατώρες, ημέρες εργασίας κ.λπ.) άσχετα με το συγκεκριμένο περιεχόμενό της (άσχετα με τις αξίες χρήσης που παράγει). Αυτή η αυθόρμητα και αυτόματα διεξαγόμενη και πλειστάκις επαναλαμβανόμενη στην καθημερινή αγοραία πρακτική συγκριτική ομοιογενοποίηση και αναγωγή της γενεσιουργού δύναμης της αξίας σε αφηρημένη εργασία-ποσοτικά προσμετρήσιμη, προϋποθέτει το κατ’ αρχήν αναγώγιμο της κάθε σύνθετης εργασίας σε απλή.  Γι’ αυτό και προβάλλει εδώ σε πρώτο πλάνο και στην κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων η ιδέα της ισότητας, δηλαδή η ιδέα της ομοιότητας των απομονωμένων, των αποξενωμένων ατόμων της κεφαλαιοκρατικής «κοινωνίας των ιδιωτών» και όχι η ιδέα της διαφοράς ενωμένων ανθρώπων (Βαζιούλιν, 2004, σ. 258).

Κορυφαία εκδήλωση της γενικευμένης αλλοτρίωσης των ανθρώπινων σχέσεων στην κεφαλαιοκρατία είναι το γεγονός ότι το σύνολο των ανθρώπινων δυνάμεων, των δημιουργικών δυνατοτήτων και των κοινωνικών σχέσεων προβάλλει ως αξιακή κλίμακα, ενώ όλοι οι κώδικες λειτουργούν μέσω του δίπολου: αξία-απαξία.

Η συμμόρφωση του ανθρώπου με κάποιες αξίες, έχει επιπτώσεις σε άλλες πτυχές της προσωπικότητάς του, ακόμα και εάν αυτές οι αξίες προβάλλουν ως αρχές ανάπτυξης της προσωπικότητας. Αυτό σημαίνει ότι η ίδια η ύπαρξη των αξιών είναι εκδήλωση της φθοροποιού και συχνά καταστροφικής αντιφατικότητας της κοινωνικής συνείδησης και της προσωπικότητας στο πλαίσιο της ανταγωνιστικής «προϊστορίας» της ανθρωπότητας. Οι αξίες, ως υπερατομικής και υπερυποκειμενικής ισχύος κανονιστικές ιδεατές σχέσεις που διασφαλίζουν τη διυποκειμενική συναίνεση κατά την επιλογή στάσεων ζωής, σκοποθεσιών και συμπεριφορών, υποδηλώνουν ακριβώς την αντίφαση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων, παρωθήσεων, επιδιώξεων, κριτηρίων, προτύπων κ.λπ.. της προσωπικότητας, η οποία συνιστά κατά κάποιο τρόπο την «εσωτερίκευση» και «εξατομίκευση» της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη βαθμίδα ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας.

