Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η «ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ».

                                                          

                                                                                  Του Δημήτρη Πατέλη

 

            Η γενικευμένη κρίση που εκδηλώθηκε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα μετά την επιβολή της ανοικτής κεφαλαιοκρατικής αντεπανάστασης στο μεγαλύτερο μέρος του συστήματος των χωρών στις οποίες είχαν επικρατήσει οι πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη τη θεωρία του μαρξισμού. Η πληθώρα των τοποθετήσεων των μέχρι πρότινος βέβαιων για το απρόσκοπτο του μέλλοντος αγωνιστών του επαναστατικού κινήματος- μέσα στον κυκεώνα της απογοήτευσης, της ψυχολογίας της ήττας και των πρακτικών που κυμαίνονται μεταξύ (φραστικών συνήθως) μαχών οπισθοφυλακής μέχρις εσχάτων και πλήρους «ιδιώτευσης»- όσον αφορά την τοποθέτηση έναντι του μαρξισμού, μας επιτρέπει να διακρίνουμε δύο βασικά τάσεις: 1) την αναθεωρητική - εκλεκτικίστικη, η οποία επικαλούμενη την «χρεοκοπία» και το «παρωχημένο» του μαρξισμού οδηγείται στην πλήρη απόρριψή του και στη βαθμιαία υιοθέτηση αστικών ιδεολογημάτων και 2) στην δογματική αντιμετώπιση του μαρξισμού ως άπαξ και δια παντός δεδομένης απόλυτης αλήθειας, η οποία διατηρεί στο ακέραιο την πληρότητα, την εγκυρότητα και την ισχύ της, χωρίς να επηρεάζεται από τις ιστορικές αλλαγές που μεσολάβησαν από την εποχή των θεμελιωτών της.

            Παρά τις τρέχουσες τοποθετήσεις που αναλώνονται σε αναθεματισμούς ή δοξολογίες, η ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος αντίστοιχου των αναγκών της εποχής μας προϋποθέτει συγκεκριμένη ιστορική προσέγγιση του μαρξισμού και κριτική-μεθοδολογική αποτίμηση του θεωρητικού κεκτημένου του.

            Ο μαρξισμός είναι ένα ανοικτό και αναπτυσσόμενο σύστημα φιλοσοφικών, οικονομικών και κοινωνικο-πολιτικών αντιλήψεων, βασικό περιεχόμενο του οποίου είναι η θεωρητική θεμελίωση της μετάβασης της κοινωνίας από την κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό. Εμφανίσθηκε στο στάδιο της ωριμότητας της κεφαλαιοκρατίας κατά το οποίο ωρίμασαν ταυτόχρονα και οι ιστορικοί όροι της κατάργησής της, που αποτελούν και τις ιστορικές προϋποθέσεις μετάβασης στην πλέον ανεπτυγμένη κοινωνία (αποφασιστικός ρόλος της μηχανοποιημένης παραγωγής, έναρξη της παραγωγής μηχανών από μηχανές, δυνατότητα διασφάλισης μιας σταθερής αφθονίας υλικών αγαθών, καθοριζόμενος από την υφή των παρηγμένων πλέον μέσων εργασίας κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας - κοινωνικοποίηση της παραγωγής και κυρίως: η διαμόρφωση της αντίστοιχης με τα παραπάνω  διαπαιδαγωγημένης και συλλογικά συγκροτημένης εργατικής τάξης). Ο μαρξισμός συνιστά την επιστημονική ιδεολογία της εργατικής τάξης, του υποκειμένου της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας μετάβασης από την κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό.

            Ιστορικά ανέκυψε μέσα από μια περίπλοκη και αντιφατική δημιουργική διαδικασία κριτικής - επιστημονικής εμβάθυνσης της διερεύνησης του κοινωνικού γίγνεσθαι (της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της πολιτικής της «κοινωνίας των ιδιωτών», των σχέσεων παραγωγής κλπ.), παράλληλα με την κριτική αφομοίωση και τη διαλεκτική άρση των ανώτερων κατακτήσεων του προμαρξικού στοχασμού, που αποτέλεσαν και τις πηγές (Λένιν) του μαρξισμού: της γερμανικής κλασσικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα της ιδεοκρατικής διαλεκτικής (βλ. Καντ, Φίχτε, Σέλιγκ, Χέγκελ και Φόυρμπαχ), της κλασσικής αστικής πολιτικής οικονομίας (φυσιοκράτες, Α. Σμίθ, Ντ. Ρικάρντο κ.α.) και των ουτοπιστικών σοσιαλιστικών - κομμουνιστικών ιδεών (C. N. Saint- Simon, F. M. Ch. Fourier, R. Owen, E. Cabet, Th. Dezamy κ.α.). Η εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη του μαρξισμού συνδέεται οργανικά με τη συνειδητή υιοθέτηση της ταξικής σκοπιάς του προλεταριάτου, χωρίς ωστόσο να ανάγεται σε αυτήν.

            Από την εμφάνισή του ο μαρξισμός επικέντρωσε την προσοχή του κατ’ εξοχήν στην έρευνα τριών εσωτερικά αλληλένδετων, πλην όμως σχετικά αυτοτελών γνωστικών αντικειμενικών: 1) της ανθρώπινης κοινωνίας και της ιστορίας της και 2) των σχέσεων παραγωγής του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικο- οικονομικού σχηματισμού και 3) των προϋποθέσεων της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνίας. Φυσικά οι ιδρυτές του μαρξισμού δεν περιορίσθηκαν αποκλειστικά στα παραπάνω αντικείμενα (βλ. Τα εγκυκλοπαιδικά ενδιαφέροντά τους, τη φιλοσοφική- μεθοδολογική θεμελίωση της ιστορίας, των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών, τη θρησκειολογία κ.α.). Ωστόσο ποτέ δεν θεωρούσαν ότι το έργο τους προβάλλει αξιώσεις μεταφυσικής προμαρξικού τύπου «οντολογίας», περί του «καθ’ όλου» φυσικής φιλοσοφίας εν είδει αρχών ικανών για την ερμηνεία παντός επιστητού. Βάσει των προαναφερθέντων γνωστικών αντικειμένων που αποτέλεσαν τον πυρήνα του έργου τους, συγκροτούνται τρία αλληλένδετα ερευνητικά πεδία- επιστήμες. 1)  Ο ιστορικός υλισμός (βλ. Υλιστική αντίληψη της ιστορίας), 2) η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας και 3) ο επιστημονικός σοσιαλισμός (κομμουνισμός). Το καθένα από το παραπάνω γνωστικά αντικείμενα συνιστά ένα οργανικό όλο (που χαρακτηρίζεται από την εσωτερική αμοιβαία συνάφεια και αλληλεπίδραση των πλευρών του), το οποίο βρίσκεται στα μέσα του 19ου αιώνα σε ορισμένο στάδιο ανάπτυξής του που παρέχει αντίστοιχες δυνατότητες ιστορικής και λογικής διερεύνησής του και ορίζει τελικά το στάδιο θεωρητικής αντίληψής του, το επίπεδο ανάπτυξης της επιστημονικής διερεύνησής του.

