Β. Α. Βαζιoύλιν.
Η ΑΝΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΦΗΡΗΜΕΝΟ ΣΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ
Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι ο τρόπος απεικόνισης της ουσίας του αντικειμένου ως οργανικού όλου. Το «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ αποτελεί αξεπέραστο κλασικό υπόδειγμα διερεύνησης ενός αντικειμένου ως οργανικού όλου. Ακριβώς στο «Κεφάλαιο» ο τρόπος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο παρουσιάζεται στην πλέον ανεπτυγμένη μορφή του. Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρξ προσεγγίζει τον κεφαλαιοκρατικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό ως οργανικό όλο διαφέρει ριζικά από την προσέγγιση των αστών οικονομολόγων.
Οι κλασικοί της αστικής πολιτικής οικονομίας αντιλαμβάνονταν την κοινωνία βασικά σαν άθροισμα απομονωμένων ατόμων, σαν ένα όλο του οποίου τα στοιχεία συνδέονται μεταξύ τους κυρίως εξωτερικά. Ένα στοιχείο, ως μέρος του όλου, παρμένο ξεχωριστά από τα άλλα στοιχεία, δεν ήταν δυνατόν να κατανοηθεί.
Η αντίληψη της αστικής πολιτικής οικονομίας περί του μεμονωμένου ατόμου (η λεγόμενη ροβινσωνάδα) αναπτυσσόταν στο έδαφος της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Η ιδιωτική ιδιοκτησία αλλοτριώνει τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι, που έχουν κυριευτεί από τις σχέσεις ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο σαν «άτομο», σαν απομονωμένη μονάδα, και την κοινωνία σαν μηχανικό όλο, σαν συνονθύλευμα τέτοιων ατόμων.
Ο Μαρξ, προασπίζοντας πρακτικά και θεωρητικά τα συμφέροντα της τάξης που από την αντικειμενική πορεία της ιστορίας «προορίζεται» να τεθεί επικεφαλής του αγώνα για την κοινωνική ιδιοκτησία, στο μεθοδολογικό τομέα έδωσε έμφαση στη μελέτη της εσωτερικής συνάφειας των φαινομένων, στην εσωτερική αλληλεπίδραση.
Ο Χέγκελ μελετούσε ήδη το αντικείμενο ως οργανικό όλο. Όμως η μαρξική θέση διαφέρει ριζικά από τις χεγκελιανές απόψεις περί οργανικού όλου.
Ο Χέγκελ έβλεπε μεν μερικά αρνητικά επακόλουθα της αλλοτρίωσης, του καταμερισμού εργασίας που υποδουλώνει τον άνθρωπο (π.χ. την αρνητική επίδραση που ασκεί η μονόπλευρη μηχανική εργασία στον άνθρωπο). Από την άλλη πλευρά, προσπαθούσε να υπερβεί την αλλοτρίωση, παραμένοντας συνολικά στις θέσεις μιας θεωρίας της αλλοτρίωσης. Ο Χέγκελ ουσιαστικά αντιλαμβανόταν το οργανικό όλο ως αποκλειστικά πνευματικό προϊόν. Δεν αντιλαμβανόταν το οργανικό όλο ως υπάρχον στην ίδια την ενεργό πραγματικότητα, ως ανεξάρτητο από τη νόηση, άλλα μόνο [ως υπάρχον] στη νόηση. Αντιλαμβανόταν τον εμπράγματο κόσμο, την πραγματικότητα ως στερούμενα δικής τους ουσίας, ενώ ουσία τους απέβαινε η νόηση. Η νόηση αναγνωρίζει στον εμπράγματο κόσμο μόνο τον εαυτό της. Συνεπώς η αντίληψη, η σκέψη περί του οργανικού όλου κατανοήθηκε ως αρχέγονη, αποκομμένη από την υλική πραγματικότητα, ως πνευματική πραγματικότητα.
Αν ο Χέγκελ αποπειράθηκε να ξεπεράσει την αλλοτρίωση μόνο νοητά, στη βάση της διατήρησης της υπάρχουσας ανταγωνιστικής κοινωνίας, ο Μαρξ εξέφραζε τις απόψεις της συνεπώς επαναστατικής τάξης η οποία τίθεται επικεφαλής του αγώνα όλων των εργαζομένων, εναντίον της εκμετάλλευσης, ενός αγώνα για τη διάλυση της παλαιάς, της ανταγωνιστικής κοινωνίας. Στο μεθοδολογικό τομέα διέκρινε αυστηρά το πραγματικό οργανικό όλο από την απεικόνιση του στη νόηση και εξέταζε με συνέπεια αυτό το οργανικό όλο στην ανάπτυξη του.