Εφ’ όσον ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις που αρθρώνουν το βιοτικό του πρόγραμμα ως δεδομένες και αμετάβλητες, είναι ανέφικτη, η όποια συνεπής αναζήτηση αιτιώδους συνάφειας και ριζικού επαναπροσδιορισμού της στάσης ζωής και της όλης συμπεριφοράς και επικοινωνίας του. Αλλά στο βαθμό που εμπλοκή του σε αυτές, η εξυπηρέτηση τους, η ίδια η ύπαρξή του, προϋποθέτουν ορισμένο ελάχιστο επίπεδο προσανατολισμού (ρύθμισης, αυτορύθμισης κ.λπ.), άρα και ορισμένου τύπου συνείδηση και αυτοσυνείδηση, το περιεχόμενο των ως άνω σχέσεων και αλληλεπιδράσεων εστιάζεται σε ιδιότυπες, δομικές και λειτουργικές πτυχές του συστήματος ως έχει, που μορφοποιούνται σε αισθητηριακά ισοδύναμα. Εδώ ακριβώς έγκειται η βάση της διάκρισης και υποστασιοποίησης του «κόσμου των αξιών» στο πεδίο της κοινωνικής συνείδησης και γενικότερα του πολιτισμού. Η παρουσία και η επίκληση αυτού του υποστασιοποιημένου «κόσμου των αξιών», είναι δηλωτική του αλλοτριωμένου χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων, αλλά και εχέγγυο βιωσιμότητας του ατόμου σε αυτές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μορφοποιούνται, κωδικοποιούνται και αναπαράγονται διαγενεακά αυθόρμητα διαμορφωμένοι κανόνες, πρότυπα και παραδόσεις. Ο κοινός νους και η καθημερινή συνείδηση δεν είναι ικανοί από μόνοι τους να εξηγήσουν θεωρητικά τη θέση, το ρόλο και τον ιστορικά παροδικό χαρακτήρα των αξιών στην κοινωνία, δεν μπορούν να απαλλαγούν από τον υπερατομικό, υπερυποκειμενικό κ.λπ. τρόπο αντιμετώπισης του «κόσμου των αξιών». Η άμβλυνση της συνειδητής και κριτικής στάσης του φορέα των αγοραίων σχέσεων, που χαρακτηρίζεται από την απουσία σκόπιμης και ενεργού κατανόησης, λογικής ανάλυσης, εκτίμησης και διάγνωσης της ενδότερης και μη ορατής στην επιφάνεια ουσίας αυτών των σχέσεων, είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος της «εύρυθμης» ένταξής του στις τελευταίες.  Η υπαγωγή του ανθρώπου σε αυτές τις σχέσεις, η καθημερινή τύρβη εντός του αγοραίου στοιχείου, επιβάλλει και υποβάλλει αυθόρμητα και ασυνείδητα την αξιακή διάσταση της ζωής, όχι μόνο στο πεδίο των εμπράγματων συναλλαγών, αλλά και στη σφαίρα των ιδεών, του πνευματικού πολιτισμού. Συχνά μάλιστα, αυτή η αξιακή διάσταση της σφαίρας του πνεύματος παίζει τον ρόλο ενός φαντασιακού υποκατάστατου, μιας ιδεατής υπεραναπλήρωσης της ελλειμματικής και αλλοτριωτικής καθημερινής πραγματικότητας, γεγονός που καθιστά την εν λόγω σφαίρα των αξιών λειτουργικά συγγενή  με τις φαντασιακές εξιδανικεύσεις της θρησκευτικής συνείδησης (Παυλίδης 1999, Πατέλης 1999). Γι’ αυτό και γίνεται λόγος περί «αιώνιων», «άφθαρτων» κ.λπ., αξιών. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούν τους όρους «αξίες», «ιδανικά», «ιδεώδη», «οράματα», κ.λπ. ως συνώνυμα.

Ως κωδικοποιημένες κλίμακες αξιών προβάλλουν στην ιστορία του πολιτισμού οι κατά το μάλλον ή ήττον παραδεδεγμένες πράξεις, τα βιώματα, οι παραστάσεις, οι ιδέες, οι σκέψεις, οι σχέσεις και οι θεσμοί που συνδέονται με όλες τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης.

4. Η πρακτική λειτουργικότητα της αξιολογικής προσέγγισης και τα συνακόλουθα ιδεολογήματα.        