 

Η μαρξική πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας.

            Κατά τις δεκαετίες του 1850 και 1860 η κεφαλαιοκρατία βρίσκεται ήδη στο στάδιο της ωριμότητάς της (Αγγλία), ενώ η αστική πολιτική οικονομία είχε ήδη εν πολλοίς ολοκληρώσει την ανάβαση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Τα παραπάνω επέτρεψαν στον Μαρξ, βάσει της θεωρίας της υπεραξίας (της δεύτερης επιστημονικής ανακάλυψης του Μαρξ) να συγκροτήσει, με τη μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, τη νοητή αναπαράσταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο αίροντας την πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας στο στάδιο της ωριμότητας της καθιστώντας την την πλέον ανεπτυγμένη από την άποψη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας επιστήμη του μαρξισμού. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξής της στους τομείς της οικονομικής ιστορίας, της σύγχρονης βαθμίδας της κεφαλαιοκρατίας, του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος κλπ. (Ο  Μαρξ δεν ολοκλήρωσε ούτε το 1/6 του αρχικού οικονομικού ερευνητικού του προγράμματος, το οποίο βέβαια τροποποίησε μετά τον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου»).

 

Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας.

            Όσον αφορά την ανθρώπινη κοινωνία, η κεφαλαιοκρατία συνιστά την τελευταία βαθμίδα της διαμόρφωσής της, της «προϊστορίας» της, κατά τον Μαρξ, ενώ η κλασική αστική κοινωνική φιλοσοφία έχει ήδη επιχειρήσει τη συστηματική εξέταση της κοινωνίας στη βάση της ιδεοκρατικά υποστασιοποιημένης αφηρημένης πνευματικής δραστηριότητας και του Κράτους ως ενσάρκωσης της «γενολογικής ουσίας του ανθρώπου» (Χέγκελ), δηλαδή, από μεθοδολογικής πλευράς, η προμαρξική κοινωνική θεωρία βρίσκεται σε κατώτερη βαθμίδα της διαμόρφωσής της, από αυτή της σύγχρονής της αστικής πολιτικής οικονομίας. Αυτή η γνωσιακή συγκυρία επέτρεψε στους Μαρξ και Ένγκελς της συγκρότησε της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας (πρόκειται για την πρώτη επιστημονική ανακάλυψη του Μαρξ με τη γόνιμη συμβολή του Ένγκελς), αρχικά ως υπόθεσης («Γερμανική Ιδεολογία») και στη συνέχεια ως αποδεδειγμένης θεωρίας («Κεφάλαιο»). Βασικά στοιχεία αυτής της θεωρίας είναι η υλιστική διαμεσολαβημένη «αναγωγή» όλων των σφαιρών της κοινωνικής ζωής στην οικονομία (βλ. Κοινωνικό είναι- κοινωνική συνείδηση, βάση και εποικοδόμημα κλπ.) και η αντίστοιχη αντίληψη για τη δομή της κοινωνίας: ανάγκες - παραγωγικές δυνάμεις - σχέσεις παραγωγής- διανομής- ανταλλαγής- κατανάλωσης- μορφές κοινωνικής συνείδησης (ηθική, πολιτική, δίκαιο, αισθητική, θρησκεία, φιλοσοφία) - εποικοδόμημα. Βάσει αυτής της αντίληψης για τη δομή της κοινωνίας συγκροτείται η θεωρία των «κοινωνικο- οικονομικών σχηματισμών» και η αντίστοιχη περιοδολόγηση της ιστορίας κατά σχηματισμούς (πρωτόγονος, κοινοτικός, δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, κεφαλαιοκρατικός, κομμουνιστικός). Η κατηγορία του κοινωνικο- οικονομικού σχηματισμού στη βάση ορισμένου τρόπου παραγωγής (ενός ιστορικά προσδιορισμένου πλέγματος σχέσεων παραγωγής στην ενότητά του με ορισμένου χαρακτήρα παραγωγικές δυνάμεις) παρέχει τη δυνατότητα σχετικά σφαιρικού χαρακτηρισμού των κύριων βαθμίδων ιστορικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες κατηγορίες του ιστορικού υλισμού, από την άποψη της δομής αυτών των βαθμίδων. Το περιεχόμενο αυτής της κατηγορίας συγκεκριμενοποιείται και αποκτά περαιτέρω επιστημονική τεκμηρίωση κατά τις δεκαετίες 1850-1860, οπότε ο Μαρξ διερεύνησε την ουσία, την εσωτερική διάρθρωση των σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή του πλέον ανεπτυγμένου κοινωνικο- οικονομικού σχηματισμού της εποχής του.

            Η έρευνα αυτή: 1) διάνοιξε δυνατότητες για λεπτομερέστερη αντιπαραβολή των προκεφαλαιοκρατικών σχηματισμών με την κεφαλαιοκρατία και την εξέταση της εσωτερικής διάρθρωσης των σχηματισμών, 2) επέτρεψε τη διάκριση σε καθαρότερη μορφή της κατηγορίας «σχέσεις παραγωγής» και τη σαφέστερη αποκάλυψη της λεπτής δομής της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων, σχέσεων παραγωγής και κοινωνίας συνολικά. 3) Αποκάλυψε σε θεωρητικό επίπεδο την αναγκαιότητα άρσης της κεφαλαιοκρατίας αναδεικνύοντας τον ιστορικά παροδικό χαρακτήρα της ως σχηματισμού και παρέχοντας δυνατότητες περαιτέρω διερεύνησης των νομοτελειών μετάβασης από τον ένα σχηματισμό στον άλλο και 4) επέτρεψε ορισμένη θεωρητική θεμελίωση της περιοδολόγησης της ιστορίας (δεδομένου ότι κάθε περιοδολόγηση της ιστορίας εδράζεται σε ορισμένη αντίληψη περί της δομής της κοινωνίας).