Η διευκρίνηση του ρόλου, της θέσης και της σημασίας της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο προϋποθέτει την εξέταση της διαδικασίας απεικόνισης του οργανικού όλου στην ανάπτυξη της...
Από τι αρχίζει η απεικόνιση του οργανικού όλου;
Κατ’ αρχήν, απαραίτητη προϋπόθεση της απεικόνισης του οργανικού όλου είναι η πραγματική του ύπαρξη. Με τον όρο «πραγματικό συγκεκριμένο» επισημαίνεται το όντως υπάρχον οργανικό όλο. Το όντως υπάρχον οργανικό όλο πρωταρχικά απεικονίζεται αισθητηριακά, στη ζωντανή εποπτεία, προσλαμβάνεται κατ’ εξοχήν άμεσα, εξωτερικά. Οι πλευρές του πραγματικά συγκεκριμένου που «πέφτουν» στο «οπτικό πεδίο» γίνονται αντιληπτές κυρίως ως μη συνδεόμενες μεταξύ τους. Εδώ υπερτερεί η χαώδης αντίληψη περί του αντικειμένου.
Η διαδικασία της γνώσης κινείται από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, δηλαδή από το συγκεκριμένο, όπως αυτό είναι δεδομένο στη ζωντανή εποπτεία, προς όλο και απλούστερους προσδιορισμούς, μέχρι, τελικά, να διακριθεί η απλούστερη πλευρά (σχέση) του όλου. Σε αυτή την οδό υπερτερεί η ανάλυση. Όμως ήδη από εδώ η κίνηση της γνώσης είναι αντιφατική. Η ανάλυση πραγματοποιείται σε μια ενότητα με τη σύνθεση. Υπάρχει μια αντίφαση μεταξύ κάποιας εικασίας (κάθε άλλο παρά πάντοτε ορθής) περί της ουσίας και του αντικειμένου ως άμεσα δεδομένου. Η ύπαρξη μιας εικασίας, περί του τι πρεσβεύει το αντικείμενο, κατευθύνει τη διαδικασία της γνώσης και σε ορισμένο βαθμό υποχρεώνει [το υποκείμενο] να αναζητά τις συνάφειες των αναλυόμενων πλευρών, οι οποίες συνάφειες δεν ανάγονται στην επισήμανση μόνο της ομοιότητας τους. Παρ' όλα αυτά, πρωταρχικά κυριαρχεί η ανάλυση.
Αυτή είναι η πρωταρχική οδός της διαδικασίας της γνώσης του οργανικού όλου. Η συνειδητοποίηση της, όμως, μπορεί να είναι μονόπλευρη. Το γεγονός ότι εδώ υπερτερεί η ανάλυση μπορεί να επισκιάσει την ύπαρξη στιγμών σύνθεσης σ' αυτή τη διαδικασία της γνώσης. Τότε το στάδιο αυτό της γνώσης του οργανικού όλου θα προβάλλει ως μόνο αναλυτικό.
Το τελικό σημείο της κίνησης από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακά δεδομένο συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, είναι η διάκριση της απλούστερης πλευράς, της απλούστερης σχέσης του οργανικού όλου. Τι είναι, όμως, η απλούστερη πλευρά (σχέση) αν ορισθεί σε συνδυασμό με την κίνηση της γνώσης που επισημαίνουμε παραπάνω;
Ο περαιτέρω διαμελισμός οδηγεί πλέον έξω από τα πλαίσια του δεδομένου αντικειμένου, εφόσον χάνεται η ιδιαιτερότητα του. Η απλούστερη σχέση π.χ. της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας είναι το εμπόρευμα. Το εμπόρευμα έχει αξία χρήσης και αξία. Είναι αδύνατο να κατανοηθεί η αξία, χωρίς να έχει κατανοηθεί τι είναι η αξία χρήσης. Όμως η αξία χρήσης δεν μπορεί να ληφθεί ως η απλούστερη σχέση κατά την εξέταση της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, διότι η αξία χρήσης δεν υπάρχει μόνο επί κεφαλαιοκρατίας, αλλά ούτε καν μόνο όταν υπάρχει εμπόρευμα. Αν ληφθεί ως απλούστερη η αξία χρήσης θα απολεσθεί η ιδιαιτερότητα της κεφαλαιοκρατίας. Η αλήθεια είναι ότι η αξία δεν υπάρχει μόνο επί κεφαλαιοκρατίας. Η αξία γίνεται ιδιαιτερότητα της κεφαλαιοκρατίας μόνο στην πλήρη ανάπτυξη της όταν διαπερνά και «διαυγάζει» αντίστοιχα ολόκληρη την παραγωγή. Όμως μια τέτοια αντίληψη της αξίας δημιουργείται κατά κύριο λόγο στο επόμενο και βαθύτερο στάδιο της γνώσης του αντικειμένου. Επομένως η αντανάκλαση της απλούστερης πλευράς, εφόσον πραγματοποιείται στη διαδικασία και στο αποτέλεσμα όπου υπερτερεί η κίνηση από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, όπου υπερτερεί η ανάλυση, αποτελεί μιαν αφηρημένη έννοια.