Η βασική πρακτική λειτουργία της αξιολογικής προσέγγισης και ο μηχανισμός εδραίωσης και εμπέδωσης του κόσμου των αξιών είναι η υποβολή όλων των μελών της κοινωνίας σε ποικίλες και αλλεπάλληλες αξιολογήσεις. Τα ιδεολογήματα περί «αξιοκρατίας» εκφράζουν παραστατικά το μηχανισμό ιδεολογικής αφομοίωσης των κυρίαρχων κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και της κυρίαρχης ιδεολογίας, της κυρίαρχης κλίμακας αξιών της αστικής τάξης: ο καθ’ ένας πρέπει να συμμορφώνεται με τη θέση και το ρόλο του στην κοινωνία γιατί κατέχει αυτό που αξίζει (Young M., Bell D. κ.α.). Η εμφατική επικέντρωση της αξιολογικής σπουδής στο δίπολο «επιβράβευση - ποινή», συγκροτεί έναν ολόκληρο «πολιτισμό» της υποταγής. Επιβάλλει και υποβάλλει έξωθεν και άνωθεν εξαρτημένα αντανακλαστικά κομφορμιστικής προσαρμογής του ανθρώπου στις κυρίαρχες αξίες-απαιτήσεις. Εκείνο που αξιολογείται τελικά από την άτυπη και θεσμοθετημένη αξιολόγηση, είναι ο βαθμός εσωτερίκευσης του κυρίαρχου προτύπου, της κυρίαρχης κλίμακας αξιών, του αναγκαίου για την κυρίαρχη τάξη φάσματος τύπων σχέσης προς την εργασία και την κοινωνία.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο βαθμό που οι δια βίου αξιολογούμενοι άνθρωποι δεν επιδίδονται στην όποια άγουσα δραστηριότητά τους βάσει της εσωτερικής λογικής του ίδιου του αντικειμένου τους, ούτε και βάσει των πραγματικών κοινωνικών αναγκών, αλλά κυρίως, ορμώμενοι από εξωτερικά κίνητρα, δηλαδή χάριν απολαβών ή προς αποφυγή ποινών, δημιουργείται (στατιστικά) ένα υποκείμενο προσανατολισμένο προς έξωθεν και άνωθεν επιβαλλόμενη δραστηριότητα. Ο κόσμος των αξιών, είναι ο κόσμος της κυριαρχίας των εξωτερικών κινήτρων, του μονόπλευρου προσανατολισμού στην ιδιότυπη ανταποδοτικότητα της επίδοσης. Θα μπορούσαμε να πούμε, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του νεαρού Μαρξ αναφορικά με την ιδεοκρατική εγελιανή λογική, ότι οι πολιτιστικές αξίες είναι το χρήμα του πνεύματος… Αυτός ο εξωτερικός επικαθορισμός, οδηγεί στην εσωτερική κενότητα, στην απουσία αντιστάσεων και επιλεκτικότητας έναντι εξωτερικών επιδράσεων, είτε ακόμα και σε πλήρη προσαρμογή σε αυτές με την ψευδαίσθηση της «προσωπικής επιλογής» (Ρουμπινστέιν, σ. 382).

Η επιδίωξη μιας «επιτυχίας» προσανατολισμένης μονομερώς στον καταναλωτισμό και στην σταδιοδρομία, οδηγεί σε άμβλυνση αν όχι και σε εξαφάνιση της όποιας κριτικής σχέσης προς την κοινωνία. Η αξιολόγηση λειτουργεί σαφώς ως μηχανισμός επιβολής σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής βάσει της κυρίαρχης κλίμακας αξιών. Εδραιώνει την αγοραία «λειτουργική» ή «επιχειρησιακή» δομή της συμπεριφοράς και τη συνακόλουθη νόηση. Η νοητική ικανότητα υποβαθμίζεται σε  λειτουργική προσαρμογή στο κυρίαρχο σύστημα σχέσεων και αξιών. Νοήμων και ευφυής θεωρείται ο επιτήδειος, ακόμα και ο πανούργος με την αγοραία έννοια.

Από αυτή την άποψη η αξιολόγηση αποτελεί το συνειδησιακό και θεσμικό  ανάλογο των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων που κυριαρχούν  στην κοινωνία, επομένως και η υπέρβασή της δεν είναι υπόθεση υποκειμενικών βουλητικών επιλογών, αλλά συνδέεται με την ριζική αλλαγή του χαρακτήρα της παραγωγής, του καταμερισμού της εργασίας  και των σχέσεων παραγωγής.