            Ωστόσο η περί σχηματισμών θεωρία του Μαρξ αντανακλά ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης της θεωρίας περί της ανθρώπινης κοινωνίας ως ολότητας, που συνδέεται: 1) με τη βαθμίδα ανάπτυξης της τότε κοινωνίας και τη συνακόλουθη γνωσιακή συγκυρία που προαναφέραμε και 2) με στοχοθεσίες που έχουν ως αφετηρία το βασικό ζητούμενο της εποχής (από την άποψη των βαθύτερων αναγκών της ανθρωπότητας και του κομμουνιστικού κινήματος): την επαναστατική ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού. Υπό το πρίσμα αυτού του ζητούμενου η κεφαλαιοκρατία εξετάζεται ορθά ως κατεξοχήν ιστορικά παροδικό μόρφωμα και όλα τα υπόλοιπα στάδια της ιστορίας προβάλλουν ως σχηματισμοί. Η ιστορική μεταβολή της δομής της κοινωνίας εκλαμβάνεται εδώ ως μεταβολή του ειδικού, ενώ διαφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι μεταβάλλεται αναπτύσσεται και το ίδιο το γενικό. Ο κάθε σχηματισμός δεν αποτελεί απλώς αυθύπαρκτη οντότητα, αλλά στάδιο, στιγμή της ανάπτυξης της κοινωνίας. Ως δομικά στοιχεία των σχηματισμών στα πλαίσια της κατά σχηματισμούς προσέγγισης διακρίνονται εκείνα τα κοινά (γενικά) στοιχεία, τα εν πολλοίς επαναλαμβανόμενα σταθερά χαρακτηριστικά που συνάγονται (ή μάλλον θεωρείται ότι συνάγονται) μέσω της συγκριτικής αντιπαραβολής των διαφόρων σταδίων. Τα χαρακτηριστικά αυτά εκλαμβάνονται ως αμετάβλητη ομοιότητα, ως κάτι το πάγιο και διαχρονικά αμετάβλητο (παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή, κυκλοφορία, κατανάλωση, παραγωγικές δυνάμεις, σχέσεις παραγωγής, τρόπος παραγωγής κλπ.). Μάλιστα αυτά τα σταθερά γενικά χαρακτηριστικά φέρουν ανεξίτηλα τη σφραγίδα της κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή του σχηματισμού εκείνου κατά τον οποίο όλες οι πλευρές του κοινωνικού όλου προβάλλουν  ως σαφώς διακριτές, διαφορετικές και αντίθετες.

            Το κεφαλαιοκρατικό «στίγμα» που χαρακτηρίζει εν πολλοίς τις εννοιολογήσεις του ιστορικού υλισμού είναι ιδιαίτερα εμφανές στον τρόπο προσέγγισης της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, δηλαδή στον τρόπο προσέγγισης του τρόπου παραγωγής, ο οποίος συνιστά την ουσία του κοινωνικού όλου. Η μετέπειτα έρευνα (ιδιαίτερα στα πλαίσια της Λογικής της Ιστορίας) κατέδειξε ότι η εν λόγω διαλεκτική αντίφαση, καθώς και η πόλοι που την απαρτίζουν, διανύει κατά την ανάπτυξή της ορισμένα νομοτελειακά στάδια: υπό ορισμένες προϋποθέσεις ανακύπτει, διαμορφώνεται και ωριμάζει. Η ανάπτυξη αυτή συνδέεται οργανικά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, της παραγωγικής επενέργειας του ανθρώπου στη φύση. Η τελευταία παραπέμπει άμεσα στο πρόβλημα του χαρακτήρα της εργασίας, στο πρόβλημα της συσχέτισης απλής και σύνθετης, επαναλαμβανόμενης και μεταβαλλόμενης εργασίας. Επί κεφαλαιοκρατίας  που συνιστά την τελευταία βαθμίδα διαμόρφωσης της κοινωνίας φυσικά υπάρχει ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μία ανάπτυξη ασύγκριτα ανώτερη σε σύγκριση με τους προγενέστερους σχηματισμούς. Ο Μαρξ με κλασσικό τρόπο αναδεικνύει στο Κεφάλαιο αυτή την ανάπτυξη στα πλαίσια της παραγωγής σχετικής υπεραξίας. Ωστόσο επί κεφαλαιοκρατίας η μεταβαλλόμενη εργασία δεν συνιστά κυρίαρχο παράγοντα, δεδομένου ότι υποτάσσεται στη διαδικασία συσσώρευσης προϊόντων της εργασίας και προπαντός στη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου. Συνεπώς η αλληλουχία των βαθμίδων παραγωγής σχετικής υπεραξίας κλιμακώνεται μεν μέσω της ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων, ωστόσο οι τελευταίες λειτουργούν εδώ ως απαραίτητο μέσο, ως κάτι το εξωτερικό έναντι της κύριας σχέσης παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (της παραγωγής υπεραξίας). Αυτή η εξωτερική σχέση παραγωγικών δυνάμεων- σχέσεων παραγωγής είναι χαρακτηριστική του σταδίου εκείνου της διαλεκτικής αντίφασης που χαρακτηρίζεται ως αντίθεση (οι πλευρές αλληλοπροϋποτίθενται μέσω του αμοιβαίου αποκλεισμού τους). Είναι χαρακτηριστική δηλαδή για τη διαδικασία διαμόρφωσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και ιδιαίτερα για την κεφαλαιοκρατική φάση της ανάπτυξής του.