Η διάκριση της απλούστερης σχέσης είναι κατ' αυτό τον τρόπο το αποτέλεσμα της κίνησης της γνώσης από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το αφηρημένο.
Αυτό το αποτέλεσμα γίνεται το αφετηριακό σημείο του επόμενου σταδίου της γνωστικής διαδικασίας, [της κίνησης] από το αφηρημένο προς το συγκεκριμένο. Η αντανάκλαση της απλούστερης σχέσης στη διαδικασία της ανάβασης από το αφηρημένο προς το συγκεκριμένο εμβαθύνεται ουσιαστικά, και η πλήρης κατανόηση της απλούστερης σχέσης επιτυγχάνεται με την ολοκλήρωση της διαδικασίας της ανάβασης από το αφηρημένο προς το συγκεκριμένο.
Εάν στο προηγούμενο στάδιο το οργανικό όλο κατά κύριο λόγο (κάθε άλλο όμως παρά αποκλειστικά) διαμελιζόταν σε ξεχωριστές πλευρές οι οποίες ερευνούνταν κατεξοχήν ξεχωριστά, συγκρίνονταν μεταξύ τους ως προς την ομοιότητα και τη διαφορά, η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο έχει ως κύριο στόχο την αποκατάσταση της συνάφειας, της ενότητας, της αλληλεπίδρασης διαφόρων πλευρών...
Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο έχει ως αποτέλεσμα μια τέτοια απεικόνιση του όντως υπάρχοντος οργανικού όλου στην οποία οι πλευρές αυτού του όλου έχουν εννοηθεί στην ενότητα τους. Ο κύριος στόχος της κίνησης της γνώσης, η οποία πραγματοποιείται με τον τρόπο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, είναι η αποκάλυψη της ουσίας του οργανικού όλου.
Στο προηγούμενο στάδιο, η συνάφεια, εάν εντοπίζεται, παρουσιάζεται κατεξοχήν ως απλή συνύπαρξη πλευρών του αντικειμένου είτε ως αλληλουχία ως εξωτερική συνάφεια των πλευρών. Στο στάδιο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο υπερτερεί η αντανάκλαση της εσωτερικής συνάφειας της εσωτερικής ενότητας των πλευρών, δηλαδή μιας τέτοιας συνάφειας κατά την οποία η κάθε πλευρά προβάλλει ως προσδιορισμένη ως προς την ουσία της ακριβώς λόγω της συνάφειας της με τις άλλες πλευρές του οργανικού όλου.
Το συγκεκριμένο ως αποτέλεσμα, ως τελικό σημείο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, αποτελεί ενότητα (και μάλιστα κατά κύριο λόγο εσωτερική ενότητα) διάφορων πολλαπλών προσδιορισμών του αντικειμένου. Κατά την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο υπερτερεί η σύνθεση. Ταυτόχρονα, αν και στο πρώτο στάδιο υπερτερούσε η ανάλυση, που παρ' όλα αυτά δεν πραγματοποιούνταν σε πλήρη απόσπαση από τη σύνθεση, στο στάδιο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο προβάλλει στο προσκήνιο η σύνθεση στην εσωτερική της ενότητα με την ανάλυση.
Είναι ανέφικτη η επισήμανση της διαφοράς ξεχωριστών πλευρών (ανάλυση) χωρίς τον εντοπισμό της μεν ή της δε μεταξύ τους ομοιότητας, της συνάφειας. Είναι εξίσου ανέφικτη η επισήμανση της ομοιότητας, της ενότητας των πλευρών (σύνθεση) χωρίς τον εντοπισμό της μεταξύ τους διαφοράς. Είναι όμως εφικτό να υπερτερεί η ανάλυση είτε η σύνθεση.