5. Ορισμένα συμπεράσματα.

Διαπιστώσαμε ότι η κοινωνική λειτουργία των αξιών και της αξιολογικής προσέγγισης είναι σαφώς αντιφατική. Αφ’ ενός μεν, συνιστούν συνειδητοποίηση (ή ασυνείδητη πρόσληψη) ορισμένης διάστασης ενός ιστορικά συγκεκριμένου τύπου κοινωνικών σχέσεων, που συντελεί στην πρακτικά λειτουργική ένταξη του ανθρώπου σε αυτές τις σχέσεις σε επίπεδο καθημερινότητας, αφ’ ετέρου δε, ο άκριτος εγκλωβισμός του ανθρώπου στον κόσμο των αξιών, καθιστά εν πολλοίς ανυπέρβλητο τον ορίζοντα αυτού του τύπου των κοινωνικών σχέσεων.  Η κοινωνική θεωρία οφείλει να εξηγεί τις αξίες ως συγκεκριμένα ιστορικά φαινόμενα, και να θεμελιώνει την πρακτική παρέμβαση σε αυτά. Η παρέμβαση όμως αυτή δεν μπορεί να ανάγεται σε απλή καταγραφή «θετικών» και «αρνητικών» αξιών και στην απλή αντιπαράθεση «θετικών» αξιών στις «αρνητικές».

Η μονομερής  άρνηση ορισμένης πραγματικότητας, χωρίς πρακτική θετική διέξοδο-άρση αυτής της πραγματικότητας, αποκτά στοιχεία θρησκευτικού τύπου μεταφυσικής. Το πρόβλημα δεν έγκειται στις υποκειμενικές προθέσεις του ανθρώπου υπέρ ή κατά της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και σε ενδεχόμενη δυνατότητα αντιστροφής της κυρίαρχης κλίμακας αξιών. Η τελευταία συνιστά απλώς ένδειξη θεωρητικού και στρατηγικού ελλείμματος, αδυναμίας θετικής διεξόδου από τα αδιέξοδα της συγκυρίας, και ως εκ τούτου, αξιακού ετεροπροσδιορισμού (έστω και αποφατικού τύπου) από την κυρίαρχη κλίμακα αξιών. Στο παράδειγμα της θρησκείας είναι καταφανές το αλληλένδετο και τελικά, η ταύτιση της απόλυτης άρνησης και της απόλυτης κατάφασης του εντεύθεν κόσμου, πρακτικό ισοδύναμο της οποίας είναι τελικά η απολογητική στάση και η αποδοχή της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων ως έχει (βλ. σχετικά Παυλίδης 2003). Η αναζήτηση διεξόδου από τα αδιέξοδα της καθημερινότητας στην αφηρημένη δεοντολογία των όποιων υποστασιοποιημένων αξιών, καθιστά τον άνθρωπο δέσμιο αυτής της καθημερινότητας, παρέχοντάς του μια ψευδαίσθηση υπέρβασής της, τη στιγμή που υπονομεύονται εκείνες οι μορφές ανάπτυξης του ανθρώπου που μπορούν να τον άρουν υπεράνω του επιμέρους. Έτσι συγκροτείται η αξιολογική διάσταση της ουτοπικής συνείδησης. Το ανόητο του εντεύθεν κόσμου οδηγεί στην νοηματοδότηση ενός επέκεινα κόσμου καθαρών και άσπιλων αφηρημένων αξιών και ιδεωδών, μέσω του οποίου, ο άνθρωπος προσπαθεί να θεωρήσει τον εντεύθεν κόσμο, ώστε να τον καταστήσει βιώσιμο. Συχνά όμως αυτό το επέκεινα, μέσω αλλεπάλληλων ματαιώσεων, γίνεται μηδέν και το μόνο περιεχόμενο του βιώματος γίνεται η απόγνωση... 