            Με τις παραπάνω επισημάνσεις συνδέεται το γεγονός ότι στα πλαίσια της επικρατούσας σήμερα παράδοσης του ιστορικού υλισμού, η συσχέτιση παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής, στην καλλίτερη περίπτωση εκλαμβάνεται ως συσχέτιση - αντιστοιχία περιεχόμενου και μορφής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι παραγωγικές δυνάμεις προβάλλουν  ως επαρκώς αναπτυγμένες γενικά για την κατάργηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και την εγκαθίδρυση των σοσιαλιστικών. Έτσι όμως οι παραγωγικές δυνάμεις προβάλλουν ως κατεξοχήν δεδομένες ενώ οι σχέσεις παραγωγής εντοπίζονται ως μορφές, οι οποίες λίγο- πολύ αντιστοιχούν ή δεν αντιστοιχούν στις δεδομένες παραγωγικές δυνάμεις. Η κατάσταση αντιστρέφεται όταν μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση δεδομένες θεωρούνται πλέον οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής (βλέπε σχετικά το κείμενο του Μ. Δαφέρμου στο παρόν τεύχος). Και στις δύο περιπτώσεις η μια από τις δύο πλευρές εκλαμβάνεται ως δεδομένη, γεγονός που εμποδίζει την περαιτέρω διερεύνηση και συνειδητοποίηση της νομοτελειακής πορείας ανάπτυξης του κοινωνικού τρόπου παραγωγής. Η αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής ωριμάζει, περνά στο στάδιο της καθ’ εαυτό αντίφασης όταν συγκροτεί τον καθ’ εαυτό κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής, την πραγματική (και όχι απλώς τυπική) κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Εδώ η κεθεμία από τις πλευρές της αντίφασης μετατρέπεται στον αντίποδά της: οι παραγωγικές δυνάμεις συνιστούν σχέσεις παραγωγής και οι σχέσεις παραγωγής συνιστούν παραγωγικές δυνάμεις. Επομένως η καθ’ εαυτό αντίφαση της ουσίας του κοινωνικού όλου (και η διαδικασία επίλυσης - άρσης αυτής της αντίφασης) χαρακτηρίζει την ώριμη κοινωνία, την αταξική κομμουνιστική κοινωνία.

            Προς το συμπέρασμα αυτό οδηγούταν σε ορισμένο βαθμό ο Μαρξ στα πλαίσια των οικονομικών ερευνών του. Ωστόσο η γνωσιακή συγκυρία που προαναφέραμε και η επικέντρωση της προσοχής στη διερεύνηση της κεφαλαιοκρατίας έθετε ιστορικούς και μεθοδολογικούς περιορισμούς στη προσέγγισή του. Τα παραπάνω καθιστούν σχετικά περιορισμένο το χαρακτήρα της περιοδολόγησης της ιστορίας βάσει των σχηματισμών, δεδομένου ότι σε αυτή δεν διακριβώνεται ο μηχανισμός εσωτερικής αυτοανάπτυξης της κοινωνίας, αλλά απλώς επισημαίνεται η μία ιστορική μορφή δίπλα στην άλλη, ως «προοδευτικές εποχές του οικονομικού - κοινωνικού σχηματισμού» (Μαρξ, εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας). Ο σχετικά τυπικός - ταξινομικός χαρακτήρας της κατά σχηματτισμούς προσέγγισης της ιστορίας προβάλλει ανάγλυφα (και χωρίς την αυθεντική, δημιουργική πνοή του μαρξικού έργου) στην μετέπειτα μαρξιστικής αναφοράς βιβλιογραφία (πχ οικονομικός ντετερμινισμός, δομολειτουργική ερμηνεία, βουλησιαρχική αντίληψη για τον τρόπο παραγωγής και την κοινωνικοποίηση κλπ). Η κατά σχηματισμούς περιοδολόγηση της ιστορίας μετατρέπεται σε σχήμα - καλούπι, στο οποίο προσπαθούν να εντάξουν την ιστορία, ανάγοντας την έρευνα σε απλή λειτουργία - εφαρμογή του για όλα τα στάδια ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Αναζητούν πχ «καθαρή» βάση και εποικοδόμημα σ’ όλες τις κοινωνίες, είτε (έχοντας υπόψη την αστική και τη σοσιαλιστική επανάσταση) θεωρούν την επανάσταση «εκ των ων ουκ άνευ όρο» της μετάβασης από σχηματισμό σε σχηματισμό, γεγονός που δεν επιβεβαιώνεται ούτε θεωρητικά, ούτε πραγματολογικά στην ιστορία πριν από την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας.

             Στα πλαίσια του μαρξισμού η κατά σχηματισμούς περιοδολόγηση συνυπάρχει με την τριαδική  (προταξικές - ταξικές - αταξική κοινωνία). Εδώ θεμελιώδη ρόλο διαδραματίζει η ταξική βαθμίδα έναντι της οποίας προσδιορίζονται κατ’ εξοχήν αρνητικά οι υπόλοιπες βαθμίδες. Ως κύριο κριτήριο αναδεικνύεται η αλληλοδιαδοχή κοινοτικής, ιδιωτικής και κοινωνικής ιδιοκτησίας, γεγονός που συνιστά ουσιώδη πλευρά της ιστορικής ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο να ξεπερνά τις μονομέρειες (όσο περιορίζεται η προσέγγιση στην ιδιοκτησιακή πλευρά). Συχνά η περιοδολόγηση αυτή γίνεται προσφιλής σε κύκλους που τείνουν να υπερεκτιμούν τις ομοιότητες μεταξύ προταξικής και αταξικής κοινωνίας. Η τάση αυτή ενισχύεται και από την ψυχολογικά εύλογη αναζήτηση ενός «συμμετρικού αντικατοπτρισμού», μιας υπαρκτής στο παρελθόν αναλογίας έστω και «πρωτόγονου» κομμουνισμού, ιδιαίτερα σε κύκλους, οι οποίοι επιλέγουν ως μέσο αυτοπροσδιορισμού της επαναστατικής - ιδεολογικής καθαρότητας τους την αποκήρυξη και απόρριψη της όποιας υπαρκτής σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Με αυτή τη τάση συνδέεται και η αναπαλαίωση στις μέρες μας της προβληματικής της Β Διεθνούς του μεσοπολέμου περί ασιατικού τρόπου παραγωγής.

             Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας συνιστά τη μέγιστη δυνατή θεωρητική αφομοίωση της κοινωνίας όσο αυτή βρίσκεται στην τελευταία φάση της διαμόρφωσης της κοινωνικής θεωρίας (φιλοσοφίας) και ταυτόχρονα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ώριμη κοινωνική θεωρία (για τη συγκρότηση της με τη μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι εξαντλούνται οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης επί μέρους ζητημάτων του ιστορικού υλισμού στα πλαίσια που έθεσαν οι ιδρυτές του. Ο ιστορικός υλισμός ανέκυψε και αναπτύχθηκε ως θεωρία στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατίας και τα επιστημονικά κεκτημένα του ισχύουν και θα ισχύουν, όσο βασικό περιεχόμενο της εποχής μας παραμένει η επαναστατική μετάβαση από την κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό, η οποία αρχικά προβάλλει ως εναλλαγή σχηματισμών, ως άρνηση της κεφαλαιοκρατίας από το σοσιαλισμό. Η περαιτέρω ανάπτυξη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας συνδέεται: 1) με την απόπειρα θεωρητικής γενίκευσης των νέων δεδομένων των ιστορικών επιστημών της εποχής, η οποία οδηγεί μεν στην επισήμανση των προϋποθέσεων της κοινωνίας και της αφετηριακής σχέσης της κοινωνίας, χωρίς ωστόσο η τελευταία να διακρίνεται ρητά από την ουσία της κοινωνίας. Χαρακτηριστική είναι απ’ αυτή την άποψη η επισήμανση από τον Ένγκελς δύο ειδών παραγωγής και αναπαραγωγής της άμεσης ζωής: «Αφ’ ενός μεν παραγωγή μέσων προς το ζειν: τροφίμων, ρουχισμού, κατοικίας και των απαραίτητων γι’ αυτό εργαλείο, αφ’ ετέρου δε παραγωγή του ίδιου του ανθρώπου, συνέχιση του γένους» (βλέπε τον πρόλογο της πρώτης έκδοσης της Καταγωγής της οικογένειας...). 2) με την εμβάθυνση των σχετικών με το «Κεφάλαιο» ερευνών του Μαρξ, οι οποίες τον οδήγησαν στη συνειδητοποίηση: α) του γεγονότος ότι ο κομμουνισμός είναι το προϊόν ανάπτυξης της παγκόσμιας ιστορίας, η «άρση» προταξικής και ταξικής κοινωνίας (η «καθ’ εαυτό ανθρώπινη κοινωνία» που ξεπερνά την «προϊστορία» της ανθρωπότητας) και β)  της αναγκαιότητας - αντίστροφης αντίστροφη προς αυτή «αναγωγής» - «εξαγωγής» (συναγωγής) από την οικονομική ζωή της κοινωνίας των υπολοίπων σφαιρών και επιπέδων της κοινωνίας. Ωστόσο η υλιστική αντίληψη της ιστορίας για την κεφαλαιοκρατική κοινωνία και της συγκριτικής αντιπαραβολής (προεκβολής) της (προς) την προγενέστερη αλλά και μελλοντική ιστορία.

Η πρόγνωση της αταξικής κοινωνίας.

            Η πλέον δυσμενής γνωσιοθεωρητική συγκυρία χαρακτηρίζει τον επιστημονικό σοσιαλισμό, δεδομένης της απουσίας εμπειρικά υπαρκτού γνωστικού αντικειμένου και του εικοτολογικού - ουτοπιστικού χαρακτήρα των σχετικών προμαρξικών και σύγχρονων του Μαρξ αντιλήψεων. Οι σχετικές θεωρητικές θέσεις των Μαρξ και Ένγκελς  συνιστούν πρωτοφανή και ιδιοφυή επιστημονική πρόβλέψη τεράστιας θεωρητικής και πρακτικής (επαναστατικής) σημασίας, μέσω της διερεύνησης των σχετικών τάσεων, νομοτελειών, αντιφάσεων και των εμβρύων της νέας (ώριμης, αταξικής) κοινωνίας στα πλαίσια της παλιάς, δηλαδή αποκλειστικά στη βάση των ιστορικών προϋποθέσεων της νέας κοινωνίας. Για λεπτομερέστερη εξέταση του ιστορικού χαρακτήρα της πρόβλεψης των κλασικών βλέπε το κείμενο του Μ. Δαφέρμου στο παρόν τεύχος. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά ο επιστημονικός σοσιαλισμός από την άποψη της θεωρητικής θεμελίωσης των νικηφόρων επαναστατικών αγώνων της εργατικής τάξης (βλ. Κοινωνική επανάσταση, επαναστατική κατάσταση, δικτατορία του προλεταριάτου).

Οι περιπέτειες των επιγόνων...

            Η μετά τους ιδρυτές του μαρξισμού πορεία αυτής της παράδοσης, συνδέεται εν πολλοίς με ποικίλες ερμηνείες διαφόρων επιγόνων δογματικού και αναθεωρητικού χαρακτήρα αλλά και με επιδράσεις διαφόρων ρευμάτων της αστικής φιλοσοφίας (βλ. Οικονομικός ντετερμινισμός, ηθικός σοσιαλισμός, αυστρομαρξισμός, Κάουτσκι κλπ.). εξαιρετικά γόνιμη, δημιουργική και θεμελιώδους θεωρητικής και πρακτικής σημασίας είναι η επαναστατική - κριτική προσέγγιση του μαρξισμού από τον Β. Ι. Λένιν, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι η ανάπτυξη του μαρξισμού στις νέες ιστορικές συνθήκες είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης αυτού του συστήματος (βλέπε ιμπεριαλισμός, διαλεκτική κλπ.). Η επίσημη σοβιετική ιδεολογία, αλλά και σημαντικό μέρος της αριστεράς μέχρι σήμερα, υπό τον όρο «μαρξισμός - λενινισμός» εννοούσε ένα άμορφο, εσωτερικά μη διαφοροποιημένο και ιστορικά απροσδιόριστο συνονθύλευμα εργαλειακά χρησιμοποιούμενων θέσεων και «τσιτάτων», χωρίς να λαμβάνει υπόψιν το επίπεδο θεωρητικής ανάπτυξης το μεθοδολογικό βάθος, την ιδιοτυπία και τις διαφορές προσέγγισης διαφορετικών θεωρητικών και πρακτικών  ζητημάτων που διευθετούσε ο καθένας τους σε διάφορα στάδια ιστορικής ανάπτυξης του μαρξισμού. Αυτή η εργαλειακή - απολογητική χρήση του μαρξισμού συνοδευόταν από μια δογματική εξωιστορική και αφηρημένη (εν πολλοίς θεοκρατικού τύπου) αντίληψη για τους «κλασσικούς», οι οποίοι προέβαλλαν ως «τριάς ομοούσιος και αχώριστος» (αργότερα ως «τετράς», «πεντάς» με εναλλασσόμενες εκδοχές αναφορικά με το πρόσωπο «ενσάρκωση» της 4ης κλπ υπόστασης...) χωρίς καν να εξετάζονται οι διαφορές τους. Από την άλλη πλευρά οι συνδεόμενες με τα ρεύματα του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού» (βλέπε τις διάφορες εκδοχές του νεομαρξισμού) απόπειρες αντιπαράθεσης των κλασικών (στους οποίους οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνεται και ο Λένιν) ανάγουν ουσιαστικά τον λενινισμό σε μια από τις πολλές (ιστορικά και γεωγραφικά περιορισμένες) ερμηνείες του μαρξισμού, γεγονός που οδηγεί ουσιαστικά στην απόσπαση της θεωρίας από την επαναστατική πολιτική πρακτική, στον εκφυλισμό του μαρξισμού σε ακαδημαϊκή, «καθηγητική» (Μαρξ), «νόμιμη» και ανώδυνη για τις εκμεταλλεύτριες τάξεις ενασχόληση.