Ωστόσο, κατά την κίνηση της γνώσης από τη χαώδη παράσταση περί του όλου, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο, η ανάλυση συνίσταται κατ' εξοχήν στην απομόνωση των πλευρών, ενώ η σύνθεση [συνίσταται] κατ' εξοχήν στην ομοιότητα, στην εξωτερική συνάφεια των απομονωμένων πλευρών. Κατά την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο υπάρχει σε μεγάλο βαθμό η ενότητα, σύνθεσης και ανάλυσης, η διαφορά παρίσταται μέσω της ενότητας, ενώ η ενότητα συνίσταται στην εσωτερική συνάφεια του διαφορετικού. Η σύνθεση, δηλαδή, πραγματοποιείται εδώ μέσω της ανάλυσης, ενώ η ανάλυση, μέσω της σύνθεσης. Συνεπώς, ούτως ή άλλως, η νόηση του ανθρώπου τόσο κατά το πρώτοι και κατά το δεύτερο στάδιο πραγματοποιείται ως ενότητα αντιθέτων: της ανάλυσης και της σύνθεσης. Εκτός αυτού και τα ίδια εν λόγω στάδια [της γνώσης] υπάρχουν ως αντίθετα μεταξύ τους: κατά το πρώτο υπερτερεί η ανάλυση, και μάλιστα κατεξοχήν ως εντοπισμός των διαφορών εξωτερικά όμοιων πλευρών, ενώ κατά το δεύτερο [υπερτερεί] η σύνθεση, εσωτερικά ενιαία με το αντίθετο της, την ανάλυση.
Η απεικόνιση του οργανικού όλου συνολικά -αν πάρουμε τη βασική γραμμή κίνησης της γνώσης-πραγματοποιείται ελικοειδώς και μάλιστα η κίνηση πραγματοποιείται με αντίθετες κατευθύνσεις. Από το αισθητηριακό δεδομένο, και συνεπώς από την (γενικά και συνολικά) θεωρητικά μη διαμελισμένη απεικόνιση του πραγματικού συγκεκριμένου, η γνώση κινείται προς το αφηρημένο μέσω του διαχωρισμού ξεχωριστών πλευρών και της μελέτης τους. Στη συνέχεια η γνώση κινείται με αντίθετη κατεύθυνση: προς την αποκατάσταση της συνάφειας, της ενότητας των Διαμελισμένων πλευρών. Ταυτόχρονα, ήδη από την πρώτη οδό, υπάρχει η αντίθετη κίνηση της γνώσης: ανακύπτει μια εικασία περί της ουσίας και συνεπώς μια εμβρυώδης συνθετική αντανάκλαση και διείσδυση στις εσωτερικές συνάφειες. Και στη δεύτερη οδό, η πρώτη δεν εξαφανίζεται εντελώς, αλλά παρευρίσκεται σε «ανηρημένη» μορφή.
Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποτελεί το κύριο στάδιο απεικόνισης του οργανικού όλου, διότι ακριβώς σ' αυτό το στάδιο γίνεται πρώτιστο καθήκον η αποκάλυψη των εσωτερικών δεσμών, της εσωτερικής ενότητας των πλευρών του οργανικού όλου, μ' άλλα λόγια, του συνόλου των νόμων και νομοτελειών, της ουσίας του οργανικού όλου.
Στην ιστορία της ανθρώπινης γνώσης δύο ήταν οι πλέον χαρακτηριστικές αλλαγές αναφορικά με τα στάδια της γνώσης που προαναφέραμε. Η πραγματική διαδικασία της γνώσης είναι πολύ περίπλοκη και δύσκολη, και οι εν λόγω πλάνες, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να έχουν θέση - έστω και σε μη αναπτυγμένη μορφή - και στην ατομική γνωστική διαδικασία. Η γνώση της ιστορίας και της ουσίας των πλανών είναι ένα αρκετά αποτελεσματικό φάρμακο εναντίον τους.
1η χαρακτηριστική πλάνη:
Η κίνηση από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο, προσλαμβάνεται από τον άνθρωπο αποκομμένη από την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, η ανάλυση αποκομμένη από τη σύνθεση, και απολυτοποιείται η κίνηση από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, απολυτοποιείται η ανάλυση. Η πλάνη αυτή, αν ακολουθηθεί με συνέπεια, οδηγεί σε μιαν άτακτη, χαώδη συσσώρευση γνώσεων, σε μια ολίσθηση στην άρνηση της ουσίας, στην άρνηση των εσωτερικών και αόρατων στην επιφάνεια συναφειών των αντικειμένων και των διαδικασιών. Η θέση αυτή, με την πιο σαφή μορφή της, χαρακτηρίζει στον τομέα της πολιτικής οικονομίας τους αγοραίους οικονομολόγους και στον τομέα της φιλοσοφίας τους εμπειριστές και θετικιστές.