Από μεθοδολογικής απόψεως, η αξιακή και αξιολογική θεώρηση, λόγω ακριβώς του ιστορικά συγκεκριμένου χαρακτήρα των αξιών και της συνάφειάς τους με τις αγοραίες σχέσεις, συνιστά αναγόρευση ορισμένης μονομερούς, μερικής και αφηρημένης ιστορικής έκφανσης του πολιτισμού σε καθολικών αξιώσεων αρχή. Ωστόσο, οι αξίες δεν είναι αιώνιες και απεριόριστες στο χώρο και στο χρόνο αρχές. Στην  πραγματικότητα, είναι ιστορικά περιορισμένες και παροδικού χαρακτήρα εκφάνσεις των πολιτιστικών καθόλου. Είναι και αυτές, σε τελική ανάλυση, κωδικοποιημένες εκφάνσεις των διαφορών, των αντιθέσεων, και των αντιφάσεων υλικών συμφερόντων, θεωρούμενων υπό το πρίσμα των κυρίαρχων συμφερόντων. Η πρακτική αποτελεσματικότητά τους στην καθημερινότητα και η ευρεία διάδοσή τους, συγκαλύπτει εν πολλοίς τον μεροληπτικό χαρακτήρα αυτής της κωδικοποίησης, και κατά τρόπο αντίστοιχο με αυτόν π.χ. του δικαίου, παρέχει στους φορείς της την δυνατότητα να επιβάλλουν επί του συνόλου των μελών της κοινωνίας τον κώδικα αξιών τους με αξιώσεις καθολικής ισχύος και εμβέλειας, σε μια διαδικασία μη ανιχνεύσιμη χωρίς αντίστοιχη θεωρητική και φιλοσοφική έρευνα.   

Το ζητούμενο είναι η διάγνωση της ουσίας εκείνων των συγκεκριμένων ιστορικών σχέσεων, οι οποίες γενούν τις αξιακές σχέσεις, τις αξίες και την αξιολογική προσέγγιση, και η ανάδειξη της δυνατότητας και της αναγκαιότητας πρακτικής υπέρβασης αυτών των σχέσεων, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η αγοραία-αξιακή διασύνδεση ατόμων και ομάδων της κατακερματισμένης κοινωνίας των μεμονωμένων ιδιωτών. 

Είδαμε ότι οι αξίες και η αξιολογική προσέγγιση, αφ’ ενός μεν συνιστούν τρόπο προσαρμογής στην αλλοτριωμένη ζωή, αφ’ ετέρου δε παγιώνουν και ενισχύουν αυτή την αλλοτρίωση. Αποτελούν λοιπόν συνειδητοποίηση της αλλοτρίωσης στα πλαίσια και με τους όρους της αλλοτρίωσης ως ανυπέρβλητης κατάστασης. Είναι στοιχεία, εκφάνσεις πτυχών του πολιτισμού, οι οποίες, λόγω της μερικότητάς τους και της φόρτισής τους με μιαν αξίωση καθολικότητας, καθίστανται εξωτερικές «αφηρημένες καθολικότητες», που μάλλον διχάζουν την ανθρωπότητα παρά την ενοποιούν, προτάσσουν μάλλον την διαφορά στην όποια ενότητα, παρά την ενότητα μέσω της διαφοράς.