            Στα πλαίσια των εντυπωσιακής ποικιλομορφίας τάσεων και αποχρώσεων του μαρξισμού μπορούμε να διακρίνουμε δύο εκ πρώτης όψεως αντίθετες κατευθύνσεις: του δογματισμού και του αναθεωρητισμού (λεπτομερέστερη διαπραγμάτευση βλέπε στο:- Δαφέρμος Μ., Παυλίδης Π., Πατέλης Δ., Ποιά κληρονομιά απαρνούμαστε. Ουτοπία, Νο 13, 1994).

            Ο δογματισμός αντιμετωπίζει τον μαρξισμό αποκλειστικά ως ολοκληρωμένο άρτιο, πλήρες, μη αντιφατικό, κλειστό, αυτάρκες, άπαξ και δια παντός δεδομένο σύστημα έτοιμο ως έχει για κάθε χρήση, δηλαδή ως εξωιστορικό και μη επιδεχόμενο ανάπτυξη πάγιο μόρφωμα. Ενώ ο δογματισμός την άνευ όρων συντήρηση και παρωχημένων στοιχείων του μαρξισμού, ο αναθεωρητισμός επικαλούμενος τα νέα γεγονότα, απορρίπτει και τον ουσιώδη πυρήνα του μαρξισμού που διατηρεί τη σημασία του και στις αλλαγμένες συνθήκες, αναδεικνύοντας και απολυτοποιώντας στοιχεία που θεωρεί ότι σηματοδοτούν τον πεπερασμένο, περιορισμένο και παρωχημένο χαρακτήρα των θεμελιωδέστερων θέσεών του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο (με μιαν οπτική ιστορικού σχετικισμού) ανάγει τον μαρξισμό σε ένα φαινόμενο κατ’ εξοχήν ιστορικά περιορισμένο, ήσσονος εμβέλειας, ευμετάβλητο, αναθεωρήσιμο και γι’ αυτό αναθεωρούμενο διαρκώς κατά το δοκούν. Σε αντιδιαστολή με το δογματισμό που απολυτοποιεί τη διαφορά, την ασυνέχεια του μαρξισμού με προγενέστερες και σύγχρονες αντίπαλες θεωρήσεις, ο αναθεωρητισμός απολυτοποιεί τη συνέχεια, αγνοώντας την ποιοτική και ουσιώδη διαφορά του μαρξισμού, γεγονός που τον διευκολύνει στην βαθμιαία απόρριψη των επιστημονικών κεκτημένων του μαρξισμού και στην αντικατάστασή του με μιαν εκλεκτική συρραφή αστικών και μικροαστικών θέσεων που τις προβάλλει ως ανανέωση.

            Και οι δύο κατευθύνσεις αντιμετωπίζουν μονόπλευρα την έννοια στην αντιφατικότητά της γνωστική διαδικασία, απολυτοποιώντας είτε τη στιγμή του απόλυτου της αλήθειας των γνώσεων (δογματισμός), είτε τη στιγμή του σχετικού, της σχετικότητας κάθε γνώσης, απορρίπτοντας τελικά την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας.

            Από μεθοδολογικής σκοπιάς οι εν λόγω τάσεις παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα, δεδομένου ότι ο μεν δογματισμός συστηματοποιεί και χειρίζεται τις αποστεωμένες και αδιάσειστες αλήθειες ισάξιες εγκυρότητας, πληρότητας και επικαιρότητας, στις οποίες ανάγει τον μαρξισμό (βλέπε τσιτατολογία) με τη βοήθεια της λογικής της μη αντιφατικότητας, της τυπικής λογικής, ο δε αναθεωρητισμός αντικαθιστά την μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο με τον γραμμικό εξελικτισμό και την εκλεκτική συρραφή ανομοιογενών και ετερόκλητων θέσεων. Έτσι και οι δύο αυτές τάσεις παραμένουν προσκολλημένες μεταφυσικά στην προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης, στη διάνοια, αδυνατώντας να συλλάβουν, αλλά και λοιδορώντας τη διαλεκτική βαθμίδα της νόησης, τον λόγο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η θεωρία υποκαθίσταται από τον έρποντα εμπειρισμό. Είναι πχ χαρακτηριστική από την άποψη της υιοθέτησης του θετικισμού η άποψη κατά την οποία η ανάπτυξη της θεωρίας επιτυγχάνεται δήθεν αποκλειστικά «μέσω της γενίκευσης της πρακτικής του κινήματος». Δεδομένης  μάλιστα της αναγωγής της τελευταίας στις εκάστοτε χειραγωγικές διευθετήσεις γραφειοκρατικοποιημένων ηγεσιών, η άποψη αυτή συρρικνώνει σε μεγαλύτερο βαθμό από τον αστικό θετικισμό και πραγματισμό τις δυνατότητες της γνώσης απορρίπτοντας πρακτικά την ύπαρξη θεωρητικής βαθμίδας της γνώσης και κατηγοριακής σκέψης, που συνδέονται διαμεσολαβημένα με την εμπειρία και την πρακτική και διέπονται από ιδιότυπη εσωτερική νομοτέλεια.