2η χαρακτηριστική πλάνη:
Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποσπάται από την αντίθετη κίνηση της γνώσης, η σύνθεση αποκόβεται από την ανάλυση και απολυτοποιείται η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, απολυτοποιείται η σύνθεση. Η πλάνη αυτή στην πλέον ανεπτυγμένη και συνεπή μορφή της παρουσιάζεται στη λογική του Χέγκελ. Ο Χέγκελ διατύπωσε πολλές ιδιοφυείς εικασίες περί της θέσης και του ρόλου του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο στη γνωστική διαδικασία, περί του μηχανισμού του κ.λ.π. Ωστόσο ο Χέγκελ παρουσίασε την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο ως το μοναδικό τρόπο σχηματισμού της γνώσης και θεώρησε άνευ πραγματικής γνωστικής σημασίας την κίνηση της γνώσης από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Η κίνηση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο είναι η κίνηση από τη ζωντανή εποπτεία στη σκέψη, στην έννοια, είναι μια διαδικασία αντιπαραβολής σκέψεων και εννοιών με τα γεγονότα. Όταν θεωρείται άνευ πραγματικής θεωρητικής σημασίας η κίνηση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο και διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι μόνο η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο συνιστά πραγματική γνώση, τούτο σημαίνει ότι αποκόβεται η πορεία της σκέψης από την αντιπαραβολή της με τα αισθητηριακά δεδομένα, με τα δεδομένα της ζωντανής εποπτείας, με τα γεγονότα, και ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι η ανάπτυξη της σκέψης δεν εξαρτάται από τα πραγματικά γεγονότα. Σε μια πιο γενικευμένη μορφή της η θέση αυτή σημαίνει ότι η νόηση αποκόβεται ως μόνο αυτογενόμενη. Και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ιδεαλισμός.
Η συνεπής διαλεκτική υλιστική κατανόηση του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο εμπεριέχει απαραίτητα τις εξής στιγμές:
1. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο δεν αποτελεί καθαρή αυτογένεση της σκέψης, αλλά απεικόνιση ενός υπαρκτού οργανικού όλου, του πραγματικά συγκεκριμένου. Κατά την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο απεικονίζεται κατά κύριο λόγο η ουσία, οι εσωτερικές συνάφειες του οργανικού όλου και μάλιστα η απεικόνιση αυτή πραγματοποιείται [ξεκινώντας] από την απλούστερη σχέση του οργανικού όλου προς τις όλο και πιο περίπλοκες σχέσεις αυτού του όλου. Για να καταστεί η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο κυρίαρχος τρόπος απεικόνισης του οργανικού όλου χρειάζεται να έχουν διαμορφωθεί οι , πλευρές του, οι σχέσεις του. Η απλούστερη σχέση γίνεται όντως και καθ' όλα η απλούστατη σχέση του δεδομένου οργανικού όλου όταν διαμορφώνονται οι υπόλοιπες, οι πιο περίπλοκες σχέσεις αυτού του όλου.
2. Η ορθή χρησιμοποίηση του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο προϋποθέτει απαραίτητα να έχει προηγηθεί η πραγματοποίηση του σταδίου της κίνησης της γνώσης από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακά .συγκεκριμένο, στο αφηρημένο. Το άτομο - υποκείμενο της γνώσης πρέπει να είναι επαρκώς ανεπτυγμένο, ώστε ο τρόπος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο να μπορεί να καταστεί κυρίαρχος στη δική του διαδικασία διάγνωσης του δεδομένου οργανικού όλου. Γι' αυτό πρέπει το ίδιο [το εν λόγω άτομο] να περάσει στην ανάπτυξη του το στάδιο κατά το οποίο υπερτερεί η κίνηση από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο.
3. Και οι δύο πορείες κίνησης της γνώσης - από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο - πρέπει διαρκώς να λαμβάνονται στην ενότητα τους. Ωστόσο πρέπει να διακρίνεται σε ποια βαθμίδα της γνώσης θα υπερτερεί η μεν είτε η δε πορεία. Ο τρόπος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο μπορεί να χρησιμοποιείται στο βαθμό που τα μεν είτε τα δε γνωρίσματα της διαδικασίας της ανάπτυξης έχουν ωριμάσει, έχουν φτάσει στην ανεπτυγμένη μορφή τους. Αλλά ο τρόπος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, στην πλέον ανεπτυγμένη μορφή του είναι η νοητή απεικόνιση του ώριμου σταδίου της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Κατ' αυτό τον τρόπο διατυπωμένο το πρόβλημα της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποβαίνει [συναφές με] το πρόβλημα του ιστορικού και του λογικού, και συγκεκριμένα με το πρόβλημα της σχέσης της απεικόνισης στη νόηση της πραγματικής διαδικασίας της ανάπτυξης (του λογικού) και της ίδιας της πραγματικής διαδικασίας της ανάπτυξης (του ιστορικού).