Η κριτική της αλλοτριωτικής μονομέρειας και του εν πολλοίς διχαστικού ρόλου του πολιτισμού επί κεφαλαιοκρατίας, οφείλει να αντιπαραθέτει σε αυτήν το θετικό ιδεώδες της ολόπλευρης καλλιέργειας του ανθρώπου του μέλλοντος (στοιχεία του οποίου ανιχνεύονται ήδη στην αντιφατικότητα του παρόντος), συνδέοντας έτσι τη διεκδίκηση ενός άλλου πολιτισμού με τη συνολική πορεία του προοδευτικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Στην ώριμη αταξική κοινωνία –σε συνθήκες άρσης του υποδουλωτικού καταμερισμού της εργασίας– το σύνολο του πολιτισμού θα έχει τα χαρακτηριστικά της δημιουργικής παιδείας: θα είναι το πεδίο της ολόπλευρης καλλιέργειας και ανάπτυξης της κάθε προσωπικότητας.  Ο άνθρωπος δεν θα γίνεται πλέον κοινωνός ψηγμάτων του πολιτισμού μέσω της απλής, αποσπασματικής και μονομερούς ατομικής προσοικείωσης τρόπων και μέσων δραστηριότητας και επικοινωνίας, με την μορφή των απρόσωπων, αφηρημένα καθολικών και αλλότριων σχημάτων καθιερωμένης ή δέουσας συμπεριφοράς, μέσω αξιών και αξιολογήσεων. Θα έχει εκπέσει η ανάγκη του αποτελούμενου από (υλικής και ιδεατής υφής) αξίες συνδετικού ιστού της κατακερματισμένης κοινωνίας των ιδιωτών, ως κάτι το εξωτερικό για το άτομο και παρακείμενο σε αυτό, ως κάτι το οποίο υπάρχει πέρα από το άτομο και με το οποίο το άτομο συγκρίνει (εξισώνει, αντιπαραβάλλει, αξιολογεί) τον εαυτό του και τους άλλους. Ο πολιτισμός ως πολιτισμικό πλέγμα συγκεκριμένης καθολικότητας δεν θα επιβάλλεται πλέον ως οπτική επιμέρους ομάδων και επιπέδων επί του συνόλου, αλλά θα διαχέεται στην ολότητα της ενοποιημένης ανθρώπινης καθολικής δραστηριότητας και επικοινωνίας. Θα γίνει πτυχή της ολόπλευρης πολιτιστικής καλλιέργειας της προσωπικότητας, φυσική και πνευματική αγωγή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bell D. On Meritocracy and Equality. The New Equalitarianism. Questions and Challenges. Port Washington, New York, London, 1979.

From E. Konsumidiotismus. - Neues Forum, 1970, 194/1, σελ. 91-93.

Hegel G. W. Fr.  Επιστήμη της λογικής. Η υποκειμενική λογική ή διδασκαλία περί της έννοιας. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Δ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Παπαζάση, Αθήνα, 2005.

Lauer Q.  Integral humanism.Thought, June 1982. 

Muhlbauer K.R. Κοινωνικοποίηση. Εκδ. Κυριακίδη. Θεσ/κη, 1995.

Rifkin Geremy. Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της. Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1996.

Young M. The Rise of the Meritocracy. 1870-2033. An Essay on Education and Equality. Penguin Books (Harmondsworth), 1967. (πρώτη έκδοση 1958).

Βαζιούλιν Β. Α. Τα παράδοξα της αξιοπρέπειας υπό το πρίσμα του Μαρξ. ΟΥΤΟΠΙΑ Νο 30, 1998, σ. 143-146.

Βαζιούλιν Β.Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Μετάφραση, επιμέλεια, υπομνηματισμός και πρόλογος Δ. Πατέλη. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2004.

Βακαλιός Θ. Η ιδανική και η πραγματική εικόνα του ανθρώπου. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 1999.

Βορέας Θ. Ηθική, Ακαδημειακά, τ. 4, ΟΕΔΒ, 1957.

Δαφέρμος Μ., Σάαντ Ρ. Επιστήμη και ανθρωπισμός. Αριστερή ανασύνταξη, Τεύχ.6, 1995, σελ.75-86.

Ιλιένκοφ Ε. Β. Φιλοσοφία και πολιτισμός. Πολιτιζντάτ. Μόσχα, 1991.