            Η μεθοδολογική εγγύτητα των εν λόγω τάσεων- η οποία απορρέει σε τελευταία ανάλυση από τον μικροαστισμό που χαρακτηρίζει ορισμένα στρώματα του εργατικού κινήματος (προνομιούχα τμήματα της εργατικής τάξης, εργατική ‘αριστοκρατία» - γραφειοκρατία), ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, αλλά σε σημαντικό βαθμό και τα ηγετικά κλιμάκια των χωρών στις οποίες είχε δρομολογηθεί η σοσιαλιστική οικοδόμηση - διευκολύνει τη μαζική μεταστροφή από τον δογματισμό στον αναθεωρητισμό, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, ήττας και υποχώρησης του διεθνούς επαναστατικού κινήματος.

Δημιουργικός μαρξισμός και «Λογική της Ιστορίας».

            Η σοβιετική φιλοσοφική παράδοση, πέρα από τα κύρια δογματικά και απολογητικά ιδεολογήματα - και συχνά σε αντιπαράθεση με αυτά - προώθησε σημαντικές πλευρές της θεωρίας του μαρξισμού και ιδιαίτερα της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας του (βλέπε Ε. Β. Ιλιένκοφ, Β. Α. Βαζιούλιν κ.α.). Μέσω αυτών των επεξεργασιών μπορούμε να εξετάσουμε τον μαρξισμό ως συγκεκριμένη ιστορική ολότητα, να διερευνήσουμε τις νομοτέλειες που διέπουν την ανάπτυξή του (συνολικά και στα προαναφερθέντα πεδία - επιστήμες) και βάσει αυτών των νομοτελειών (σε συνδυασμό με τις ανάγκες του επαναστατικού κινήματος της εποχής) να χαράξουμε τη στρατηγική και την τακτική των αναγκαίων για την ανάπτυξη της θεωρίας και της πρακτικής ερευνών.

            Η μοναδική στην ιστορία εμπειρία μακροχρόνιας σοσιαλιστικής οικοδόμησης (ιδιαίτερα στην τέως ΕΣΣΔ) η συσχέτιση επανάστασης και αντεπανάστασης, η εδραίωση της τελευταίας σε χώρες του πρώτου ρεύματος σοσιαλιστικών επαναστάσεων, η κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση και η συνακόλουθη κρίση του μαρξισμού, καθιστούν ζωτικής σημασίας ζητούμενο της εποχής μας της διαλεκτική ανάπτυξη - «άρση» του μαρξισμού, που δεν θα συνιστά πλέον, απλώς θεωρία της άρνησης του παρελθόντος (αρνητικά προσδιοριζόμενη από αυτό το παρελθόν) αλλά θα εξετάζει την ανθρωπότητα από τη σκοπιά του κομμουνισμού.

            Η πρώτη επιστημονική θεμελίωση αυτής της άρσης συνδέεται με το εγχείρημα της «Λογικής της Ιστορίας» του Β. Α. Βαζιούλιν. Το ζήτημα αυτό απαιτεί ξεχωριστή εκτενή διαπραγμάτευση. Εδώ θα περιοριστούμε σε μια συνοπτική σκιαγράφηση του θέματος.

            Η λογική της ιστορίας είναι μια θεωρητική και μεθοδολογική σύνθεση, εννοιολογική απεικόνιση της διάρθρωσης και της ανάπτυξης της κοινωνίας ως οργανικού όλου, κατά την οποία οι νόμοι, οι νομοτέλειες και οι κατηγορίες της θεωρίας περί κοινωνικής ανάπτυξης αποκαλύπτονται στην εσωτερική, συστηματική, αμοιβαία συνάφειά τους. Πρόκειται για ένα μείζονος σημασίας επιστημονικό επίτευγμα, στο οποίο πραγματοποιείται συστηματική ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας - φιλοσοφίας του μαρξισμού, βάσει της ανεπτυγμένης μεθοδολογίας του και μέσω της θεωρητικής εξέτασης της ιστορικής διαδικασίας υπό το πρίσμα της ώριμης, της αταξικής - κομμουνιστικής κοινωνίας, η διάγνωση - πρόγνωση της οποίας αποκτά ιδιαίτερες δυνατότητες μέσω της διερεύνησης της ιστορικής εμπειρίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ο αιώνα. Κατά την εν λόγω προσέγγιση η δομή της κοινωνίας ως ολότητας συνιστά ένα πολυεπίπεδο, ιεραρχημένο και διατεταγμένο αναπτυσσόμενο σύστημα, μιαν ολότητα στοιχείων, σχέσεων και διαδικασιών οργανικά συνδεόμενων μεταξύ τους. Η νοητική απεικόνιση αυτού του οργανικού όλου με τη μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο πραγματοποιείται στα εξής επίπεδα:

1.    του «είναι»: η απλούστερη σχέση της κοινωνίας, το «κύτταρο» του οργανικού όλου που αυτή συνιστά, είναι η αλληλεπίδραση των ανθρώπων ως ζώντων οργανισμών με το περιβάλλον τους για τη διατήρηση της ζωής τους, αλλά και μεταξύ τους για τη διαιώνιση του βιολογικού τους είδους.

2.    Της ουσίας: η «ανταλλαγή» ύλης μεταξύ ανθρώπων και φύσης μέσω της εργασιακής (παραγωγικής) επενέργειας των πρώτων στη δεύτερη (βλέπε παραγωγικές δυνάμεις) και το πλέγμα (κοινωνικών) σχέσεων παραγωγής αποτελούν την ουσία της κοινωνίας.

3.    Του φαινόμενου: πρόκειται για τις  μορφές εκδήλωσής, τις εκφάνσεις της ουσίας που απορρέουν από αυτήν (σε συνδυασμό με την απλούστερη σχέση και διαθλόμενες μέσω αυτής). Εδώ εντάσσονται οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης (κοινωνικού συν-ειδέναι): γνώση (ειδέναι) και συν-ειδέναι, (ηθική, αισθητική και φιλοσοφία, κατ’ αντιστοιχία με τις πράξεις, τα αισθήματα και τις σκέψεις). Στις ανταγωνιστικές βαθμίδες ανάπτυξης της κοινωνίας ανακύπτουν δύο επί πλέον παράγωγες της ηθικής μορφής εκφάνσεις (πολιτική και δίκαιο) και μια της αισθητικής (θρησκεία).