Το πραγματικό οργανικό όλο δεν εμφανίζεται σε έτοιμη μορφή αμέσως, αλλά αναπτύσσεται. Η ανάπτυξη του διανύει μερικά στάδια, μέχρι το νέο οργανικό όλο να μετασχηματίσει το κληροδοτημένο θεμέλιο από το οποίο ανέκυψε. Το οργανικό όλο μετασχηματίζοντας το κληροδοτημένο θεμέλιο, φτάνει στο στάδιο της ωριμότητας. Τα στάδια της ανάπτυξης του ανώριμου, του μη ανεπτυγμένου οργανικού όλου, αναπαράγονται κατ' εξοχήν μέσω της κίνησης της γνώσης από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο, ενώ η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο διαδραματίζει εδώ υποδεέστερο ρόλο. Η κατάσταση γίνεται ευθέως αντίστροφη κατά τη διαδικασία απεικόνισης του ανεπτυγμένου, του ώριμου οργανικού όλου: τώρα δεσπόζει η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ενώ η κίνηση από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, γίνεται υποταγμένη στιγμή.
Είναι γνωστό ότι το παρελθόν δεν διατηρείται πλήρως στο παρόν, αλλά ούτε και εξαφανίζεται παντελώς. Το παρελθόν διατηρείται στο παρόν σε μετασχηματισμένη μορφή. Το παρόν μεταβάλλεται, αναπτύσσεται, και αυτό σημαίνει ότι ούτως ή άλλως εμπεριέχει το έμβρυο του μέλλοντος, μετασχηματίζεται σε μέλλον. Γι' αυτό, η απεικόνιση του υπάρχοντος σταδίου της ανάπτυξης, του παρόντος, θα πρέπει, σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο να γίνεται κατά τρόπο ώστε να εμπεριέχει και την απεικόνιση των τάσεων του μέλλοντος στο παρόν.
Ας εξετάσουμε ποιες είναι οι καθολικές στιγμές της απεικόνισης στη νόηση των δύο αλληλεπιδρουσών πλευρών του οργανικού όλου.
Από πού αρχίζει η απεικόνιση; Από την απεικόνιση της απλούστατης, της στοιχειώδους σχέσης, η οποία είναι ταυτόχρονα και καθολική για το δεδομένο οργανικό όλο.
Έτσι ο Κ. Μαρξ στο «Κεφάλαιο», αρχίζοντας την εξέταση του εμπορεύματος από την αξία χρήσης, δηλαδή από την πλέον «εμφανή», καθολική πλευρά, αρχικά χαρακτηρίζει αυτή την πλευρά κατά κύριο λόγο αυτή καθ' εαυτή, ανεξάρτητα από την άλλη πλευρά, η οποία αλληλεπιδρά μ' αυτήν. Στη συνέχεια αποκαλύπτεται πλέον ότι η αξία χρήσης υπό ορισμένους όρους αποτελεί τον φορέα της αξίας. Από την επισήμανση της συνάφειας μεταξύ των εν λόγω δύο πλευρών του εμπορεύματος η σκέψη κινείται προς το χαρακτηρισμό της δεύτερης, της εσωτερικής πλευράς αυτής καθ' εαυτής, [οπότε] η δεύτερη πλευρά λαμβάνεται ανεξάρτητα από την πρώτη. Έτσι, μετά την εξέταση της αξίας χρήσης του εμπορεύματος αυτής καθ' εαυτής και την επισήμανση της εσωτερικής της συνάφειας με την αξία, ο Μαρξ περνά στον ορισμό της αξίας αυτής καθ' εαυτής, ως ανεξάρτητης από την αξία χρήσης.
Η δεύτερη, η εσωτερική πλευρά της αλληλεπίδρασης αποδεικνύεται και η ουσία της αλληλεπίδρασης. Μόνο σ' αυτό το επίπεδο αρχίζει η διάγνωση της καθ' εαυτώ αυτοκίνησης. Η επίτευξη της γνώσης της ουσίας ενός αντικειμένου σημαίνει ότι η γνώση έχει φτάσει μέχρι την αντανάκλαση των εσωτερικών αντιφάσεων του.