Ιλιένκοφ Ε., Τεχνοκρατία και ανθρωπιστικά ιδεώδη…, Οδυσσέας, Αθήνα, 1976.

Μάλτσεφ Γ.Β. Ο αστικός εξισωτισμός. Μόσχα, 1984.

Μαρκής  Δ. Το πρόβλημα των αξιών στην εποχή μας. Στο: Ουτοπία, τευχ. 39, Μάρτιος – Απρίλιος 2000.

Μαρκής Δ. Περί αξίας. Η μεγάλη καριέρα μιας μοντέρνας έννοιας. Στο: Αξιολογικά, Τεύχ. 8, Ιούνιος 1995, σελ. 7-47.

Μαρξ Κ. Το κεφάλαιο. Τ. 1-3. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, 1978.

Μαρξ Κ., Grundrisse.... τομ. Α. Β, Γ, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1989-90.

Μαρξ Κ., θεωρίες για την υπεραξία. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, τόμ.1- 3.

Μαρξ Κ., Κριτική του προγράμματος της Γκοτα. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Παπανούτσος Ε. Π. Ηθική. Πέμπτη έκδοση, τ. 1-2, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννιννα,1995.

Πατέλης Δ. Αυτοματοποίηση της παραγωγής και χαρακτήρας της εργασίας, στο: Εξουσία και κοινωνίες στη «Μεταδιπολική» εποχή. Εκδ. Παν/μίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2001, σελ. 121-132.

Πατέλης Δ. Η παιδεία ως συνιστώσα της δομής και της ιστορίας. Εκπαίδευση και αξιολόγηση, στο: Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Ποιος, ποιον και γιατί. Επιμέλεια: Χ.Κάτσικας-Γ.Καββαδίας, Εκδ. "Σαββάλα", Αθήνα 2002, σελ. 53-97.

Πατέλης Δ. Περί προτύπων στην κοινωνία και στην εκπαίδευση. Σύγχρονη Εκπαίδευση, (1ο μέρος) τεύχος 130, 2003, σελ. 108-122 , (2ο μέρος) τεύχος 131, 2003, σελ. 148-163.

Πατέλης Δ. Η θρησκεία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης. Ουτοπία. Μάρτιος – Απρίλιος 1999. Τ. 34, σελ 99 -124.

Πατερέκα Χ. Βασικές έννοιες των P. Bourdieu και Jean - Claude Passeron. Κυριακίδη. Θεσ/κη, 1986.

Παυλίδης Π. Κοινωνικό ιδεώδες: μεταξύ θρησκείας και επιστήμης. Ουτοπία, Νο 55, 2003, σελ. 119-137.

Παυλίδης Π. Τα τυπικά χαρακτηριστικά και οι αντιφάσεις του θρησκευτικού ιδεώδους. Ουτοπία, Νο 34, 1999, σελ. 87-97.

Πελεγρίνης Θ. Ηθική και φιλοσοφία. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1997.

Ρεζαμπέκ Ε.Γ. Η καθολική εργασία στη σφαίρα της επιστήμης, στο: Η κοινωνική φύση της γνώσης. Nauka, Μόσχα, 1979, σ. 55-71.

Ρίχτα Ράντοβαν. Ο πολιτισμός στο σταυροδρόμι. Εκδ. Ράππα. Αθήνα, 1978.

Ρουμπινστέιν Σ. Λ. Προβλήματα γενικής ψυχολογίας. Μόσχα, 1973.

Τσουκαλάς Κ. Κοινωνικό κράτος και ισότητα. Το Βήμα, Κυριακή 25 Ιουνίου 2000.

Ψυχοπαίδης Κ. Υπάρχει θεμελίωση σοσιαλιστικών αξιών; Ουτοπία, Νο 13, Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1994.

 

Δημήτριος Σ. Πατέλης,

Επίκουρος Καθηγητής Γενικού Τμήματος Πολυτεχνείου Κρήτης.