4.    Της πραγματικότητας ως ενότητας ουσίας και φαινόμενου. Η συνειδητή δραστηριότητα των ανθρώπων ως κοινωνικών υποκειμένων περιλαμβάνει και ορισμένη συνένωση, οργάνωση, καθώς και τα υλικά μέσα, τα οποία συγκροτούν το (καθοριζόμενο μεν πλην όμως επ’ ουδενί λόγο αναγόμενο στην οικονομική βάση) εποικοδόμημα. Τα άτομα από τη σκοπιά των κοινωνικών τους ιδιοτήτων, ως εσωτερική ενότητα κοινωνικού και ατομικού, ως συνειδητά υποκείμενα, συνιστούν την προσωπικότητα. Στα πλαίσια αυτού του εγχειρήματος επιτυγχάνεται η διάκριση της απλούστερης σχέσης, του «είναι» της ανθρώπινης κοινωνίας (ως ανηρμένη προϋπόθεση της κοινωνίας, η οποία μετασχηματισμένη συνιστά πλέον όρο της ανάπτυξής της) από την ουσία της (πρόβλημα που παρέμενε άλυτο στα πλαίσια του ιστορικού υλισμού).

            Η ιστορική διαδικασία εξετάζεται εδώ ως βαθμιαίος μετασχηματισμός του φυσικού (βιολογικού κλπ) από το κοινωνικό και τελικά ως διαλεκτική άρση του πρώτου από το 2ο. Η προσέγγιση αυτή αίρει τους περιορισμούς και τις σχηματοποιήσεις των εν πολλοίς ταξινομικών περιοδολογήσεων που προαναφέραμε, επιτυγχάνοντας μια περιοδολόγηση της ιστορίας στη βάση της αναπτυσσόμενης ενότητας εσωτερικού και εξωτερικού, ουσιώδους και επουσιώδους, κοινωνικού και φυσικού κλπ. Διακρίνονται εδώ οι αναγκαίες και ικανές ιστορικά προϋποθέσεις εμφάνισης της κοινωνίας (homo sapiens, κατάλληλες φυσικές συνθήκες και αγελαίος τρόπος ζωής), η πρωταρχική εμφάνιση (έναρξη της αναγκαίας και σταθερής επενέργειας των ανθρώπων στη φύση στα πλαίσια της πρωτόγονης κοινότητας), η διαμόρφωση της κοινωνίας, (στα πλαίσια της οποίας προωθείται περαιτέρω ο μετασχηματισμός των φυσικών όρων μέσω της μετατροπής των κοινωνικών προσδιορισμών, των κοινωνικών πηγών της ανάπτυξης από άγοντα σε κυρίαρχο παράγοντα της αναπτυξιακής διαδικασίας ), η οποία περικλείει τρεις περιόδους - σχηματισμούς: δουλοκτητικό, φεουδαρχικό και κεφαλαιοκρατικό. Κατά την τελευταία περίοδο της διαμόρφωσης της κοινωνίας, η κυριαρχία του κοινωνικού λαμβάνει μια άκρως εξωτερική και πραγμοποιημένη μορφή ληστρικής εκμετάλλευσης και χειραγώγησης της πλειονότητας του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος, στην οποία εμπεριέχεται η αρνητική πλευρά των εν πολλοίς ανεξέλεγκτων δημιουργικών δυνάμεων της ανθρωπότητας ως καταστροφική και αυτοκαταστροφική δυνατότητα (οικολογική κρίση, πόλεμοι μαζικής εξόντωσης). Η ωριμότητα της ανθρώπινης κοινωνίας, η αυθεντική ανθρώπινη ιστορία (Μαρξ) είναι η αταξική κοινωνία, αυτοσκοπός της οποίας είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων της κάθε προσωπικότητας.

            Το όλο εγχείρημα συνιστά μοναδική δημιουργική χρησιμοποίηση και ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής, της μεθοδολογίας του Κεφάλαιου του Κ. Μαρξ, που έχει ως αποτέλεσμα τη διαλεκτική άρση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας(και μέσω αυτής την αφετηρία μιας άρσης του μαρξισμού), όχι ως μηχανιστική απόρριψη του μαρξισμού,  αλλά ως ανάπτυξη του βάσει της εγνωσμένης νομοτέλειας που τον διέπει. Αυτό επιτρέπει τη διακρίβωση των όρων και του πεδίου ισχύος - εφαρμοσιμότητας αυτής της αντίληψης ως κορυφαίου επιστημονικού κεκτημένου. Από την οπτική της ώριμης αταξικής κοινωνίας «το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας» (μετά την άρση της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας) παύει να υφίσταται, δεν συνιστά πλέον πρόβλημα, γεγονός που αίρει την (περιοριστική) αναγκαιότητα αντιπαράθεσης της επιστημονικής κοινωνικής φιλοσοφίας ως υλιστικής με τη μη επιστημονική (ιδεαλιστική) ερμηνεία της ιστορίας.

            Η λογική της ιστορίας θεμελιώνει σε ανώτερο επίπεδο την ανάπτυξη της επαναστατικής πρακτικής και διανοίγει τεράστιες δυνατότητες για την περαιτέρω ανάπτυξη του ευρύτατου φάσματος  επιστημονικών ερευνών. Σε άλλα κείμενα θα χρειαστεί να διαπραγματευτούμε θεμελιώδη ζητήματα της μεθοδολογίας της επαναστατικής θεωρίας, όπως: η διαλεκτική λογική, η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, το ιστορικό και το λογικό, η διάνοια και ο λόγος κ.α. Η συνοπτική αναφορά που επιχειρήσαμε σ’ αυτό το κείμενο αποσκοπεί στην έστω και σχηματική ανάδειξη θεμελιωδών ζητημάτων της επαναστατικής θεωρίας σε μεθοδολογική βάση, για να αρχίσει πλέον να συνειδητοποιείται το γεγονός ότι η ανάπτυξη της δεν επιτυγχάνεται ούτε με ανιαρές αφηρημένες διακηρύξεις, αλλά ούτε με χειροτεχνικούς αυτοσχεδιασμούς και όρκους πίστης. Είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός και των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη του μαρξισμού για να επιτευχθούν γόνιμοι τρόποι δημιουργικής ανάπτυξης των επιστημονικών κεκτημένων του.

           

1