Αναφέραμε ότι η δεύτερη πλευρά, η ουσία του αντικειμένου, εξετάζεται πλέον αυτή καθ' εαυτή, ανεξάρτητα από την πρώτη πλευρά. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι λησμονιούνται απόλυτα τα όσα έγιναν γνωστά περί της πρώτης πλευράς. Κατά τη διαλεκτική κίνηση της νόησης ο προηγούμενος δρόμος της γνώσης δεν εξαφανίζεται παντελώς, αλλά διατηρείται σε «ανηρμένη», σε μετασχηματισμένη μορφή. Στη δεύτερη πλευρά «αίρεται» η πρώτη, η πρώτη γίνεται στιγμή της δεύτερης. Η ουσία του αντικειμένου είναι αντιφατική: στην ουσία του, το αντικείμενο συσχετίζεται με τον ίδιο τον εαυτό του ως έτερο, ως εξωτερικό του αντικείμενο.
Μετά τον ορισμό της ουσίας αυτής καθ' εαυτής, η νόηση ξεκινά την αντίστροφη οδό: από την ουσία προς τα φαινόμενα. Τώρα, όμως, τα φαινόμενα προβάλλουν κατά διαφορετικό τρόπο, με άλλες πλευρές και διαστάσεις απ' αυτές που είχαν πριν από τον ορισμό της ουσίας. Στα φαινόμενα ενδιαφέρον παρουσιάζουν πλέον μόνο εκείνες οι πτυχές της που μέσω αυτών «φωτίζεται», εκδηλώνεται η ουσία. Πρόκειται εδώ για την εμφάνιση της ουσίας του αντικειμένου.
Κατά την ανάλυση του εμπορεύματος, ο Μαρξ, έχοντας αρχικά εξετάσει την αξία χρήσης αυτή καθ' εαυτή, κατόπιν την εξωτερική συνάφεια της αξίας χρήσης με την αξία αυτή καθ' εαυτή, εκθέτει τη διδασκαλία, περί των μορφών εκδήλωσης της αξίας, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο επανέρχεται πίσω στην αξία χρήσης, διότι η αξία εκδηλώνεται [φανερώνεται] μόνο στις σχέσεις των αξιών χρήσης των εμπορευμάτων.
Τέλος, εντοπίζεται η ενότητα φαινομένου και ουσίας, καθώς επίσης και οι μορφές αυτής της ενότητας. Η μορφοποιημένη ενότητα φαινομένου και ουσίας είναι η πραγματικότητα.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι εδώ ο όρος «πραγματικότητα» [ ] δεν χρησιμοποιείται με τις σημασίες «υπαρκτό», «ύλη», «πραγματοποιημένη δυνατότητα» κ.λ.π. Είναι σημαντικό να μη συγχέονται αυτές οι έννοιες.
Μόνο στην πορεία της εξέτασης της ουσίας αυτής καθ' εαυτής και στην πορεία της κίνησης από την ουσία στο φαινόμενο και στην πραγματικότητα, οι εσωτερικές συνάφειες και σχέσεις γίνονται αντικείμενο ειδικής εξέτασης. Στην πορεία από την επιφάνεια στην ουσία στέκει σε πρώτο πλάνο η ανάλυση των εξωτερικών συναφειών και σχέσεων. θα ήταν ωστόσο ελλιπής μια αναφορά που θα περιοριζόταν μόνο σ' αυτό. Η νόηση κινείται διαρκώς προς αντίθετες κατευθύνσεις, πραγματοποιείται ως ενότητα αντιθέτων.
Ήδη κατά την πορεία από το φαινόμενο προς την ουσία παρευρίσκεται - αν και δεν δεσπόζει - ως υποταγμένη μορφή η αντίθετη κίνηση της σκέψης. Έτσι ο Μαρξ όριζε την αξία χρήσης στο εμπόρευμα μέσω της αξίας, αν και δεν εξετάζει ακόμα ειδικά την ίδια αυτή τη συνάφεια. Ο Μαρξ, στον ορισμό της αξίας χρήσης αυτής καθ' εαυτής, διακρίνει μόνο ό,τι είναι σημαντικό για την ανταλλαγή εμπορευμάτων. Ο κάθε κάτοχος εμπορεύματος (για να μπορεί ν' ανταλλάξει το εμπόρευμα του με κάποιο άλλο) ενδιαφέρεται μόνο για την ικανότητα του εμπορεύματος να ικανοποιεί την αντίστοιχη ανάγκη. Ο κάτοχος του εμπορεύματος αδιαφορεί για τον τρόπο ανακάλυψης και δημιουργίας της αξίας χρήσης του εμπορεύματος ενός άλλου κατόχου εμπορεύματος κ.ο.κ. Ο Μαρξ, όταν ορίζει την αξία χρήσης αυτή καθ' εαυτή, κάνει αφαίρεση από τον τρόπο γένεσης της ανάγκης, από τον τρόπο με τον οποίο το δεδομένο πράγμα ικανοποιεί την ανθρώπινη ανάγκη. Δεν διευκρινίζει το λόγο για τον οποίο διακρίνεται το μεν, ενώ παραμελείται το δε. Μόνο στη συνέχεια, κατά τον ειδικό χαρακτηρισμό της ανταλλαγής των εμπορευμάτων μπορεί ο αναγνώστης να επισημάνει αυτούς τους λόγους.
Συνεπώς εδώ η σκέψη κινείται και από την επιφάνεια προς την ουσία και από την ουσία προς την επιφάνεια, αν και κυριαρχεί η πρώτη οδός. Στην πορεία από την ουσία προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα η κατάσταση γίνεται ευθέως αντίστροφη: κυριαρχεί η κίνηση από την ουσία στο φαινόμενο και την πραγματικότητα, ενώ η κίνηση από την επιφάνεια προς την ουσία διατηρείται ως υποταγμένη στιγμή.
Η αφομοίωση της θεωρητικής απεικόνισης του οργανικού όλου πρέπει επίσης να είναι ταυτόχρονα και κίνηση προς τα εμπρός και κατά κάποιο τρόπο επιστροφή στο ήδη αφομοιωθέν υλικό.
Η κίνηση της γνώσης από το φαινόμενο στην ουσία, εφ όσον συνειδητοποιείται η κατηγοριακή δομή αυτής της κίνησης είναι η «ανηρμένη» (μέσα στην ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο) κίνηση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, η απεικόνιση της απλούστατης σχέσης. Και μάλιστα, η τελευταία κίνηση αποδεικνύεται στάδιο στο εσωτερικό πλέον της ίδιας της ανάβασης με την ευρεία έννοια της λέξης. Μ' άλλα λόγια, η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο με την ευρεία έννοια της λέξης είναι η κίνηση της γνώσης στην ενότητα της με την «ανηρμένη» σε αυτήν αντίθετη κίνηση της γνώσης. Με τη στενή έννοια της λέξης η ανάβαση αποτελεί το πρώτο από τα εν λόγω αντίθετα. Αν εξεταστεί η ανάβαση υπό τη στενή έννοια της λέξης, τότε αυτό προβάλλει απαραίτητα σα να ξεκινά από την ουσία. Αν όμως εξετάζεται η ανάβαση υπό την ευρεία έννοια της λέξης, τότε αυτή ξεκινά από τη «στοιχειώδη, απλούστατη σχέση». Στην περίπτωση που δεν διακρίνεται η ευρεία από τη στενή έννοια, απαραίτητο επακόλουθο θα είναι μια κατά το μάλλον ή ήττον σύγχυση της ουσίας και της απλούστατης σχέσης.
Βάσει των προαναφερθέντων μπορούμε να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις για τις δυνατότητες χρησιμοποίησης του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο στις σύγχρονες επιστήμες. Η κίνηση της νόησης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο πραγματοποιείται όπου η επιστήμη διεισδύει στις εσωτερικές συνάφειες του αντικειμένου της. Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος, η συνειδητοποίηση του τρόπου της ανάβασης, επιτρέπει την πιο σκόπιμη και σχεδιασμένη χρησιμοποίηση του. Όμως η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο δεν δεσπόζει στην επιστήμη, στις περιπτώσεις που αυτή έχει ως αντικείμενο ένα μη ανεπτυγμένο οργανικό όλο, είτε όταν, ενώ έχει ως αντικείμενο ένα ανεπτυγμένο οργανικό όλο, η ίδια δεν έχει διανύσει ακόμα την οδό από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Όταν μια επιστήμη έχει ως αντικείμενο ένα ανεπτυγμένο οργανικό όλο και ολοκληρώνει την πορεία της κίνησης από τη χαώδη αντίληψη περί του όλου, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο, τότε είναι που η χρησιμοποίηση της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποδεικνύεται γονιμότερη και αναγκαία.
Έτσι έχουν τα
πράγματα στη μαρξιστική πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας. Παρεμφερής
προοπτική διανοίγεται και για άλλες επιστήμες. Αυτό, όμως, είναι πλέον
αντικείμενο ειδικής έρευνας.
[Μετάφραση Δ. Πατέλης]